Λίγο πριν ξεσπάσει η αραβική άνοιξη οι αμερικανοί διπλωμάτες μιλούσαν για την ανάγκη μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής στην ευρύτερη ισλαμική ζώνη από τη Μαυριτανία μέχρι το Πακιστάν, η οποία θα δημιουργούσε περιβάλλον ειρήνευσης και ανάπτυξης για όλο τον κόσμο.
Μιλούσαν χαρακτηριστικά για την χειραφέτηση του μουσουλμανικού κόσμου, για μια επανάσταση αντίστοιχης εκείνης που σημειώθηκε στην Ευρώπη κατά την Αναγέννηση.
Επιχειρηματολογούσαν μάλιστα σημειώνοντας ότι δεν μπορεί μια ζώνη 2 τρισ. δολαρίων να ορίζεται από βασιλιάδες, σεΐχηδες και αιμοσταγείς δικτάτορες, που μοιράζουν τον πλούτο κατά τρόπο άνισο, αγνοώντας βασικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Κατά τους αμερικανούς διπλωμάτες η περιοχή θα μπορούσε να εκδημοκρατιστεί, ανακατανέμοντας εξουσία και πόρους, ώστε να μετατραπεί σε μια μοντέρνα οικονομική και εμπορική ζώνη όπως αρμόζει στα ήθη της Ανατολής και να συμβάλει έτσι στην αναγέννηση της ευρύτερης περιοχής, προσφέροντας ευκαιρίες ανάπτυξης, ικανές να απαλλάξουν τη Δύση και από την τρομοκρατική απειλή.
Στη βάση αυτής της ιδέας στηρίχθηκαν τα κινήματα απελευθέρωσης που αναπτύχθηκαν στη βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, όπως και η πολιτική προσέγγισης του Ιράν με σκοπό την άμβλυνση πλευρών του θεοκρατικού καθεστώτος και την ενσωμάτωση ξανά της Τεχεράνης στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Επί σχεδόν μια δεκαετία οι αμερικανοί στήριξαν με διάφορους τρόπους την συγκεκριμένη προοπτική.
Στη βάση αυτής της ιδέας έγινε ότι έγινε στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Συρία και μαζί άρχισαν οι πιέσεις για τον έλεγχο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, όπως και η πίεση στη Σαουδική Αραβία να αμβλύνει την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου και να εγκαταλείψει τη στήριξη της Αλ Κάιντα και των λοιπών εξτρεμιστικών οργανώσεων.
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα δεν ευδοκίμησε, ούτε υπηρετήθηκε με συνέπεια.
Ωστόσο ήταν μια στρατηγική λογική, συνεπής προς τις γενικότερες αμερικανικές επιδιώξεις.
Ο πρόεδρος Ομπάμα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να ταιριάξει το δύσκολο παζλ της Μέσης Ανατολής και μπορεί να πει κανείς ότι τουλάχιστον είχε καταφέρει να ελέγξει το μέτωπο της Τεχεράνης.
Με τον ερχομό του Ντόναλντ Τραμπ όλη η προηγούμενη υπερδεκαετής στρατηγική των ΗΠΑ αναιρέθηκε σχεδόν στο σύνολο της.
Η συμφωνία με το Ιράν αγνοήθηκε επιδεικτικά, όπως και η διάθεση των Ιρανών να στηρίξουν τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Αντί αυτού ο Τραμπ επέλεξε να συμμαχήσει με τους Σαουδάραβες, τους οποίους στηρίζει στην αντιπαράθεση τους με το Ιράν.
Αμέσως μετά την επίσκεψη του στο Ριάντ οι Σαουδάραβες κατήγγειλαν το Κατάρ ότι στηρίζει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και άλλες εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις της Μέσης Ανατολής, που επιδιώκουν τη διάλυση του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και επιβουλεύονται την εξουσία του Σίσι στην Αίγυπτο.
Και το έκαναν αυτό επειδή το. Κατάρ έχει κοινά συμφέροντα και συνεργάζεται με το Ιράν.
Τώρα πέραν του οικονομικού αποκλεισμού επαπειλείται και εισβολή στο Κατάρ με κίνδυνο να αναφλεγεί όλη η περιοχή με ότι αυτό συνεπάγεται για τον κόσμο ολόκληρο.
Επί της ουσίας ο Τραμπ διέλυσε μονομιάς μια υπερδεκαετή στρατηγική, διέλυσε την όποια σχέση με το Ιράν και προσέφερε αντιτρομοκρατικό άλλοθι στη Σαουδική Αραβία, στην πιο ακραία δηλαδή εκδοχή του Ισλάμ στην ευρύτερη περιοχή, την οποία όλοι υποψιάζονται ως βασική πηγή χρηματοδότησης του ισλαμικού εξτρεμισμού.
Χωρίς αυτό βεβαίως να απαλλάσσει τους Καταριανούς από την αντίστοιχη κατηγορία.
Το σίγουρο είναι ότι είμαστε μάρτυρες στην καλύτερη περίπτωση της εμφανούς ασυνέχειας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και στη χειρότερη μπροστά στην εκδοχή ενός παγκόσμιου φρενοκομείου.
Κακά τα ψέματα ο κόσμος μας τείνει να γίνει παράλογος και ασυντόνιστος, χωρίς σταθερές και με ηγέτες που δεν ξέρουν που πατούν και που πηγαίνουν.
Κατά πάσα βεβαιότητα πάντως βλάπτουν τον κόσμο και είναι ικανοί να τον οδηγήσουν σε ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Για να μην μιλήσουμε για την κλιματική αλλαγή, η οποία κατά τον Τραμπ δεν υφίσταται και κατά τη ΓΕΝΟΠ είναι κατασκεύασμα των Κινέζων!