Παναγιώτης Μούτσος
Γνώσης «Επί-γνωση»

Eκδόσεις Παπαζήση, 2017
σελ. 612, τιμή 29,68 ευρώ

Το μοτίβο της ερώτησης ανακύπτει τακτικά στα βιβλία του Παναγιώτη Νούτσου. Αν η απορία αποτελεί εστιακή βάση της φιλοσοφίας, ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κατέχει άριστα τον τρόπο να τη διατυπώνει ως αρχή ενός δυνητικού διαλόγου. Πρόσφατο παράδειγμα το βιβλίο του «Γνώσης «Επί-γνωση»», το οποίο χειρίζεται με ποικιλία μορφών και σχολίων πλήθος ζητημάτων, από τις θεωρητικές προϋποθέσεις της μετανεωτερικότητας ως κριτικές προσεγγίσεις κειμένων άλλων (ή δικών του), συνήθως ακριβώς με τη μέθοδο του ερωτήματος. Απαντήσεις δίνονται σε μια συζήτηση που επικεντρώνεται σε θέματα θεωρίας, κριτικής και ιδεολογίας.

Σε πολλά σημεία του βιβλίου σας επανέρχεστε στην πραγμάτευση ζητημάτων που άπτονται της μεγάλης συζήτησης περί μετανεωτερικότητας.
«Και ας μου επιτραπεί να πω σχετικά με την επικαιρότητα του όρου «μετα-αλήθεια» και τη συμπερίληψή του στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς στο λεξικό της Οξφόρδης ότι θεωρώ πως για τα συγκεκριμένα φαινόμενα ταιριάζει περισσότερο ο όρος «επί-γνωση», ο οποίος και απαντάται στον τίτλο του βιβλίου μου».


Ποια είναι η χρονική αφετηρία αυτού του «μετά-», της διάκρισης μιας στιγμής που για κάποιους η νεωτερικότητα ολοκληρώνεται και τη διαδέχεται κάτι άλλο;
«Μία αναγωγή στην ιστορική εμφάνιση όλων των όρων «μετά-«, το «post-«, δηλαδή, μπορεί να γίνει στο έτος 1951. Τότε, και ενώ έχει προηγηθεί η μεταπολεμική περίοδος αρχίζει μια τέτοια συζήτηση στον αγγλοσαξονικό χώρο: τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τότε μπορεί κανείς να διακρίνει ποιες είναι οι κύριες πτυχές αναφοράς του post-. Ουσιαστικά, ανατρέχει σε διεργασίες που ήδη υπήρξαν στο πεδίο της λογοτεχνίας, στη θεωρία της λογοτεχνίας, στον χώρο της φιλοσοφίας, τις οποίες οι εισηγητές αυτών των αντιλήψεων θέλουν να δείξουν ότι έχουμε υπερβεί. Αν επρόκειτο για μια μορφή διαλεκτικής υπέρβασης θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε εξ υπαρχής. Αν πρόκειται όμως για μια συζήτηση αναφορικά με το τι είναι αυτό που εμφανίζεται ως καινούργιο αφήνοντας ταυτόχρονα στην άκρη όλα τα υπόλοιπα, νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με μια έλλειψη ιστορικοκριτικής μεθόδου. Στην περίπτωση διαλεκτικής συζήτησης θα είχαμε μία θέση, μία άρνηση, το στοιχείο δηλαδή του καινούργιου, και εν συνεχεία, την άρνηση της άρνησης. Συχνά αυτό δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο μια καταξίωση μορφών νεωτερικότητας σαν να ερχόμαστε να φτιάξουμε έναν ολόκληρο καινούργιο κόσμο από το μηδέν μολονότι όλες οι θεωρητικές αφετηρίες βρίσκονται σε μια παρελθούσα συζήτηση. Πρέπει, πιστεύω, να στέκεται κανείς κριτικά απέναντι σε όλες αυτές τις διεργασίες που πλεονάζουν στο πεδίο της λογοτεχνίας και εμφανίζονται ακόμη στα πεδία της θεωρίας της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών, ελέγχοντας την αφετηρία τους».
Στο βιβλίο σας σχολιάζετε ή ασκείτε κριτική σε πολλούς σύγχρονους στοχαστές και διανοούμενους. Ενα παράδειγμα: «Αναγνωρίζω ότι η έλξη των ιδεών του ευφάνταστου Τζιόρτζιο Αγκάμπεν υπερβαίνει κατά πολύ το πραγματικό τους βάρος» γράφετε.
«Εχοντας γνωρίσει από κοντά τον Τζιόρτζιο Αγκάμπεν και επειδή παλαιότερα έχω κάνει μια απόπειρα κριτικής παρουσίασης των απόψεών του, ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από το γεγονός, για να μη μας διαφεύγει, ότι είναι καθηγητής τμήματος Αρχιτεκτονικής. Ανατρέχει στις ιδέες του Καρλ Σμιτ, ναι, αλλά δεν ήταν ο μόνος. Αυτό που δοκιμάζει να κάνει είναι να δείξει τι θεωρεί ο ίδιος πως μπορεί να εμφανιστεί ως κινητήρια δύναμη στην εποχή μας. Κάνει λόγο, για παράδειγμα, για τη «multitudo», το πλήθος. Και σε αυτό δεν είναι ο μόνος, είχε προηγηθεί ο Τόνι Νέγκρι. Επιχειρεί ουσιαστικά με το σώμα του έργου του να πραγματοποιήσει μια ανατομία αρχιτεκτονικού τύπου της εποχής. Δεν είναι άσχημο, αρκεί να ξέρει ο συγγραφέας και ο αναγνώστης από πού έχουν αντληθεί αυτά τα πράγματα».


Με αφορμή τα παραπάνω, πώς ελέγχει κανείς έναν γοητευτικό στοχαστή, πώς διατηρεί ανεξαρτησία σκέψης έναντι πνευμάτων με εύρος σκέψης και δύναμη επιχειρημάτων;
«Ενα πρώτο σημείο είναι η άντληση των δηλούμενων πηγών και η διερεύνησή τους στο πρωτότυπο. Δεύτερον, η προσφυγή στη βιβλιογραφία, την κριτική που έχει ασκηθεί. Τρίτον, ο καθένας με βάση τις αναγνώσεις και τις θεωρητικές του αντιλήψεις θα πρέπει να παρατηρεί πώς έχουν αξιοποιηθεί οι πληροφορίες των πηγών και πώς έχουν τυχόν αποσιωπηθεί στοιχεία τους».

Στο βιβλίο σας θέτετε τη συζήτηση περί τέλους των ιδεολογιών σε ένα μακρόχρονο ιστορικό πλαίσιο και τη συνάπτετε με το ζήτημα της τεχνοκρατίας.
«Με είχε απασχολήσει κι εμένα το θέμα όταν ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Με ποιους όρους συζητούμε το θέμα της κριτικής της ιδεολογίας. Βρισκόμασταν τότε στα μισά της δεκαετίας του ’70. Η συζήτηση αυτή όμως έχει ως χρονική της αφετηρία ό,τι είχε εμφανιστεί στις ΗΠΑ με τον Ντάνιελ Μπελ μια δεκαετία νωρίτερα και γίνεται απόπειρα να ξανασυνδεθεί με ό,τι είχε παρουσιαστεί ήδη από την επομένη της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του ’20, όταν πάλι στις ΗΠΑ γινόταν η συζήτηση περί τεχνοκρατίας. Αυτή η συζήτηση έχει διαδοχικά στάδια. Το πρώτο είναι το ερώτημα για την ανάγκη να δούμε τους τεχνοκράτες ως βασικούς κινητήρες της αλλαγής στο κοινωνικό πεδίο. Το δεύτερο είναι ο διάλογος στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και κυρίως στα δύο πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 και αφορά το πώς θα μπορούσε να εναρμονισθεί η θέση των ειδικών ως προς τον τρόπο που κατανοούσε τον εαυτό της η σοβιετική κοινωνία. Η τρίτη φάση γίνεται με βάση τη φασιστική και τη ναζιστική περίοδο, το πώς εμφανίζονται δηλαδή οι ειδικοί στα καθεστώτα αυτά. Αφού έχουν εκπνεύσει αυτά, η συζήτηση επαναλαμβάνεται στη δεκαετία του ’60 και ο πρώτος μάλιστα που έχει μια αντίληψή της με μεταφρασμένα κείμενά του στη χώρα μας, όντας λίγο νωρίτερα καθηγητής στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ως προς τη μεταφορά του γενικότερου προβληματισμού στην Ελλάδα, είναι λάθος να αναγράφεται, για παράδειγμα, ότι γίνεται για πρώτη φορά στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Με το ψευδώνυμο «Ραφαήλ» ο λίγο αργότερα συνεργάτης του «Βήματος» Κ. Θ. Δημαράς δημοσιεύει στο περιοδικό «Ιδέα», στο πρώτο κιόλας τεύχος, το 1933, αυτή τη συζήτηση για την καινούργια αντίληψη που εμφανίζεται διεθνώς για το θέμα της τεχνοκρατίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ