Τι είπε ο σπουδαίος Μαρκ Σαγκάλ όταν πρωτοαντίκρισε ροδιά στον Πόρο; «Υπάρχει, λοιπόν, ένα τέτοιο δέντρο στον κόσμο και εγώ δεν το ξέρω; Ω, κυρία μου, τι ομορφιά!». Είναι καλοκαίρι του 1952 και ο ζωγράφος φιλοξενείται με τη σύζυγό του Βάβα από την Αμαρυλλίδα Ν. Δραγούμη στη βίλα «Γαλήνη». Η οικοδέσποινα δημοσίευσε έπειτα από μερικούς μήνες, μέσα στο καταχείμωνο, στο «Βήμα», τις γεμάτες τέχνη και θέρος αναμνήσεις της από τις πέντε αφιερωμένες στην ομορφιά ημέρες του Σαγκάλ στον Πόρο.
Η γοητεία του Πόρου βασίζεται στην κίνηση του τοπίου και των ιδεών. Το τοπίο λικνίζεται σε ήρεμα νερά και τα πεύκα λες και υποκλίνονται για να πλησιάσουν το αφτί τους στον ψίθυρο του κύματος. Οι στέγες, οι ελιές, οι αμμουδιές, τα απλωμένα χταπόδια, τα μέλη του ναού του Ποσειδώνα, ησυχάζουν κάτω από τον καυτό ήλιο. Και μόνο τα σκάφη ταράζουν τα ύδατα με τα αδιάκοπα περάσματά τους. Ο,τι κινείται αλλάζει μορφή και παραστάσεις. Εμπλουτίζει τα τοπία της φύσης και του νου. Είναι ζωή. Οπως και οι χειρονομίες των εικαστικών καλλιτεχνών και των ποιητών που ταιριάζουν πολύ αρμονικά με ετούτο το νησί.
Και οι ισορροπίες του ανθρώπου κρύβουν μέσα τους την απίστευτη δυναμική της κίνησης, της ενέργειας. Αυτές τις μεγάλες δυνάμεις του σώματος και του νου αποκαλύπτει η Αφροδίτη Λίτη στην εσωτερική αυλή της γκαλερί Citronne, καθώς μιλάει για τα έργα του Γιώργου Λάππα που εκτίθενται εκεί. Ισορροπιστές της ζωής και ένα σακίδιο με φτερά για τα ταξίδια του σώματος και του νου. Η ίδια η Αφροδίτη Λίτη έχει ανοίξει τα παράθυρα του αρχαιολογικού μουσείου του Πόρου για να μπουν οι κουκουβάγιες της, τα πουλιά της σοφίας, και να κουρνιάσουν πάνω στα μαρμάρινα μέλη ναών και τάφων. «Γιατί τι βλέπουμε στα μουσεία;» αναρωτιέται. Τη σοφία των προηγούμενων αιώνων. Τέτοιες συνομιλίες υποθάλπει ο Πόρος.
Οι τοιχογραφίες του Νικολάου Παρθένη στον τρούλο της μητρόπολης του Πόρου –ο Παντοκράτορας και οι Προφήτες που όπως είχε γράψει ο Φραντς Μέγιερ ήταν τόσο οικείοι στον Σαγκάλ όσο οι θείοι του –σε εξυψώνουν για μια μεγαλόπρεπη συνομιλία με το Θείο, ενώ το μικρό εκκλησάκι με τις ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου μέσα στο αρχοντικό Διαμαντόπουλου, στον κάβο που αγκαλιάζει το Λιμανάκι της Αγάπης, σε παραπέμπουν σε χαμηλόφωνη επικοινωνία. Συχνά τα έργα που εκτίθενται στην γκαλερί Citronne συνομιλούν με τη βίλα «Γαλήνη» στην απέναντι ακτή της Πέρλιας, ιδιαιτέρως αν πρόκειται για ζωγραφιές δημιουργών –όπως ο Γιάννης Ψυχοπαίδης –που διατηρούν αδιάλειπτη επαφή με τον Γιώργο Σεφέρη που φιλοξενήθηκε εκεί και στοχάστηκε την «Κίχλη», λίγα χρόνια πριν από τον Μαρκ Σαγκάλ.
Τα ανοιχτά παράθυρα της βίλας «Γαλήνη» προς τον δίαυλο που χωρίζει την Καλαυρία από τον Γαλατά, μεταξύ αειθαλούς πευκοδάσους και πάλαι ποτέ ευωδιαστού λεμονοδάσους, εγκυμονούν την αποκάλυψη. Ο ζωγράφος άνοιξε τα παντζούρια και τοποθέτησε σε πρώτο πλάνο, στο πρεβάζι του παραθύρου του δωματίου του, ένα ρηχό πανέρι με φρούτα και στο φόντο το «χαμογελαστό» σκηνικό της πολιτείας με το ρολόι στην κορυφή του. Κι ανάμεσα η βαθιά μπλε θάλασσα, με τη χρυσή σκιά του φεγγαριού που ανατέλλει. «Νεκρή φύση σε γαλάζιο» την ονόμασε. Εγραφε η Αμαρυλλίς Ν. Δραγούμη: «Επαιρνε σημειώσεις. Βιαζόταν να προφτάσει να πάρει μαζί του αυτά που έβλεπε από τα παράθυρά του και από τη βεράντα του. Τα μαλακά βουνά της Πελοποννήσου απέναντι, τους ελαιώνες που έκαναν σαν μιαν άχνα γκριζοπράσινη πάνω στις πλαγιές τους. Τη θάλασσα κάτω από την ταράτσα, ασάλευτη και μεταξωτή, τα κόκκινα γεράνια μέσα στις μεγάλες γλάστρες που είχαν για φόντο τη γαλάζια της επιφάνεια. Το χωριό του Πόρου με τα ασβεστωμένα σπιτάκια του σαν περιστερώνες πάνω στα σταχτερά βράχια και όλο γύρω τα πευκόφυτα λοφάκια της Καλαυρίας».
Και μετά ακολούθησε το σχέδιο «Ο Πόρος με ψάρια»: «Ζωγράφιζε γυαλιστερά ψάρια μέσα στα ρηχά ψαροκάλαθα που μόλις τα είχαν φέρει οι ψαράδες. Ρόδια, κουκουνάρια, λεμόνια. Ρέγγες που αγόραζε ο ίδιος από τα μπακάλικα του Πόρου. Ωριμα, κεχριμπαρένια φραγκόσυκα, κολλημένα πάνω στα αγκαθωτά σαρκώδη φύλλα της φραγκοσυκιάς, σταφύλια, μήλα… Οταν έβγαινε μέσα από την κάμαρά του και μπαίναμε για να την τακτοποιήσουμε μας έπιανε δέος. Δεν ξέραμε από πού ν’ αρχίσουμε και τι έπρεπε να πιάσουμε και τι να μην πιάσουμε. Απάνω στο μεγάλο τραπέζι που του είχαμε τοποθετήσει μπροστά στο παράθυρο ήταν ανακατεμένα τα μεγάλα άσπρα φύλλα από χαρτιά με σκίτσα, σχέδια και χρώματα. Ρουμπινιά, λουλακιά, πορτοκαλιά χρώματα. Φραγκόσυκα, ρέγγες, πανέρια με ψάρια και με φρούτα, καρπούζια κομμένα στη μέση, ρόδια. Χάμω σταλαγμένες μπογιές και πεταμένα κουρέλια που είχε σκουπίσει τα πινέλα του. Ενας πυρετός δημιουργίας και ακαταστασίας» θυμόταν η Αμαρυλλίς Ν. Δραγούμη.
Οι μεγάλες γλάστρες με τα ανθισμένα γεράνια πάνω στα τσιμεντένια κάγκελα της «Γαλήνης» εξακολουθούν να είναι οι φλογισμένες πινελιές πάνω στο κόκκινο της Πομπηίας της αρχοντικής κατοικίας. Ο Μαρκ Σαγκάλ τα χάιδευε συχνά με τα νευρικά χέρια του. Μια μέρα κοίταξε ένα μπουκέτο κυκλάμινα μέσα στο κρυστάλλινο βάζο και είπε: «Θεέ μου! Αυτό θα πει τελειότης. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι; Αυτήν εδώ την τελειότητα δεν θα τη φτάσουμε ποτέ». Πήρε μαζί του, όταν έφυγε, σημειώσεις από ανθοδέσμες και βάζα με λουλούδια που συνέχισαν να αναδύονται στο χαρτί αρκετά χρόνια μετά, μακριά από την Ελλάδα. Αυτή όμως είχε καταγραφεί ανεξίτηλα στο βλέμμα του: «(…) Η Ελλάδα είναι ακόμα Ευρώπη και είναι ήδη Ανατολή. Αυτή η χώρα έχει μαγευτικές μυρωδιές, εντελώς ανατολίτικες. Οι λόφοι της, οι ερειπωμένοι ναοί της, ο δροσερός αγέρας που αναπνέεις, αναδίδουν ένα άρωμα που το κάνει πιο δυνατό η μνήμη της θαυμαστής Ιστορίας της. Ολα είναι φως εκεί. Ενα φως μοναδικό, ασύλληπτης διαύγειας και γλυκύτητας. Η λεπτομέρεια αναδεικνύεται πάντα με μιαν ακρίβεια τόσο απαλή στο μάτι. (…) Ποτέ δεν αισθάνθηκα κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που δοκίμασα σ’ αυτήν τη χώρα, όπου κάθε μνημείο, κάθε ερείπιο ταξιδεύει τη φαντασία του θεατή τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω».
Ο Μαρκ Σαγκάλ είχε μυηθεί στα ελληνικά μυστήρια από τον παλιό του φίλο Στρατή Ελευθεριάδη –Tériade. Εξάλλου, για να εικονογραφήσει με λιθογραφίες ένα από τα μεγάλα βιβλία –το «Δάφνις και Χλόη» –
του πολυμήχανου ανθρώπου των τεχνών από τη Λέσβο, ήρθε ο ζωγράφος στην Ελλάδα το 1952 και το 1954. Οπως έλεγε ο Tériade, η πατρίδα του θα ήταν απελπιστικά έρημη γη, αν δεν ήταν πυκνοκατοικημένη από ουρανό, από θάλασσα, από φως. Η γη αφήνει ελεύθερο τον ουρανό να κάνει ό,τι θέλει και οι δύο μαζί τον ζωγράφο να εκφραστεί απερίσπαστος. Κι ο Πόρος επίσης…
του πολυμήχανου ανθρώπου των τεχνών από τη Λέσβο, ήρθε ο ζωγράφος στην Ελλάδα το 1952 και το 1954. Οπως έλεγε ο Tériade, η πατρίδα του θα ήταν απελπιστικά έρημη γη, αν δεν ήταν πυκνοκατοικημένη από ουρανό, από θάλασσα, από φως. Η γη αφήνει ελεύθερο τον ουρανό να κάνει ό,τι θέλει και οι δύο μαζί τον ζωγράφο να εκφραστεί απερίσπαστος. Κι ο Πόρος επίσης…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιουνίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ