Για την παράσταση «Ιππόλυτος» του Δημήτρη Καμαρωτού και της Αμαλίας Μουτούση
«…Τώρα είμαι εδώ. Είναι ένας χώρος. Που έγινε και από τους πρώτους κινηματογράφους της Αθήνας, πριν τον πόλεμο. Και έγινε και άλλα, πέρα απ’ αυτά που λέμε «ένδοξα» ή «σημαντικά». Πράγματα, που δεν τα γράφουμε πουθενά με την ευχή να τα ξεχάσουμε».
Μ’ αυτά τα λόγια εισέρχεται η Μελπομένη στον Παρνασσό της. Ετσι μας συστήνεται η Αμαλία Μουτούση στην ιστορική αίθουσα. Ετσι μας καθηλώνει. Πρόσωπο αυστηρό. Ευγενικό παράστημα. Και η φωνή; Αχ, η φωνή της Αμαλίας να με επιστρέφει 25 χρόνια πίσω, στο υπόγειο του «Διπλού Ερωτα»: «Σου ξαναλέω τα λόγια που έλεγα πολύ παλιά. Ημουν εγώ η ίδια η μούσα, που όποιον φιλώ πεθαίνει» (Camera degli sposi). Η Αμαλία, Μελπομένη και Πενθεσίλεια μαζί.
Δύο σχεδόν ώρες η Μπερμά της ελληνικής σκηνής στον στεφανιφόρο Ιππόλυτο του Ευριπίδη, συγκλονισμένη, ακάματη, σ’ αυτό «το μακρύ ποίημα», όπως μας προειδοποιεί ο Δημήτρης Καμαρωτός, «που οφείλεται σε κάτι αλυσιδωτό» και που «δεν χρειάζεται να ξεσπάσει, γιατί προτιμά να βηματίζει», όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Δύο ώρες στον «Παρνασσό» να μας προσκαλεί με τα λογάκια του Λα Φονταίν, να κοιτάξουμε τα φτερά της και πώς την απογειώνουν προς τα άστρα («Είμαι πουλί, κοιτάξτε τα φτερά μου…»). Δύο ώρες και η μουσική του Καμαρωτού που, όπως ο Κέιτζ, τη γράφει προκειμένου να ακούσει τη μουσική που δεν έχει ακόμη ακούσει. Γιατί, ας το επαναλάβω. Ο Καμαρωτός ποτέ δεν άκουσε κανέναν ήχο που να μην τον αγαπήσει. Και το μόνο του πρόβλημα με τους ήχους δεν είναι η μουσική –όπως συμβαίνει στον Κέιτζ –αλλά και πάλι οι ήχοι.
Τους ήχους τους ακούω, εδώ και πολλά χρόνια, σαν έναν εξωμελωδικό τρόπο για να ακουστεί ένας ρυθμός που έχει αυτονομηθεί, ώστε να υποτάσσεται εκ νέου στον ρυθμό της γλώσσας του ηθοποιού. Κι αναγνωρίζω όλες του τις τεχνικές: τις επαναλήψεις, τις συγκοπές, τις συγχορδίες, που έλκουν εντός τους μουσικές δυνάμεις για τις οποίες ολόκληρες μελωδικές γραμμές δεν θα αρκούσαν για να ακουστούν. Πώς, για παράδειγμα, η Αμαλία σε εκείνη την έκρηξη συμφώνων, στην αρχή του θεάματος / ακροάματος μας οδηγεί στον πυρήνα της γλώσσας και πώς ο Καμαρωτός μέσα από μια διαταραχή της άρθρωσης μας πάει στην καρδιά της τραγωδίας: το μέλος που, όπως γράφει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» (398d), συνίσταται από τον λόγο, την αρμονία και τον ρυθμό;
Αλλο παράδειγμα. Οταν ο Θησέας, στην παράσταση, αντικρίζει κρεμασμένο το σώμα της Φαίδρας (μια γυναικεία τσάντα που αιωρείται από την οροφή), ο θρήνος του Χορού, σε δοχμιακό μέτρο, επανέρχεται από τα βάθη της Ιστορίας με τον τρόπο που το ηπειρώτικο μοιρολόι υψώνει το πάθος σε ήθος. Ο Καμαρωτός, σαν τον λογοπαιδικό εκείνο που ενισχύει τις δεξιότητες του λόγου, μας έδειξε την αξία μιας γόνιμης διαταραχής, μετατρέποντας έτσι σε δυσλεξικούς όσους, εθισμένοι στη μιντιατική ρητορεία, δυσκολεύονται να συνδέσουν τις συλλαβικές ακουστικές μονάδες σε ευρύτερα λεκτικά σύνολα. Οσους δηλαδή δεν είναι ικανοί να καταλάβουν μουσικά την τραγωδία στην οποία η ωδική εκφορά του ποιητικού λόγου υπήρξε η αναγκαία συνθήκη.
Και δεν ήταν μόνο αυτές οι εκπλήξεις. Στη μέση περίπου της παράστασης, που, έτσι κι αλλιώς, είχε διαβάλει τη χωροταξική σχέση σκηνής – πλατείας –αφού η Μουτούση έπαιζε σε όλον τον χώρο εμπαίζοντάς τον -, ένας προβολέας από την παλιά «τρύπα» του προπολεμικού κινηματογράφου έστελνε εστιασμένο το φως στον άλλο πρωταγωνιστή, τον Καμαρωτό, που μπρος στις κονσόλες του, σαν Αρχοντας των Δακτυλιδιών του ήχου, διηύθυνε και έπαιζε το φλάουτο πάνω στη φλαουτένια φωνή της Αμαλίας: γλώσσα-μουσική μεταγλώσσα, ποιος είπε πως δεν υπάρχει ο Αλλος του Αλλου;
Η παράσταση στον «Παρνασσό», μια messe solennelle σε καθεδρικό ναό με βιτρό την προβολή των γραμμάτων της τραγωδίας στον τοίχο και με «όργανό» της τα δύο πρόσωπα, έφερνε στην ακοή μας τα λόγια της μετάφρασης του Νίκου Φλέσσα με τον τρόπο που το πάτημα των πλήκτρων του οργάνου παράγει δύο ίδιους φθόγγους, διαφορετικών οκτάβων, που όμως ηχούν ταυτόχρονα.
Ας μου επιτραπεί. Είδα στην παράσταση της Στέγης το «Γυμνό που κατεβαίνει μια σκάλα» του Duchamp και που, αντί να το βλέπουμε ακίνητο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, το βλέπουμε κινούμενο από μία οπτική γωνία σε κάθε μετατόπισή του μέσα στην αίθουσα, ώστε η κίνηση να φαίνεται πως υπάρχει μόνο στο μυαλό του θεατή.
Ο δάσκαλος του Καμαρωτού στο Παρίσι, Daniel Charles, έλεγε πως «υπάρχει πλαισίωση αλλά το πλαίσιο δεν υπάρχει». Είχε δίκιο. Στη σημερινή Αθήνα, μπορεί να μην αναβιώνουν οι συνθήκες του λοιμού του 428 π.Χ., αλλά η κρίση έχει προ πολλού αναπλαισιωθεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ