Οι Ιάπωνες είναι εσωστρεφείς. Και με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Φθάνουν μέχρι του σημείου να πεθαίνουν στη δουλειά. Ακριβέστερα να πεθαίνουν από την πολλή δουλειά αφού συχνά εργάζονται πάνω από ένα 24ωρο δίχως σταματημό ή ξεπερνούν σε υπερωρίες τις 100 ώρες τον μήνα. Ετσι, όπως μπορείτε να διαβάσετε σε διπλανές στήλες, δημιουργήθηκε ένα κίνημα από χαροκαμένες μητέρες που απαιτούν από την κυβέρνηση του Τόκιο να παρέμβει ώστε να περιορισθεί η μάστιγα των θανάτων από την υπερβολική εργασία που θερίζει τους νέους και τις νέες στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Στον υπόλοιπο κόσμο τα προβλήματα των εργαζομένων είναι διαφορετικά. Η ανεργία στις περισσότερες χώρες είναι πολύ υψηλότερη από την ιαπωνική (2,8%) και τα εργασιακά ήθη και οι συνήθειες επίσης διαφορετικές. Στο συμβούλιο σε υπουργικό επίπεδο των κρατών-μελών του που πραγματοποίησε ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη στην έδρα του στο Παρίσι καταγράφει την κρίση που θάλλει και κλιμακώνεται στο τομέα της εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Πρόκειται για μια κρίση που σε ένα παγκοσμιοποιημένο εργασιακό περιβάλλον ανοίγει ταυτόχρονα και την ψαλίδα των ανισοτήτων μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Κάνει δηλαδή τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.

«Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές αλλαγές, η ψηφιακή επανάσταση έχουν δημιουργήσει δυναμικές που αναγκάζουν σε στασιμότητα ή σε επιδείνωση του επιπέδου ζωής κοινωνικών ομάδων με χαμηλά εισοδήματα»
επισημαίνει στην εισαγωγική του έκθεση ο ΟΟΣΑ. Ο Οργανισμός προσθέτει ότι οι δυναμικές αυτές «συμβάλλουν στη διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των υψηλών και των χαμηλών εισοδημάτων στις ανεπτυγμένες οικονομίες ενώ και στις αναδυόμενες οι διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών παραμένουν πολύ υψηλές».
Η απαξίωση
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει διευρυνθεί ταχέως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Το εμπόριο και οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων από το 17% και 0,9% που συνεισέφεραν αντίστοιχα το 1990 στο παγκόσμιο ΑΕΠ έφθασαν να συνεισφέρουν στο 28% και στο 3,2% το 2016. «Οι εξελίξεις αυτές διεύρυναν τη δυνατότητα συσσώρευσης κερδών από την παραγωγή και έδωσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως καθώς πολλές αναδυόμενες οικονομίες εντάχθηκαν στις διεθνείς αγορές και εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι κατάφεραν να ξεπεράσουν τη φτώχεια» σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Αυτά στις αναπτυσσόμενες ή αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες κατάφεραν να μπουν στο παιχνίδι του διεθνούς εμπορίου και να βρουν νέες αγορές. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες όμως, η παγκοσμιοποίηση πυροδότησε εν πολλοίς αντίρροπες τάσεις. Τμήματα του πληθυσμού με μικρή εξειδίκευση και ανεπαρκή πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες περιθωριοποιήθηκαν.
Για αυτό οξύνθηκαν οι ανισότητες, για αυτό παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες μια συρρίκνωση της συμμετοχής της εργασίας στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν, αφ’ ότου δηλαδή το δίδυμο Κλίντον – Γκρίνσπαν έκοψε και το τελευταίο καπίστρι των αγορών, η διεύρυνση της ισχύος των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στις αγορές υπήρξε καταλυτική. Ακόμα και εταιρείες παραγωγής καταναλωτικών αγαθών ευρείας κατανάλωσης άρχισαν να συσσωρεύουν τεράστια κέρδη από τη διαχείριση των κεφαλαίων τους.
Παγκοσμιοποίηση για όλους
Ταυτόχρονα η ψηφιοποίηση και οι αυτοματισμοί στην παραγωγή κατέστησαν επισφαλή την ανθρώπινη εργασία και υποβάθμισαν τη σημασία της ανθρώπινης νοημοσύνης, ενώ οι μεταρρυθμίσεις των φορολογικών συστημάτων για λόγους ανταγωνιστικότητας γίνονταν προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων και, σε επίπεδο φυσικών προσώπων, σε όσους μπορούσαν να εκμεταλλευθούν άμεσα την εταιρική ισχυροποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργούνται προνομιακά φορολογικά καθεστώτα για τις επιχειρήσεις και τα μεγαλοστελέχη τους και να ευνοούνται η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Για να θεραπευθούν οι οικονομικοκοινωνικές αυτές διαταραχές και αποκλίσεις, η επικινδυνότητα των οποίων είναι πλέον φανερή με την ανάδειξη κάθε λογής λαϊκιστικών αντιλήψεων και κινημάτων στις δυτικές κοινωνίες, ο διεθνής Οργανισμός προτάσσει την ανάγκη να μετατραπεί η παγκοσμιοποίηση σε μια διαδικασία με οικονομικό όφελος για όλους στον πλανήτη. Κατ’ αρχάς πρέπει να αντικατασταθεί η αρχή «πρώτα η ανάπτυξη και ύστερα η διανομή» σημειώνεται χαρακτηριστικά. Επιπλέον, σε εθνικό επίπεδο οι κυβερνήσεις θα πρέπει «να ενισχύσουν τη δυνατότητα των πολιτών τους να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του παγκοσμιοποιημένου και ψηφιοποιημένου κόσμου». Το σλόγκαν του ΟΟΣΑ, άλλωστε, είναι σαφές: «Better policies for better lives».
Δουλειά μέχρι τελικής πτώσεως

Eχει και η εργασιομανία τα όριά της. Οι Ιάπωνες, όμως, ξεπερνούν τα όρια αυτά κατά κόρον και κατά τρόπο μοιραίο γι’ αυτούς. Η Μιτσίγιο Νισιγκάκι είναι μια γιαπωνέζα μητέρα που ηγείται ενός κινήματος για την αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας στην Ιαπωνία, η οποία είναι αλήθεια ότι έχει τις ιδιαιτερότητές της, όπως για παράδειγμα τον θεσμό της ισόβιας εργασίας που σχεδόν αποκλείει τις απολύσεις, αλλά εσχάτως αμφισβητείται από τους εργοδότες, δημιουργώντας μάλιστα μια νέα κατηγορία θανάσιμα απελπισμένων Ιαπώνων.

Η Μιτσίγιο Νισιγκάκι έχασε τον γιο της, Ναόγια, σε ηλικία 27 ετών από υπερκόπωση. Το διαβόητο «καρόσι», όπως αποκαλείται στην Ιαπωνία ο θάνατος από την υπερβολική εργασία. Οπως την πληροφόρησαν συνάδελφοί του στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών που εργαζόταν, ο Ναόγια συχνά έμενε στο γραφείο πάνω από 24 ώρες, παίρνοντας εκεί ένα σύντομο υπνάκο. Υπέκυψε έπειτα από καρδιακή προσβολή που υπέστη αφού πήρε διάφορα τονωτικά για να αντέξει ένα θανάσιμο σερί 37 ωρών στο γραφείο.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι θάνατοι από «καρόσι» είναι εκατοντάδες κάθε χρόνο, γράφει το BBC. Διότι σε μια στις τέσσερις ιαπωνικές επιχειρήσεις ο μέσος όρος υπερωριών είναι 80 τον μήνα, ενώ στο 12% των επιχειρήσεων ξεπερνά τις 100 ώρες. Οι 80 ώρες θεωρούνται ως το σκαλοπάτι πάνω από το οποίο ο εργαζόμενος έχει αυξημένες πιθανότητες ξαφνικού θανάτου.

Η μητέρα του αδικοχαμένου Ναόγια Νισιγκάσι, η μητέρα της διαφημίστριας Ματσούρι Τακαχάσι που πέθανε από την ίδια αιτία στα 24 χρόνια της και άλλες χαροκαμένες απαιτούν από την ιαπωνική κυβέρνηση να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να μην αφήνουν τους υπαλλήλους τους να πεθαίνουν στη δουλειά. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 35% των εργαζομένων εξαντλεί την υποχρεωτική άδεια των 20 ημερών που δικαιούνται. «Η ευθύνη είναι των επιχειρήσεων. Αν ήθελαν θα κατέβαζαν τα ρολά. Θα κλείδωναν τα γραφεία τους το βράδυ. Αλλά τους ενδιαφέρουν μόνο τα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Η πατρίδα μας σκοτώνει τα νιάτα της» καταγγέλλει η χαροκαμένη μητέρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ