Γενς Λαπίντου
Στοκχόλμη μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
σελ. 664, τιμή 19,90 ευρώ
Ο Τέντι Μάκσουμιτς είναι αποφυλακισμένος πρώην γκάνγκστερ που έχει αφήσει το βίαιο παρελθόν του και έχει επανενταχθεί στη σουηδική κοινωνία. Η Εμελι Γιάνσον είναι ανερχόμενη νεαρή δικηγόρος που μετεωρίζεται μεταξύ διαφαινόμενης καριέρας σε μεγάλη εταιρεία και ποινικών υποθέσεων. Γνωστοί από μια προηγούμενη υπόθεση, βρίσκονται να συνεργάζονται ξανά όταν τα ίχνη ενός θύματος των παλιών εγκληματικών δραστηριοτήτων του Μάκσουμιτς οδηγούν στην ανεξιχνίαστη δολοφονία ενός μέλους συμμορίας. Αν το προσκήνιο του «Στοκχόλμη» (εκδ. Μεταίχμιο) του επιτυχημένου 43χρονου σουηδού συγγραφέα νουάρ Γενς Λαπίντους μοιάζει να ακολουθεί κλασικά μοτίβα, κάτω από την επιφάνειά του κρύβονται τροπές και διαφοροποιήσεις από τα συνήθη σκανδιναβικά πεπραγμένα. Η παρανομία είναι τρόπος ζωής και ο λόγος δίνεται στους παρανόμους, η διαστρωμάτωση μεταξύ γηγενών Σουηδών και μεταναστών, «Γιούγκων» ή Σύρων, προβάλλει ως αγεφύρωτο χάσμα, η κοινωνική άνοδος ακολουθεί την οδό του χρήματος και το χρήμα έρχεται από τις σκιώδεις δραστηριότητες, νομιμοφανείς ή μη. Το συνεχές στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του Λαπίντους δεν διαθέτει ένα σαφές διαχωριστικό όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας: οι χαρακτήρες του αναγνωρίζουν ηθικούς κώδικες για την απονομή της δικής τους δικαιοσύνης, όχι το γράμμα του νόμου.
Κανόνες και εξαιρέσεις
Πρόκειται για ένα ευρύτερο ζήτημα προς εξέταση στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, αυτή η απόσταση από τα «βασικά χρώματα» του κλασικού νουάρ. Είναι θέμα εσωτερικής εξέλιξης του είδους ή αντικατοπτρίζει την αλληλεπίδραση λογοτεχνίας και κοινωνίας; Μια απάντηση του Γενς Λαπίντους στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στην Αθήνα στις αρχές Μαΐου πριν από την παρουσίαση του βιβλίου δίνει μια ιδέα για την άποψή του: «Λέγεται ότι στη σκανδιναβική λογοτεχνία υπάρχει ένα στοιχείο κοινωνικής κριτικής. Ναι, θα το βρείτε στον Στιγκ Λάρσον, στα δικά μου βιβλία, όχι όμως, για παράδειγμα, στην Καμίλα Λέκμπεργκ. Επομένως, θα έλεγα ότι το κλειδί για την επιτυχία του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η αντίθεση μεταξύ μιας ασφαλούς κοινωνίας και του εγκλήματος. Δεν βλέπετε αστυνομική λογοτεχνία από την Πόλη του Μεξικού, από τη Νότια Αφρική γιατί εκεί κυριαρχεί η πραγματική εγκληματικότητα. Στη Σουηδία ή τη Νορβηγία ζούμε σε ασφαλείς κοινωνίες, ασφαλείς πόλεις: όταν συμβαίνει ένας φόνος θεωρούμε ότι ανατρέπεται η τάξη, ότι ξεσπά το χάος».
Με τον «κοινωνικό ρεαλισμό», όπως τον προσδιορίζει ο ίδιος, ο Λαπίντους στρέφεται προς ένα καθιερωμένο μοτίβο της σκανδιναβικής λογοτεχνίας. Ενδεικτικό παράδειγμα ο 19χρονος Νίκολα, ανιψιός του Τέντι, δεύτερης γενιάς μετανάστης, «Γιούγκος» που μιλά άπταιστα συριακά, καρπός των συναναστροφών του με τους νεότερους επήλυδες. Για τον Νίκολα «η Σουηδία ήταν μια άρρωστη χώρα», το έγκλημα αποδεκτή καθημερινή πρακτική, η άνοδος στην ιεραρχία της συμμορίας πλατφόρμα κοινωνικής ανέλιξης και ο θείος του ισάξιο είδωλο του Ισαάκ, σεβαστής και ισχυρής φιγούρας του υποκόσμου. Ταυτόχρονα όμως ο χαρακτήρας του Νίκολα, όπως και πολλοί παρόμοιοι στα μυθιστορήματα του Λαπίντους, δρα υπονομευτικά ως προς τον σκανδιναβικό κανόνα του είδους: «Αν δείτε τη δομή των σκανδιναβικών αστυνομικών μυθιστορημάτων θα διακρίνετε μια κλασική, παγιωμένη φόρμα: ένας φόνος, η έρευνα για τον φόνο, η λύση. Πολύ συχνά υπάρχει και μια παράλληλη ιστορική αφήγηση, η οποία στο τέλος συνδέεται με τη δολοφονία. Εγώ ήθελα να γράψω κάτι πιο αυθεντικό, πιο ρεαλιστικό, στους αντίποδες όσων διάβαζα. Οντας δικηγόρος, ξεκίνησα να γράφω μετά από μία δίκη μου όταν είδα τους νεαρούς κατηγορουμένους να σηκώνονται και να φωνάζουν στη δικαστή, κάτι εξαιρετικά σπάνιο και ριζοσπαστικό για μια σουηδική δίκη, «δεν καταλαβαίνεις τίποτα για τη ζωή μας, για μας αυτό είναι φυσιολογικό». Γράφω από τη σκοπιά των εκτός νόμου που το έγκλημα είναι η δουλειά τους, που πηγαίνουν σε αυτή στις 9 το βράδυ, όπως εγώ πηγαίνω στις 9 το πρωί. Και δεν θέλω να γράφω για τον ίδιο ήρωα, τον ίδιο ντετέκτιβ για πέντε, έξι, δέκα, έντεκα βιβλία. Στην πρώτη μου τριλογία, τη Στοκχόλμη Νουάρ [σσ. στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός], υπήρχε μόνο ένας κοινός χαρακτήρας».
Το εκρηκτικό μείγμα
Δεν είναι τυχαίο ότι η πορεία του Τέντι Μάκσουμιτς και της Εμελι Γιάνσον στον υπόκοσμο της σουηδικής πρωτεύουσας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης μιας κοινωνίας και μιας αντι-κοινωνίας –«παλιά» Στοκχόλμη και «νέα» Στοκχόλμη, «παλιοί» Σουηδοί και «νέοι» Σουηδοί. «Η Στοκχόλμη είναι χτισμένη επάνω σε νησιά» σχολιάζει ο Λαπίντους όταν του επισημαίνω το ρήγμα γηγενών και μεταναστών που προκύπτει από τις περιγραφές του. «Το όριο μεταξύ πόλης και προαστίων δεν είναι απλώς νοητό στη Στοκχόλμη, είναι ένα φυσικό σύνορο που χωρίζει τμήματα του αστικού ιστού. Κάποια από τα προάστια είναι πλούσια, κάποια άλλα συγκροτούν όμως αυτό που στη δεκαετία του ’70 ονομάστηκε «Σχέδιο 1.000.000» –γιατί θα χτιζόταν γρήγορα και θα στέγαζε ένα εκατομμύριο άτομα. Αυτές οι βαρετές, μαζικές, χωρίς εύκολα πρόσβαση στο κέντρο κατοικίες ήταν ο χώρος που στάλθηκαν τελικά οι μετανάστες.
Το χάσμα μεταξύ τους και των γηγενών είναι μεγάλο και η πρόκληση για τη Σουηδία, όπως και τη Γαλλία ή την Ελλάδα, είναι πώς να το γεφυρώσει. Το κλειδί δεν είναι η αύξηση της αστυνομικής δύναμης. Το κλειδί είναι η δημιουργία χώρων όπου οι άνθρωποι συναντώνται. Αυτό δεν συμβαίνει πια στα σχολεία, δεν συμβαίνει στις πισίνες, δεν συμβαίνει ούτε καν στα καταστήματα, με όλα τα εμπορικά κέντρα δίπλα στον καθένα. Αν τα εθνικιστικά κόμματα συνεχίσουν να ενισχύονται πανευρωπαϊκά, το χάσμα θα μεγαλώσει. Και τότε η κατάσταση θα εκραγεί στα πρόσωπά μας».
Με ταιριαστό τρόπο, μια έκρηξη στο διαμέρισμα του πρώτης γενιάς μετανάστη Τέντι Μάκσουμιτς αποτελεί και το κομβικό σημείο που συνδέει το «Στοκχόλμη» με τη συνέχειά του. Ο Γενς Λαπίντους μόλις ολοκλήρωσε το τρίτο βιβλίο της σειράς που ξεκίνησε με το «Αίθουσα VIP» (εκδ. Μεταίχμιο) και συμπληρώνεται με το «Top Dog» που κυκλοφορεί στα σουηδικά στα μέσα Ιουνίου. Εχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει τη δικηγορία χάριν της πλήρους απασχόλησης ως συγγραφέας μπορεί να απολαύσει ένα διάλειμμα μεταξύ βιβλίων με τηλεοπτικές σειρές και ανάγνωση. Αστυνομικής λογοτεχνίας; Κατ’ εξαίρεση μόνο. «Ξέρετε όμως ποιον διαβάζω φανατικά; Τον Ντον Γουίνσλοου. Ο Ντον Γουίνσλοου έχει γράψει δύο φανταστικά βιβλία για τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα. Μην το πείτε στον Τζέιμς Ελρόι, γιατί είναι φίλος μου, αλλά νομίζω ότι με «Το καρτέλ» [σ.σ. στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη] ο Γουίνσλοου τον ξεπέρασε. Πολύ βίαια, πολύ σκληρά βιβλία, δυστυχώς αληθινά σε μεγάλο βαθμό γιατί ενσωματώνουν πραγματικά γεγονότα, αλλά και με τα δύο δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να διαβάζω ασταμάτητα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ