Μετά τη νίκη Μακρόν και τον σχηματισμό της προσωρινής του κυβέρνησης, έχει πολλαπλό ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τη στελέχωση των υπουργικών γραφείων της γαλλικής κυβέρνησης.
Παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια τη γαλλική πολιτική ζωή. Ακόμη περισσότερο τα δύο τελευταία χρόνια, λόγω προσωπικού επαγγελματικού ενδιαφέροντος. Τις τελευταίες εβδομάδες, μια βροχή κυριολεκτικώς νέων ανθρώπων προσλαμβάνονται ως σύμβουλοι υπουργών. Δεκάδες νέοι, συχνά μεταξύ 25 και 30 ετών, αναλαμβάνουν ως τεχνικοί ή πολιτικοί σύμβουλοι των υπουργών.
Πέραν από το νεαρό της ηλικίας τους, ένα άλλο βασικό κοινό στοιχείο αυτών των «πιτσιρικάδων της πολιτικής» – όπως, πολύ προσφυώς, τους αποκαλούν – είναι οι σπουδές τους: Πολιτικές Επιστήμες, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΝΑ) – κυρίως αυτή -, Πολυτεχνική Σχολή. Ένας στρατός νέων, με εντυπωσιακές σπουδές, κοφτερό μυαλό, αλλά και με μεγάλες φιλοδοξίες. Οι αυριανοί πολιτικοί θα είναι οι σημερινοί υπουργικοί σύμβουλοι, όπως και οι σύμβουλοι του χθες είναι οι σημερινοί πολιτικοί τηςΓαλλίας.
Αυτή η «πιτσιρικαρία» κυβερνά ουσιαστικώς, πολλές φορές, μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Και, παρά την εγγενή σχεδόν γκρίνια των Γάλλων, με σημαντικά αποτελέσματα. Αυτοί είναι που υποβάλλουν προτάσεις στις πολιτικές τους ηγεσίες, συντάσσουν νομοσχέδια και τροπολογίες, συναντούν τους κοινωνικούς εταίρους και παρεμβαίνουν στην – πανίσχυρη – γαλλική δημόσια διοίκηση ως «θεσμικοί μεσάζοντες» ανάμεσα στη γραφειοκρατία και την πολιτική ηγεσία του εκάστοτε υπουργείου.
Ειδικότερο βάρος έχουν οι σύμβουλοι του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού. Τίποτε δεν αποφασίζεται χωρίς το φιλτράρισμα και την επικύρωση των «Διυπουργικών Συναντήσεων», οι οποίες μπορεί να είναι και πέντε έως έξι την ημέρα και προεδρεύονται από τον αρμόδιο σύμβουλο του Πρωθυπουργού. Κάποιοι – οι συνήθεις ύποπτοι, θα έλεγε κανείς, ένθεν κακείθεν… – χαρακτήρισαν αυτή την ελίτ στελεχών ως «τεχνοκρατική μοναρχία», δεδομένου ότι, αρκετές φορές, οι ίδιοι σύμβουλοι παραμένουν είτε πρόκειται για δεξιό είτε για σοσιαλδημοκράτη υπουργό.
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και να συζητήσω με τους «πιτσιρικάδες της πολιτικής». Αλαζόνες μεν, σαΐνια δε. Ήξεραν σε βάθος τους φακέλους τους και ήταν καταλλήλως προετοιμασμένοι, για να συζητήσουν τα θέματα με εντυπωσιακή άνεση και επάρκεια – πολιτική και τεχνοκρατική. Η «συναναστροφή» αυτή μου ξύπνησε μοιραίως τη διάθεση συγκρίσεων με τα καθ’ημάς.
Χωρίς πρόθεση ισοπέδωσης και αφορισμών – μιας και ικανοί άνθρωποι σε ανάλογες θέσεις υπάρχουν πάντοτε και στα ελληνικά υπουργικά γραφεία -, το πόρισμα προκύπτει ευχερώς: «η μέρα με τη νύχτα». Ας ανατρέξει κανείς προχείρως στις ιστοσελίδες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και των Υπουργών των δύο χωρών. Οι Έλληνες θα μελαγχολήσουμε. Στη χώρα μας, τα «πρωτεία» ανήκουν μόνον και αποκλειστικώς στις πολιτικές ηγεσίες. Ίχνος αναφοράς σε θεσμοθετημένα επιτελεία, ουδέν οργανόγραμμα, καμιά απολύτως αναφορά σε συμβούλους. Στη Γαλλία, ένα «κατεβατό» συμβούλων. Με ονοματεπώνυμο. Και συγκεκριμένες αρμοδιότητες.
Οι εξηγήσεις για το κοντράστ αυτό πολλές. Θα σταθώ σε μια, στην οποία πιστεύω ότι και αντικατοπτρίζεται η μεγάλη παθογένεια της «πολιτικής τεχνοκρατίας» στην Ελλάδα. Πρόκειται για πλήρως απαξιωμένες θέσεις, τις οποίες καταλαμβάνουν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, κομματικοί φίλοι και οι οποίοι – ιδού το πρόβλημα – υποαμείβονται με μερικές εκατοντάδες ευρώ μηνιαίως.
Δεν θα ξεχάσω την ψυχρολουσία που ένιωσα όταν ένας από τους πιο καταρτισμένους Έλληνες ειδικούς στον τομέα του, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μου εκμυστηρεύτηκε πριν δύο χρόνια στις Βρυξέλλες την απογοήτευσή του, όταν θέλησε να θέσει τις γνώσεις του στη διάθεση κορυφαίου κυβερνητικού στελέχους και του είπαν ότι δεν θα μπορούν να τον πληρώσουν παρά μόνον με μερικές εκατοντάδες ευρώ τον μήνα.
Ποιος αφελής πιστεύει ότι ένας ικανός νέος άνθρωπος σήμερα θα αφήσει μια πετυχημένη και καλά αμειβόμενη εργασία, όσο πατριώτης κι αν είναι, για να πάει να δουλέψει ως υπουργικός σύμβουλος με τρεις και εξήντα;
Αντιθέτως, ο συνομήλικός του Γάλλος «πιτσιρικάς» εισπράττει έναν τόσο καλό μισθό, που, ομοίως δεν θα ξεχάσω, όταν θέλησα να προσλάβω κάποιους από αυτούς στο πλαίσιο της εργασίας μου σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία η οποία προσφέρει ανταγωνιστικότατους μισθούς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους δελεάσω, γιατί οι μισθοί των φερέλπιδων στελεχών στο γαλλικό δημόσιο ήταν πολύ ανταγωνιστικοί!
(Όταν δε αυτοί οι «πιτσιρικάδες» αποφασίζουν να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα, χρυσοπληρώνονται από τις γαλλικές και ξένες εταιρείες.)
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η λανθασμένη αυτή προσέγγιση εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας δεν είναι πρόσφατη ούτε απότοκο της οικονομικής κρίσης. Έχει, δυστυχώς, έντονα λαϊκιστική οσμή εδώ και χρόνια – δεξιάς και σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης… Ωστόσο, το λάθος αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Με μια τόσο ανεπαρκή – στην πλειονότητά της – δημόσια διοίκηση και ένα πολιτικό προσωπικό συμβούλων περιορισμένων δυνατοτήτων, ο τόπος δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Κάποιος πρέπει να πάρει τη γενναία πολιτική απόφαση και να πιάσει από κάπου το νήμα. Με πενόμενους, φτωχοπρόδρομους συμβούλους δεν μπορεί να γίνει προκοπή. Τάχιστα επιστροφή στην αριστεία! Με όποιο κόστος αυτό συνεπάγεται. Και ας ολοφύρονται οι κίτρινοι τελάληδες των ΜΜΕ, όπως και οι γκρινιάρηδες λαϊκιστές που δήθεν κόπτονται για το δημόσιο χρήμα…
Ο κ. Ανδρέας Γιαννόπουλος είναι πρόεδρος της ΑΡΓΩ – ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΡΙΣΙΟΥ