Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Γάμος αλά Ελληνικά» – ίσως η πιο φιλοσοφημένη του ελληνικού κινηματογράφου – αποτελεί μια ειρωνική σπουδή πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Η υπόθεση έχει ως εξής:
Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη… Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο… Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω απ’ τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική… Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού σινεμά, αληθινή αποθέωση του παράλογου που μόνο η σάτιρα μπορεί να χαρίσει:
«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»
Το καρναβάλι είναι μια σύντομη φυγή από την πραγματικότητα σε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορεί ελεύθερα να ορίσει τον εαυτό του όπως εκείνος επιθυμεί, δίνοντάς του ιδιότητες που ενδεχομένως θα ήθελε, μα δεν του είναι δυνατό, να έχει. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία βραχύβια, αθώα παραχάραξη της ίδιας της ζωής. Μετά το τέλος του, ο άνθρωπος καλείται να βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες από τις οποίες θέλησε για λίγο να αποδράσει…
Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και την έλευση των social media – ιδιαίτερα του πλέον δημοφιλούς εξ αυτών, του Facebook – ένα νέο «καρναβάλι», τούτη τη φορά ηλεκτρονικό και σε ισχύ 365 μέρες το χρόνο, απλώθηκε ώσπου να φτάσει σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Σε κάθε χρήστη του δικτύου παρέχεται μία εντυπωσιακή δυνατότητα απόλυτου και αδιαμφισβήτητου αυτοπροσδιορισμού μέσα σε ένα επιλεγμένο από τον ίδιο κοινωνικό υποσύνολο που φέρει τον ευφημιστικό χαρακτηρισμό «φίλοι» (τα εισαγωγικά ουδόλως περισσεύουν!).
Έτσι, ο μέσος χρήστης, μπροστά σε ένα εικονικό και εξ ορισμού δεκτικό κοινό (οι εκφράζοντες ενστάσεις και οι αμφισβητίες μπορούν αυτομάτως να διαγράφονται από τη λίστα των «φίλων»!) αποκτά, αν το επιθυμεί, τη δυνατότητα να αυτο-αναγορεύεται σε καλλιτέχνη, σε ποιητή, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό επιστήμονα (ή και απλά πολιτικά σκεπτόμενο ον), οικονομολόγο, ψυχολόγο, δημοσιογράφο, εραστή, και άλλα αναρίθμητα. (Δεν αναφέρομαι, ασφαλώς, σε χρήστες που πραγματικά διαθέτουν τις ιδιότητες που συνοδεύουν το προφίλ τους!)
Η οικονομική κρίση γέννησε μια νέα γενιά «καρναβαλιστών» των social media: τους οργισμένους τιμωρούς. Είδαμε, έτσι, ακόμα και «επώνυμους» – που θα όφειλαν, ως δημόσια πρόσωπα, να είναι αυτοσυγκρατημένοι και νηφάλιοι – να μετέρχονται εκφραστικά μέσα χαμαιτυπείου για να διοχετεύσουν το μένος τους εναντίον όσων κατά την κρίση τους ευθύνονται για τα δεινά της χώρας. Συνήθεις στόχοι ήταν και είναι, ασφαλώς, όσοι συνέδεσαν άμεσα το όνομά τους με τα υπέρμετρα δαιμονοποιηθέντα μνημόνια. Αλλά και άλλοι που απλά δεν τάχθηκαν ποτέ με την πλευρά των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων (λες και υπάρχει «φιλομνημονιακός» Έλληνας, που αγαπά, δηλαδή, τα μνημόνια!).
Δύο πρόσφατα γεγονότα – η τρομοκρατική απόπειρα κατά της ζωής ενός πρώην πρωθυπουργού που «έβαλε πλάτη» για να ξεπεράσει η χώρα μια δύσκολη στιγμή κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, και ο θάνατος, σύντομα μετά, ενός προγενέστερου πρωθυπουργού ο οποίος, σε χρόνους ανύποπτους, είχε προειδοποιήσει για μια επερχόμενη κρίση (αλλά οι πάντες εκώφευσαν) – έδειξαν ως πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη μικροψυχία και ποια είναι (αν υφίστανται καν) τα όρια του πολιτικού μίσους.
Όχημα για την έκφραση των παραπάνω ήταν – τι άλλο; – τα social media. Με βάση τους οχετούς υβριστικών λόγων που αναρτήθηκαν εκεί από ανώνυμους κι επώνυμους, έγκριτοι πολιτικοί αναλυτές σε σοβαρά μέσα ενημέρωσης (ηλεκτρονικά κυρίως) έστησαν μία ευρεία συζήτηση για το κατάντημα του πολιτικού λόγου και ήθους σ’ αυτή τη χώρα. Άρχισαν, μάλιστα, δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους ποικίλοι προβληματισμοί γύρω από την οριοθέτηση ή μη της ελευθερίας του λόγου (σε κάποιες περιπτώσεις τα ίδια τα social media αναγκάστηκαν να διαγράψουν αναρτήσεις που ξέφευγαν από τα συμβατικά όρια της «απλής» χυδαιότητας).
Μια δεύτερη, όμως, και ίσως πιο ψύχραιμη προσέγγιση στο φαινόμενο θα οδηγήσει σε έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισής του. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να αναρωτηθεί αν θα έπρεπε, τελικά, να αποδίδεται τόσο μεγάλη πολιτική βαρύτητα σε μία ανάρτηση σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα κι αν αυτή υπογράφεται από ένα δημόσιο πρόσωπο. Το ερώτημα καθίσταται ρητορικό αν δεχθούμε την «καρναβαλική» ιδιότητα των social media, όπως την περιγράψαμε νωρίτερα. Αν λάβουμε υπόψη, δηλαδή, ότι ο χρήστης συχνά (αν και δεν θα το διατυπώσουμε ως γενικό κανόνα) προβάλλει ένα κομμάτι εαυτού που θα ήταν αδύνατο να επιδείξει στις καθημερινές του λειτουργίες ως κοινωνικό μέλος, ή ακόμα και ως θεσμικό πρόσωπο.
Με απλά ελληνικά: Ποιος (θα ‘πρεπε να) δίνει σημασία σε προσωπικές θέσεις που αναρτώνται στα social media; Αν το ρητορικό αυτό ερώτημα παρεμφαίνει απαξίωση των μέσων αυτών και των χρηστών τους, ας μην κριθούν γι’ αυτό εκείνοι που τυχόν το θέτουν, αλλά τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα που αποτυγχάνουν να «φιλτράρουν» την ποιότητα των αναρτήσεων. Ένα επιστημονικό άρθρο έχει κύρος διότι περνά από αξιολόγηση πριν δει το φως της δημοσιοποίησης. Το ίδιο και ένα κείμενο σε ένα έγκριτο έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης. Στα social media, από την άλλη, κάθε «πικραμένος», κάθε οργισμένος, ή απλά κάθε λάτρης της κοινής πρόκλησης, είναι ελεύθερος να εκφορτίσει δημόσια τα απωθημένα της ψυχής του υπό τις επιδοκιμασίες (συχνά συνοδευόμενες από χαμηλής αισθητικής πολύχρωμα εικονίδια) εκατοντάδων ή ακόμα και χιλιάδων «φίλων». Γιατί αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα μιας σοβαρής πολιτικής ανάλυσης;
Τούτων λεχθέντων, και προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών των θέσεών μας, θα πρέπει να τονιστεί ότι ένα δημόσιο πρόσωπο κρίνεται και από τις σκέψεις που καταθέτει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ότι δεν αποδίδουμε, π.χ., ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα σε μία ευτελή ή χυδαία ανάρτηση ενός πολιτικού προσώπου δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαμε, εν τούτοις, να πάρουμε το πρόσωπο αυτό στα σοβαρά όταν εκφράζεται εκτός κοινωνικών δικτύων. Απλά, μαζί με την ανάρτηση απαξιώνουμε οριστικά και το πρόσωπο, σε όλες του τις εκφάνσεις!
Κλείνω με μία συμβουλή που πηγάζει από προσωπική εμπειρία: Αν δεν μπορείς να αντέξεις τη φασαρία του καρναβαλιού και τη συνύπαρξη με τόσους μασκαράδες, πέτα τη στολή και φύγε! Οι λογαριασμοί στα social media μπορούν να κλείνουν τόσο εύκολα όσο ανοίγουν. Το κόστος ενός βραχύβιου συνδρόμου εξάρτησης είναι ασήμαντο μπροστά στο αίσθημα απελευθέρωσης που μένει, και στην επιστροφή σε μια παλιά, ξεχασμένη κανονικότητα ζωής. Εκεί που οι φίλοι είναι φίλοι. Δίχως τα εισαγωγικά…