Tα περισσότερα πρόσφατα κείμενα για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αφορούν περιόδους κατά τις οποίες δεν κυβερνούσε. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι η μία και μοναδική πρωθυπουργική θητεία του διήρκεσε λίγο (Απρίλιος 1990-Σεπτέμβριος 1993). Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι «αρχή άνδρα δείκνυσι», αξίζει να αναρωτηθούμε ποια «μαθήματα» μπορούμε να μάθουμε από τη θητεία του ως πρωθυπουργού.
Τα οικονομικά μαθήματα δεν είναι σαφή, αφού οι επιδόσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήσαν αντιφατικές. Η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ ήταν στην αρχή της θητείας του θετική (+3,1% το 1991) και στο τέλος αρνητική (-1,6% το 1993). Ο πληθωρισμός, ο οποίος σε ετήσια βάση έτρεχε στο 23% τον Οκτώβριο του 1990, μειώθηκε στο 12% τον Οκτώβριο του 1993. Το πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε από περίπου 7% το 1990 σε 2% το 1993 (στοιχεία διεθνών οργανισμών), τάση που συνεχίστηκε και στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, από το 1990 η σχετική φτώχεια διαμορφώθηκε στο 20% του πληθυσμού και παρέμεινε στο επίπεδο αυτό για 20 περίπου χρόνια. Το γεγονός ότι επί κυβέρνησης Μητσοτάκη οι κοινωνικές δαπάνες μειώθηκαν από 19,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 1982-1989 σε 18,8% την περίοδο 1990-1993 (στοιχεία Κοινωνικών Προϋπολογισμών), επέτεινε τα φαινόμενα φτώχειας και εισοδηματικής ανισότητας.
Ο περιορισμός των κοινωνικών δαπανών πάντως αντανακλά και την πρώτη προσπάθεια που έκανε κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης να αντιμετωπίσει το κοινωνικο-ασφαλιστικό ζήτημα. Με τον νόμο 2084/1992 έγιναν παραμετρικές αλλαγές στις συντάξεις οι οποίες ανέσχεσαν, έστω προσωρινά, τον εκτροχιασμό των σχετικών δαπανών. Υπήρξαν και άλλες θετικές παρεμβάσεις. Στις προσλήψεις στη δημόσια διοίκηση επανήλθαν με τον νόμο 1943/1991 οι πανελλήνιοι γραπτοί διαγωνισμοί και επίσης, παρότι ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, με τον ίδιο νόμο θεσμοθετήθηκε η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Ανάλογα βραδυφλεγής, αλλά σωστή, υπήρξε και η εισαγωγή των μεταπτυχιακών σπουδών στα ΑΕΙ με τον νόμο 2084/1992. Στα θετικά, προσμετράται η αταλάντευτη φιλοευρωπαϊκή στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ως προς αυτά και άλλα, εκείνη η κυβέρνηση ίσως ήταν «Μπροστά από την εποχή της», όπως τιτλοφορείται το βιβλίο που συνέγραψαν συνεργάτες – υπουργοί του Μητσοτάκη (επιμέλεια Γιάννη Παλαιοκρασσά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2013).
Πάντως, εκείνη η κυβέρνηση επηρέασε το πολιτικό σύστημα κυρίως με τον εκλογικό νόμο 1907/1990. Τότε υιοθετήθηκε μια εκδοχή της «ενισχυμένης αναλογικής» που ίσχυσε σε όλες τις εκλογές έως και το 2000 και θεσπίστηκε η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ένα κόμμα δεν εκλέγει κανέναν βουλευτή αν δεν λάβει σύνολο ψήφων τουλάχιστον ίσο με το 3% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έμεινε γνωστή και για τις αλλαγές που δεν πέτυχε. Ετσι η αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρεται σχεδόν πάντοτε σε συνάρτηση με το μαθητικό κίνημα των καταλήψεων του χειμώνα 1990-1991 στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει και ο σημερινός πρωθυπουργός. Οι ιδιωτικοποιήσεις της ΑΓΕΤ-Ηρακλής και της ΔΕΗ ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες. Το ίδιο ήταν και η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών, η οποία όμως συνοδεύθηκε και από συμπεριφορές εκτός ορίων από αντιπάλους της κυβερνητικής πολιτικής. Επίσης η φυλάκιση στον Κορυδαλλό επτά εκδοτών και δημοσιογράφων για 13 ημέρες τον Σεπτέμβριο του 1991 με την κατηγορία ότι είχαν δημοσιεύσει προκηρύξεις τρομοκρατικών οργανώσεων ήταν μια πολύ προβληματική κίνηση σε μια σύγχρονη δημοκρατία.
Ωστόσο, το τελευταίο παράδειγμα δείχνει πως οι συνθήκες πραγμάτωσης ορισμένων, κατ’ αρχήν σωστών, στόχων πολιτικής μπορεί να υπονομεύσουν τους στόχους. Η ρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι δεν πρέπει οι απόψεις των τρομοκρατών, ιδιαίτερα αν συνδέονται με δολοφονίες, να απολαμβάνουν δημοσιότητα σε μια δημοκρατία ήταν μια υπερασπίσιμη ρύθμιση. Στη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης ήταν κυρίαρχη –και ως σήμερα παραμένει κυρίαρχη –η εσφαλμένη ιδέα ότι οι πολίτες και ιδίως οι δημοσιογράφοι έχουν μόνο δικαιώματα, δεν έχουν ευθύνες. Ομως η επιβολή της σχετικής ρύθμισης με ποινική καταστολή ήταν προβληματική. Στο φορτισμένο κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι ποινικές διώξεις κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και στο πλαίσιο του ακραίου –για τα ευρωπαϊκά δεδομένα –ελληνικού δικομματισμού, οποιαδήποτε αυταρχική κίνηση αποκτούσε γιγαντιαίες διαστάσεις αναρριπίζοντας με τη σειρά της την πόλωση.
Αν το πρώτο μάθημα από εκείνη την πρωθυπουργική θητεία ήταν ότι η Ιστορία και η συγκυρία μπορούν να ανατρέψουν την αρχική στοχοθεσία, το δεύτερο είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να έπονται των μεταρρυθμίσεων στο κυβερνών κόμμα. Ο Μητσοτάκης κυβερνούσε τη χώρα χωρίς να έχει σταθεροποιήσει την ηγεμονία του στο κόμμα. Το 1990-1993 σφοδρές αντιρρήσεις για την πολιτική του εκφράζονταν και από υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας, πολύ πριν από τη διάσπαση που προέκυψε όταν τον Ιούνιο του 1993 ιδρύθηκε η φρούδα Πολιτική Ανοιξη. Το τρίτο μάθημα της περιόδου εκείνης είναι ότι δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες επιχειρούνται ταυτόχρονα, χωρίς προτεραιότητες. Η κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέγει τις μάχες που δίνει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μεταξύ πολλών άλλων, είχε ανοίξει ταυτόχρονα μέτωπα με τα συνδικάτα του δημοσίου τομέα, τους τραπεζοϋπαλλήλους, τους υπαλλήλους των αστικών συγκοινωνιών, τους μαθητές, καθώς και εκδότες και δημοσιογράφους.
Το τελευταίο μάθημα της ίδιας πρωθυπουργικής θητείας είναι ότι, στον βαθμό που είναι εφικτό, ορισμένα προβλήματα πρέπει να λύνονται νωρίς. Επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη ήταν εφικτή μια λύση στο τότε νέο «μακεδονικό ζήτημα», ειδικότερα στο ζήτημα της ονομασίας της γείτονος χώρας, και ο Μητσοτάκης είχε φθάσει κοντά σε λύση. Πάντως, σε αντιδιαστολή προς τα προηγούμενα «μαθήματα», σε αυτό η κρίση μας θα πρέπει να είναι θετική. Σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους τότε αντιπάλους του, ο εκλιπών δεν θέλησε να επιβιβαστεί σε ένα όχημα χωρίς φρένα, στο τρένο του εθνικισμού.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ