Σπάνια στην ιστορία συντελούνται ταυτόχρονα τόσες και τόσο μεγάλης έκτασης και σημασίας μεταβολές στην πολιτική αρχιτεκτονική του κόσμου όσο συμβαίνει αυτή την ώρα σε βαθμό που να μπορεί πλέον κανείς να πει με ασφάλεια ότι ένας νέος κόσμος γεννιέται. Ενας κόσμος στον οποίο σχεδόν από κάθε άποψη η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρό του, ή, έστω, πολύ κοντά σε αυτό.
Το πιο πρόσφατο – και τεράστιας σημασίας – γεγονός, έχει να κάνει με τη ραγδαία απομόνωση του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και τις χώρες του κόλπου. Αποτέλεσμα της πρόσφατης επίσκεψης Τραμπ στο Ριάντ, όπως ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε, η περικύκλωση του Κατάρ από τόσες και τέτοιας σημασίας χώρες σχετίζεται πρωτίστως με την υπόθεση της χρηματοδότησης της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας, αλλά, ταυτόχρονα, εξίσου και με την απομόνωση του Ιράν με το οποίο η Ντόχα διατηρεί πολύ σημαντικά κοινά ενεργειακά συμφέροντα.
Οι εξελίξεις στο Κατάρ, το πλουσιότερο αναλογικά κράτος και πιθανότατα ο μεγαλύτερος διεθνής κρατικός επενδυτής στον κόσμο μετά την Κίνα, συνδέονται έτσι άμεσα με παγκόσμιας εμβέλειας ζητήματα, από την τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, μέχρι τις επιθέσεις των ισλαμιστών τρομοκρατών στον Δυτικό Κόσμο, αλλά και με τη διαμόρφωση νέων πολιτικών, αμυντικών και οικονομικών συμμαχιών ευρείας κλίμακας με κορυφαία εκείνη της οριστικοποίησης της πλεύσης της Σαουδικής Αραβίας στο πλευρό των ΗΠΑ και της ταυτόχρονης απομόνωσης του Ιράν.
Αυτό το νέο στρατόπεδο όμως δεν είναι το μόνο που διαμορφώνεται σήμερα: την ίδια στιγμή, για διαφορετικούς λόγους, «τσιμεντώνεται» η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, κάτι που αύριο μπορεί να τη φέρει τελικά και εκείνη πολύ κοντά στο Ιράν, ενώ ήδη την έχει οδηγήσει στην αγκαλιά της Μόσχας: η Ρωσία εξοπλίζει την Αγκυρα με πυραύλους S400, σχεδιάζουν μαζί επενδύσεις δισεκατομμυρίων στην ενέργεια, ακόμα και την πυρηνική, ενώ μοιράζονται πλέον απόλυτα την αντιδυτική ρητορική σε όλα τα επίπεδα, την ώρα που οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη βρίσκονται στο Ναδίρ και που η Ουάσιγκτον στέλνει πλέον ανοικτά σημαντικό οπλισμό στους Κούρδους αγνοώντας παντελώς τις τουρκικές διαμαρτυρίες. Εν μέσω όλων αυτών, η Τουρκία, που διατηρεί στενότατους δεσμούς με το Κατάρ, επιχειρεί να παρέμβει και η ίδια διπλωματικά στην κρίση.
Εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικό, είναι ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η βάση του Ιντσιρλίκ απειλείται από την άμεση αποχώρηση συμμαχικών δυνάμεων – κίνηση με τεράστια στρατηγική σημασία: οι Αμερικανοί ήδη βλέπουν πια όλο και περισσότερο προς τη Σούδα, ενώ η Γερμανία προσανατολίζεται στη μετεγκατάσταση των δικών της δυνάμεων που αποχωρούν από την Τουρκία κατά πάσα πιθανότητα στην Ιορδανία.
Εν μέσω όλων αυτών, μια φαινομενικά άλλου τύπου διάσταση απόψεων, αυτή για το κλίμα, φέρνει ακόμα πιο κοντά το Βερολίνο με το Πεκίνο σε μία ήδη στενότατη σχέση ενώ δημιουργεί επιπλέον συνθήκες απομάκρυνσης ΗΠΑ – Ευρώπης, την ώρα που το BREXIT εισέρχεται από μεθαύριο, μετά τις βρετανικές εκλογές, στην τελική ευθεία με τις διαπραγματεύσεις να ξεκινούν μόλις εκλεγεί η νέα κυβέρνηση στο Λονδίνο κι αυτό υπό το βάρος της μάστιγας της ισλαμικής τρομοκρατίας να έχει πλέον καταστεί de facto καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων.
Στο περιθώριο όλων αυτών, εξελίξεις που μέχρι προχθές φάνταζαν κοσμογονικές για τη Γηραιά Ηπειρο, όπως η άνοδος του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, σήμερα μοιάζουν με υποσημειώσεις. Όμως κανείς δεν πρέπει να υποτιμά το γεγονός ότι ο Γάλλος επίτροπος οικονομικών της Ε.Ε. Πιερ Μοσκοβισί δηλώνει ανοικτά ότι αν η Ευρωζώνη δεν αλλάξει αμέσως πολιτική βλέπει εξέγερση λαών στα κράτη μέλη της.
Ολα αυτά, τα οποία συμβαίνουν ταυτόχρονα, και στα οποία, ως προς την Ελλάδα ειδικά πρέπει να προσθέσει κανείς και την έντονη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, συνθέτουν αδιαμφισβήτητα την πορεία προς έναν νέο κόσμο – παράλληλα, η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της πτώχευσης, του διεθνούς οικονομικού ελέγχου και της εξαιρετικά δύσβατης επιστροφής σε μία κανονικότητα.
Όλα αυτά που εξελίσσονται στον κόσμο είναι πλέον δεδομένα. Το μόνο που δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο, είναι το αν αυτή η πορεία θα είναι ή όχι αναίμακτη, κάτι που, πάντως ιστορικά πολύ σπάνια συμβαίνει σε τέτοιου βεληνεκούς μεταβολές παγκόσμιας, ουσιαστικά, κλίμακας.
Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ελλάδα πρέπει πρώτον να κατανοήσει το γρηγορότερο δυνατό συνολικά τις εξελίξεις, δεύτερον να διαμορφώσει εθνική πολιτική έναντι αυτών και, τρίτον να συνειδητοποιήσει ότι πλέον οφείλει να είναι ενωμένη όσο ποτέ αν θέλει να εξέλθει «όρθια» από αυτό το σαρωτικό επερχόμενο παγκόσμιο τσουνάμι της ιστορίας. Αν πάντως καταφέρει, σε τόσο σύνθετες και δυσχερείς συνθήκες, να επιλέξει και να πράξει ορθά, να διακρίνει το ρόλο και τις δυνατότητες που της επιφυλάσσονται, μπορεί να εξέλθει και κατά πολύ ισχυρότερη όταν θα καταλαγιάζει πια η εποχή των κρίσεων.