Σαντιάγο Ρονκαλιόλο
Καρφίτσες στην άμμο Μετάφραση Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 412, τιμή 19,08 ευρώ
Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ένας από τους σημαντικότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς, γεννήθηκε στη Λίμα το 1975. Είναι σεναριογράφος, δοκιμιογράφος, δραματουργός, μεταφραστής, μα και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Ζει στην Ισπανία, χώρα που του παρέχει ευκαιρίες για να αναπτύξει το λογοτεχνικό ταλέντο του. Ως δημοσιογράφος αρθρογραφεί σε μεγάλες εφημερίδες, μεταξύ των οπoίων και η El Pais. Δύο από τα βιβλία του έχουν ως κεντρικό θέμα τη δράση της μαοϊκής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» που βύθισε το Περού στο χάος, προκαλώντας έναν ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος κράτησε δώδεκα χρόνια και στοίχισε 70.00 νεκρούς. Το ένα, το αστυνομικό μυθιστόρημα Κόκκινος Απρίλης (ο συγγραφέας το θεωρεί νουάρ), επικεντρώνεται στους απόηχους της ήττας της οργάνωσης. Σε αυτό γίνεται λόγος για τις μεθόδους επιθέσεων των ανταρτών στις πόλεις και στην επαρχία, καθώς επίσης και στις μεθόδους ανάκρισης, των βασανιστηρίων, των εξαφανίσεων πολιτών και των εκτελέσεων από τις Αρχές.
Το άλλο, Η Τέταρτη ρομφαία, πραγματεύεται την ιστορία του «Φωτεινού Μονοπατιού» και τη ζωή του Αμπιμαέλ Γκουσμάν, του ηγέτη του, καθηγητή φιλοσοφίας σε πανεπιστήμιο. Η δράση της οργάνωσης άρχισε στις 26 Δεκεμβρίου του 1980, όταν στην πρωτεύουσα εμφανίστηκαν κρεμασμένα σε φανοστάτες στη Λίμα τα κουφάρια σκύλων. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας. Ο πόλεμος τελείωσε με τη σύλληψη του Γκουσμάν, τον Σεπτέμβριο του 1992, επί προεδρίας του Αλμπέρτο Φουχιμόρι.
Στο μυθιστόρημα Καρφίτσες στην άμμο που διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1990 στη Λίμα, μια βίαιη πόλη όπου μπορεί να σε ληστέψουν, να σε απαγάγουν ή να σε δολοφονήσουν, ο Ρονκαλιόλο μιλάει πάλι για την εποχή του εμφυλίου πολέμου στην πατρίδα του αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η ιστορία του αρχίζει ως εφηβικό ανάγνωσμα με ήρωες τέσσερις φίλους, μαθητές σε θρησκευτικό σχολείο αρρένων, όπου τα παιδιά παίζουν, αστειεύονται, κάνουν αταξίες και μιλούν για σεξ. Διαβάζουμε πως ήταν 2.000 επίδοξοι επιβήτορες, «σαν μέσα σε μια γιγαντιαία χύτρα ταχύτητας που ξεχείλιζε ορμόνες». Είναι ο Κάρλος, ο Μάνου, ο Μόκο και ο Μπέτο, οι οποίοι αφηγούνται αναδρομικά, ύστερα από πολλά χρόνια, τα περιστατικά στα οποία πρωταγωνίστησαν. Ο Κάρλος αγαπάει την Παμέλα, μια κοπέλα που δουλεύει σε ένα ταχυφαγείο, ο Μάνου είναι γιος στρατιωτικού που έχει πιστόλι, ο Μόκο είναι φανατικός φίλος του κινηματογράφου και ο Μπέτο είναι βιβλιοφάγος και ομοφυλόφιλος.
Βαθμιαία, τα πράγματα σοβαρεύουν. Οι τέσσερις φίλοι, θέλοντας να τιμωρήσουν τη σκληρή, στρυφνή και αντιπαθητική καθηγήτριά τους στο μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν, αποφασίζουν να την απαγάγουν, χωρίς να σκεφθούν τις συνέπειες της πράξης τους. Είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να το παίξουν με κανόνες, η έλλειψη όμως ωριμότητας τους οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που είναι δύσκολο να διαχειριστούν με σύνεση. Και ενώ το παιχνίδι παίζεται με βιαιότητα, στην πόλη πέφτουν πυροβολισμοί, τοποθετούνται βόμβες, γίνονται ανατινάξεις στύλων ηλεκτρικού ρεύματος και κόβεται το ρεύμα: μια κόλαση.
Λέει στην αφήγησή του ο Κάρλος, ο πιο αθώος από τους τέσσερις, που έγινε δικηγόρος: «Δεν ήμασταν τέρατα. Ισως γίναμε κάπως ακραίοι. Και μόνο για μια στιγμή. Για μερικές μέρες». Λέει ο Μάνου, ο αρχηγός της παρέας που παρέσυρε τους άλλους στην περιπέτεια: «Επιπλέον, εγώ είχα ένα σχέδιο. Ηθελα να με αποβάλουν». Λέει ο Μόκο, που ήθελε να βιντεοσκοπήσει την ομηρεία της καθηγήτριας: «Αν η ιστορία μας ήταν ταινία, θα ήταν Οι Γκούνις», μια ταινία που έγραψε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και σκηνοθέτησε ο Ρίτσαρντ Ντόνερ. Λέει και ο Μπέτο πώς άρχισαν όλα: «Ημασταν εκεί, στο μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, χάνοντας τον χρόνο μας και χασκογελώντας μεταξύ μας».
Ασφαλώς, το μυθιστόρημα (εν μέρει αυτοβιογραφικό, όπως δήλωσε πρόσφατα ο συγγραφέας στην Αθήνα, στην εκδήλωση για το βιβλίο του) είναι πολιτικό και κοινωνικό. Τα στοιχεία θρίλερ, η ένταση, η αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω, οι ανατροπές συμβάλλουν στο να κρατηθεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον μέχρι το δραματικό τέλος της ιστορίας. Σε αυτό ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο που διαθέτει αφηγηματική δεξιοτεχνία και χιούμορ θέλει να μιλήσει όχι μόνο για τα τραγικά γεγονότα του πολέμου που έφεραν το Περού κοντά στην καταστροφή και σημάδεψαν την εφηβεία του, μα κυρίως επιθυμεί να αναφερθεί στο καλό και στο κακό, στη δύσκολη ενηλικίωση των εφήβων, στη φιλία και τη συντροφικότητα, στο ξύπνημα της σεξουαλικότητας, στην καταπίεση που ασκούν οι γονείς πάνω στα παιδιά τους, στη δυσαρμονία των παντρεμένων ζευγαριών, στη βία της εξουσίας. Ισως γράφοντας την ιστορία του να ήθελε να θυμηθεί τα χρόνια του στο σχολείο, επομένως κινήθηκε από το αίσθημα της νοσταλγίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ