Το πρόβλημα της εγκληματικότητας, σε συνάρτηση με το συνολικότερο ζήτημα της υποβαθμισμένης ποιότητας ζωής στις περιοχές της Δυτικής Αθήνας, και ιδιαίτερα στο Μενίδι, τη Φυλή, τον Ασπρόπυργο,, φέρνει προς συζήτηση στο Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής η Λαϊκή Συσπείρωση της Περιφέρειας Αττικής.
Με αφορμή τον τραγικό θάνατο του 11χρονου μαθητή στο Μενίδι, οι περιφερειακοί σύμβουλοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Χρηστίνα Αγγελονίδη, Ελένη Ζαφειρίου, Γιάννης Μανουσογιαννάκης, Αλεξάνδρα Μπαλού και Γιάννης Πρωτούλης κατέθεσαν ήδη αίτημα στον Πρόεδρο του Περιφερειακού Συμβουλίου κ. Θεόδωρο Σχινά, ώστε να διεξαχθεί συνεδρίαση με επίκεντρο την ανάγκη ενίσχυσης των περιοχών αυτών. Αναδεικνύουν την ανάγκη να ενταχθεί η πάλη κατά της εγκληματικότητας, στον συνολικότερο αγώνα του λαϊκού κινήματος ενάντια στη φτώχεια, την εξαθλίωση, την ανεργία και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.
Η Λαϊκή Συσπείρωση θεωρεί ότι το Περιφερειακό Συμβούλιο πρέπει να συμβάλει με έργα και χρηματοδότηση υποδομών ώστε να ανακουφιστούν σε ένα βαθμό οι κάτοικοι της Δυτικής Αθήνας. Εγκαλεί τη διοίκηση της Περιφέρειας Αττικής γιατί «προτάσσει τη χρηματοδότηση των γηπέδων των ΠΑΕ και άλλων έργων, που ενισχύουν την επιχειρηματική δράση», ενώ υπάρχει ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα οξυμένα προβλήματα σε αυτές τις περιοχές.
Οι περιφεριακοί σύμβουλοι της Λαϊκής Συσπείρωσης αναφέρουν ότι πρέπει άμεσα να στηριχθούν οι δομές λαϊκού αθλητισμού, πολιτισμού, να επιχορηγηθούν προγράμματα πρόληψης κατά των ναρκωτικών, να προσληφθούν σχολικοί φύλακες με μόνιμη και σταθερή δουλειά. Επίσης, προτάσσουν την επιτάχυσνη των έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και άλλων δράσεων που μπορούν να βελτιώσουν στοιχειωδώς την καθημερινότητα των κατοίκων.
Προτείνουν εκτός από τα μέτρα,, να εγκρίνει το Περιφερειακό Συμβούλιο, και το ψήφισμα, των εργατικών σωματείων και φορέων της περιοχής, οι οποίοι συμμετείχαν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας το βράδυ της Τρίτης (13.6.2017) στο Μενίδι.
Η Λαϊκή Συσπείρωση σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής για την κατάσταση στη Δυτική Αθήνα : «Η περιοχή αυτή κατοικείται από φτωχά λαϊκά στρώματα, με τα ποσοστά της ανεργίας να είναι εκρηκτικά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, η εξαθλίωση οδηγεί τμήματα του λαού στο περιθώριο, με αποτέλεσμα να γίνονται εύκολη λεία των διαφόρων εγκληματικών κυκλωμάτων.
Η έλλειψη χώρων άθλησης, πολιτισμού, πολιτικής πρόληψης κατά των ναρκωτικών αλλά και δομών επανένταξης για τους τοξικοεξαρτημένους, το υποβαθμισμένο δίκτυο συγκοινωνιών, εντείνουν τα χαρακτηριστικά γκετοποίησης της περιοχής και αντικειμενικά αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τη δράση διαφόρων εγκληματικών κυκλωμάτων, που έχουν ως αντικείμενο την εμπορία ναρκωτικών, όπλων κ. α.
Αν δεν αντιμετωπιστούν τα οξυμένα προβλήματα της περιοχής, τότε το πρόβλημα θα παραμένει και θα επανέρχεται οξύτερο κάθε φορά, όσες αστυνομικές επιχειρήσεις και αν διεξαχθούν.
Η εγκληματικότητα δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, η οποία λειτουργεί με γνώμονα τα κέρδη των λίγων και όχι την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Συνδέεται με μεγάλα συμφέροντα, με υπέρογκα κέρδη από τη διακίνηση ναρκωτικών, όπλων, από την πορνεία. Έχει την ανοχή, αν όχι τη στήριξη, από κρατικούς μηχανισμούς και διάφορες φασιστικές ομάδες που έχουν ανοιχτή διασύνδεση με αυτά τα κυκλώματα.
Πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα, που δρα ανεξάρτητα από θρησκεία, χρώμα δέρματος ή καταγωγής των εμπλεκομένων στις εγκληματικές ενέργειες.
Η προσπάθεια στοχοποίησης και περιορισμού του προβλήματος ειδικά στους Ρομά, πάει να κρύψει την πραγματική αιτία και ταυτόχρονα αξιοποιείται για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ εγκληματικών ομάδων που δρουν στην περιοχή».
Και η Λαϊκή Συσπείρωση προσθέτει:
«Οι κυβερνήσεις όλων των προηγούμενων χρόνων έχουν τεράστιες ευθύνες για την υποβάθμιση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων στην περιοχή. Η πολιτική τους για ένα καθαρό εμπορικό και τουριστικό κέντρο στην Αθήνα, «σπρώχνει» την εγκληματικότητα σε περιοχές που ζουν φτωχά λαϊκά στρώματα με στόχο να την ελέγχουν και να την αξιοποιούν.
Υποκρίνονται ότι συμμερίζονται τη δίκαιη αγανάκτηση του λαού αυτών των περιοχών, ενώ την ίδια στιγμή με τα μέτρα που παίρνουν φτωχοποιούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, απαξιώνουν και αυτές τις ανεπαρκείς κοινωνικές δομές που υπήρχαν και στήριζαν σε ένα βαθμό τη ζωή των λαϊκών οικογενειών. Μιλάνε για μεγάλο πρόβλημα με τη διακίνηση των ναρκωτικών και φέρνουν στη Βουλή νομοσχέδιο για τη νομιμοποίηση των δήθεν «μαλακών» ναρκωτικών (…)».