Δεν ηττάται. Δεν απειλείται καν. Δεν σπάει, δεν λυγίζει, δεν λοξοδρομεί. Η Αγκελα Μέρκελ είναι, χωρίς αμφιβολία, μία ατσάλινη καγκελάριος. Και υπάρχει εξήγηση γι αυτό.
Η Μέρκελ ανέλαβε την ηγεσία της χώρας της το Νοέμβριο του 2005, συμπληρώνοντας ήδη δώδεκα χρόνια στο τιμόνι της μεγάλης ενιαίας Γερμανίας. Ηδη η διάρκεια της θητείας της αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός για οποιονδήποτε άλλο ηγέτη δυτικής χώρας, πολύ περισσότερο που το Φθινόπωρο πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, να την ανανεώσει πανηγυρικά για μία ακόμη τετραετία, κάτι που, αν συμβεί θα την καταστήσει μακράν την μακροβιότερη ηγέτη όχι μόνον της Γερμανίας αλλά ολόκληρου του δυτικού κόσμου και όχι απλώς σήμερα αλλά, πιθανότατα, στην ιστορία εν γένη.
Περιττό να προσθέσει κανείς ότι στην ηγεσία του κόμματός της εκλέγεται με ποσοστά που υπερβαίνουν το 90%. Με άλλα λόγια, η ηγεσία της αφήνει πίσω ακόμα και αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων όπου ο δημοκρατικός κανόνας δεν ισχύει, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, λ.χ. τον Ρώσο ή τον Τούρκο πρόεδρο.
Η εξήγηση για όλα αυτά είναι προφανής: το 2005 η Μέρκελ παρέλαβε μία ισχυρή οικονομικά αλλά, ακόμα τότε, δευτερεύουσα σε πολιτική σημασία, Γερμανία. Στα χρόνια που βρίσκεται στην καγκελαρία μετέτρεψε τη χώρα της όχι μόνον από ισχυρή σε άπιαστη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, αλλά και σε αδιαμφισβήτητο πολιτικό ηγέτη της Γηραιάς Ηπείρου – κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί ιστορικά.
Όμως, όλα αυτά τα επιτεύγματα αφορούν τη Γερμανία, την ίδια της τη χώρα. Αλλά, σε όλο αυτό το διάστημα, τι γίνεται με την Ευρώπη; Ισχύουν τα ίδια, ή έστω αντίστοιχα; Είναι προφανές ότι όχι μόνον δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά, αντιθέτως, η Ευρώπη διανύει τη χειρότερη και πιο φυγόκεντρη περίοδό της από την εποχή που εξήντα χρόνια πριν υπογράφηκε η Συνθήκη της Ρώμης.
Στην πραγματικότητα, η εποχή Μέρκελ συνιστά θρίαμβο για τη Γερμανία και εξ ου και η αδιατάρακτη πολιτική της παντοδυναμία, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες «αντίπαλοί» της αδυνατούν έστω και ελάχιστα να κλονίσουν – κινδύνευσε μόνον για ένα διάστημα από το μεταναστευτικό, την ακροδεξιά και λίγο από την τρομοκρατία -, αλλά, ταυτόχρονα, και μία χαμένη δεκαετία για την Ευρώπη.
Πρόκειται για μία περίοδο στην οποία για πρώτη φορά οι τάσεις διάλυσης υπήρξαν τόσο ισχυρές στην Ενωση: η γερμανική Ευρώπη, όσο κι αν δεν της φαίνεται με γυμνό μάτι, ήδη τρίζει σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από μόλις πριν λίγα χρόνια. Και υπάρχουν ακόμα και οι ισορροπίες με τη Γαλλία που δεν έχουν διαμορφωθεί τελεσίδικα, όπως και με την Ιταλία.
Κύριο εξαγόμενο αυτών των τάσεων, το BREXIT. Και αποτέλεσμά του, οι σημερινές εκλογές στη Βρετανία, από τις οποίες πιθανολογείται η «κανονική» πλέον εκλογική εγκατάσταση της Τερέζα Μέι στην πρωθυπουργία – υπάρχει πάντοτε και το ενδεχόμενο της έκπληξης, αλλά αυτό θα το ξέρουμε τελικά το βράδυ.
Αν πάντως νικήσει η Μέι, στο επόμενο διάστημα θα «αναμετρηθούν» δύο γυναίκες: η ίδια με την Μέρκελ. Θα αναμετρηθούν στο BREXIT, στη γεωπολιτική επιρροή, στην οικονομική ανάπτυξη, τελικά, στην πολύ παλιά αναμέτρηση ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις και εκείνες της «Μεσευρώπης». Η Μέρκελ θα ηγείται ουσιαστικά της Ε.Ε., ενώ η Μέι θα σχηματίζει μία ακόμα πιο στενή αγγλοσαξωνική συμμαχία με τις ΗΠΑ.
Οι μορφές και, πολύ περισσότερο, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αναμέτρησης, είναι πάρα πολύ δύσκολο να προβλεφθούν σήμερα – σχεδόν αδύνατον. Όμως εκείνοι που υποτιμούν τη Βρετανία και που προεξοφλούσαν την καταστροφή της πριν το δημοψήφισμα για την έξοδό της από την Ε.Ε. έχουν ήδη καταλάβει πόσο τραγικά έξω έπεσαν – πρόκειται για μία χώρα με εκπληκτικές δυνατότητες ανάκαμψης σε όλα τα επίπεδα, ειδικά δε τη στιγμή που το παίγνιο μεταφέρεται εν πολλοίς στη γεωπολιτική, την οποία το Λονδίνο γνωρίζει και χειρίζεται ασφαλώς καλύτερα από ότι το Βερολίνο.
Οσον αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, ας μην σπεύσει κανείς να προεξοφλήσει με βεβαιότητα το που θα σταθούν οι δύο χώρες του ελληνισμού στα χρόνια που έρχονται μεταξύ των δύο πόλων. Ο δρόμος είναι μακρύς και οι ανατροπές πάντα ενδεχόμενες. Σίγουρα όμως η Ελλάδα, αν χειριστεί καλά αυτή τη νέα διπολική κατάσταση του ευρωπαϊκού χώρου μπορεί να βγει κερδισμένη σε σχέση με το που βρίσκεται σήμερα.
Αλλά γι αυτά είναι ακόμη νωρίς. Πρώτα απ’ όλα ας περιμένουμε το τι θα συμβεί στις εκλογές. Το βράδυ θα ξέρουμε.