Υστερα από μήνες διαβουλεύσεων και έντονο πολιτικό παρασκήνιο στο τρίγωνο Βερολίνου – Βρυξελλών – Ουάσιγκτον, ακόμη δεν φαίνεται στον ορίζοντα η τελική λύση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Ωστόσο όσοι συμμετέχουν στις λεπτές και πολυεπίπεδες διαπραγματεύσεις σημειώνουν ότι από το Eurogroup της 22ας Μαΐου έχουν γίνει μικρά βήματα για τη διαμόρφωση του πλαισίου ελάφρυνσης (τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα) που προκρίνει η ευρωπαϊκή πλευρά, δηλαδή ο ESM, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ. Το αδιέξοδο όμως παραμένει και θα παραμείνει για όσο διάστημα το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και κατ’ επέκτασιν με τα μέτρα που προτείνονται.
«Κατ’ αρχήν συμμετοχή»
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, αυτό που περιμένει η ελληνική πλευρά από το Eurogroup είναι να αποφασιστεί η «κατ’ αρχήν συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα». Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να εγκρίνει την αξιολόγηση –ύστερα από τόσους μήνες καθυστερήσεων –και να απελευθερωθεί η δόση των 7,5 δισ. ευρώ ώστε η Ελλάδα να εξοφλήσει τα ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο και να διαθέσει ένα μέρος ως 1 δισ. ευρώ στην πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου προς ιδιώτες (προμηθευτές του Δημοσίου, ΕΟΠΥΥ κ.ά.).
Ωστόσο η «κατ’ αρχήν συμμετοχή του ΔΝΤ» δεν συνεπάγεται ότι θα ανακοινωθεί και η οριστική λύση για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, δεδομένου πως οι διαφορές Βερολίνου και ΔΝΤ παραμένουν αγεφύρωτες.
Αλλά με αυτή τη σολομώντεια λύση το ΔΝΤ θα έχει χρονικό περιθώριο τριών μηνών να αποφασίσει τι θα κάνει με την Ελλάδα. Κι αν πάλι σε αυτό το διάστημα δεν αποφασίσει, το γενικό του συμβούλιο έχει το δικαίωμα να αποφασίσει μια νέα τρίμηνη παράταση. Με το «μαρτύριο της σταγόνας» οι τελικές αποφάσεις για το χρέος μπορεί να μετατεθούν μετά τον ορίζοντα των γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσο το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και στη συνέχεια να αποφασίσει αν θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το περίφημο QE. Το πιθανότερο σενάριο είναι η ΕΚΤ να μην «προλαβαίνει» να ολοκληρώσει την προετοιμασία ως τις αρχές Ιουλίου και έτσι να μεταθέσει τον χρόνο αποφάσεων πιθανότατα για το φθινόπωρο.
Εκτός και αν…
Η μοναδική περίπτωση να επιταχυνθούν οι εξελίξεις και να υπάρξει μια «καθαρή λύση», όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, είναι το Eurogroup να λάβει μια πολιτική απόφαση τέτοια που να επιτρέπει στην ΕΚΤ την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Κι αυτό γιατί όλοι στην ευρωπαϊκή πλευρά γνωρίζουν ότι η λύση για το ελληνικό χρέος περνά μέσα από την επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων της ευρωπαϊκής βοήθειας από 15 ως 17 χρόνια, τη ρύθμιση των τόκων του δανείου του δεύτερου Μνημονίου. Επίσης όλοι έχουν συμφωνήσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ονομαστικό «κούρεμα» του χρέους, γεγονός που θα δημιουργούσε πολιτικές περιπλοκές στην ΕΕ. Αυτό που μπορεί να επανέλθει στο τραπέζι είναι να συνδεθεί το ύψος των ετήσιων πληρωμών τοκοχρεολυσίων από την Ελλάδα με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δηλαδή να πληρώνουμε περισσότερα όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός και λιγότερα όταν είναι χαμηλός. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλη και σε βάθος τεχνική προετοιμασία, που δεν έχει γίνει ακόμη.
Τα οφέλη
Οπως επισημαίνει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην τελευταία του έκθεση, «τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα επιτρέψουν να δρομολογηθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ενώ θα καταστήσουν ρεαλιστική την προοπτική επιστροφής της οικονομίας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές στο εγγύς μέλλον. Ενδεχόμενη ένταξη στο QE θα διαφοροποιήσει προς το καλύτερο το σημερινό υψηλό κόστος δανειοδότησης των συστημικών τραπεζών και θα οδηγήσει στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας για τις επιχειρήσεις και, γενικότερα, τη χρηματοδοτική στήριξη της πολυαναμενόμενης επενδυτικής ανάκαμψης».
Διαφορετικά, το Συμβούλιο εκτιμά ότι «ο κίνδυνος μιας χρόνιας στασιμότητας ελλοχεύει, απειλώντας την ελληνική οικονομία με παρατεινόμενη «(αν)ισορροπία» που θα έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την υψηλή ανεργία και την υποτονική, αν όχι αμφίβολη, μεγέθυνση».
Κρίνει ότι η αναθεώρηση της πρόβλεψης για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 κατά 1,8% (σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη για 2,7%) αποτελεί έναν σαφώς ρεαλιστικότερο στόχο. Και μπορεί να επιτευχθεί υπό προϋποθέσεις, οι κυριότερες εκ των οποίων είναι η ομαλή ολοκλήρωση του ισχύοντος προγράμματος και η ένταξη του τραπεζικού συστήματος στις ρυθμίσεις του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τσακαλώτος «ακολουθεί» Σόιμπλε και καλεί ΔΝΤ
Την εβδομάδα που πέρασε υπήρξε νέος κύκλος τηλεφωνικών επαφών του Αλέξη Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ, τον Εμανουέλ Μακρόν και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.
Οπως μεταδίδεται, συμφώνησαν να συνεχίσουν να εργάζονται εν όψει του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, και μάλιστα η κυρία Μέρκελ είναι αυτή που δίνει τη γραμμή ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να βρεθεί λύση στις 15 Ιουνίου ώστε να μην υπάρξει νέος γύρος διαπραγμάτευσης του ελληνικού ζητήματος στην προγραμματισμένη Σύνοδο Κορυφής στις 22 Ιουνίου. Επί της ουσίας κανένας δεν γνωρίζει ποια θα είναι η κατάληξη του «μπρα ντε φερ» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με το ΔΝΤ για το ελληνικό ζήτημα που θα κρίνει και τις αποφάσεις του Eurogroup. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε με δήλωση του κ. Σόιμπλε, την οποία μετέδωσε το Γερμανικό Πρακτορείο, χαρακτηρίζοντας μη ρεαλιστικές τις προβλέψεις του Ταμείου για την Ελλάδα για την ανάπτυξη. Οπως είπε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών τη Δευτέρα, «αυτή τη στιγμή διαφωνούμε με το ΔΝΤ σχετικά με τα όσα προβλέπει για την ανάπτυξη στην Ελλάδα τα επόμενα 40 με 50 χρόνια. Το Ταμείο δεν είναι έτοιμο να προβλέψει ανάπτυξη άνω του 1% για τα επόμενα 40 χρόνια».
Κι όπως σχολιάζει το Πρακτορείο, «να γιατί όλα τα προγράμματα προσαρμογής της Ελλάδας αποδείχθηκαν μάταια. Με ανάπτυξη 1%, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κλείσει το κενό με τα άλλα μέλη της ευρωζώνης».
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο κ. Τσακαλώτος δύο ημέρες μετά, την Τετάρτη, συντάχθηκε με τις θέσεις του κ. Σόιμπλε. Στην ομιλία του στη Φρανκφούρτη τόνισε: «Ζητώ σαφήνεια από το ΔΝΤ, το οποίο στο τελευταίο Eurogroup θεώρησε ότι τα μέτρα που έχουν ήδη παρθεί για το χρέος αλλά και αυτά που πρόκειται να ληφθούν δεν είναι ικανά για τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μια πολύ απαισιόδοξη εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης, γύρω στα 1%, η οποία είναι υπερβολικά απαισιόδοξη».
Στο συνέδριο του Economist ο υπουργός είπε ότι «το μέγα ερώτημα που προκύπτει για την ελληνική οικονομία είναι γιατί ενώ αυξάνεται η βιομηχανική παραγωγή, αυξάνονται η κατανάλωση και οι εξαγωγές, παρουσιάζονται απογοητευτικά αποτελέσματα στα μεγέθη ανάπτυξης κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αλλά και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017; Η βασική απάντηση βρίσκεται σε μία λέξη: Επενδύσεις. Και η απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν έχουν πάρει τα πάνω τους οι επενδύσεις βρίσκεται στην έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Και αυτή η σαφήνεια δεν υπήρξε στο τραπέζι του EG της 22ας Μαΐου. Οι επενδυτές χρειάζεται να γνωρίζουν με ποιον τρόπο η Ελλάδα πρόκειται να ανταποκριθεί απέναντι στο χρέος της βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Και αυτό είναι που ζητάμε να γίνει στο Εurogroup του Ιουνίου».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ