«Δεν θα κλάψουμε για τον ΔΟΛ, ας κλείσει όπως τόσες άλλες επιχειρήσεις που δεν μπόρεσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους» ήταν η προσέγγιση της αγοράς τον Ιανουάριο του 2017 μετά και την καταγγελία των δανείων του ΔΟΛ από τις τράπεζες σε συνδυασμό με την αδυναμία του βασικού μετόχου να οδηγήσει την εταιρεία σε μια συντεταγμένη χρεοκοπία καταβάλλοντας τουλάχιστον αποζημιώσεις και δεδουλευμένα.
Ο ιστορικός οργανισμός όμως δεν έκλεισε χάρη στην αυταπάρνηση των εργαζομένων του, οι οποίοι διατήρησαν ανοιχτά τα έντυπα, τις ιστοστελίδες και το ραδιόφωνο υποαμειβόμενοι, εν όψει τη δεύτερης ευκαιρίας που θα έδινε το καθεστώς ειδικής διαχείρισης από τις τράπεζες για την πώληση του οργανισμού.
Aυτό συνέβη για τον απλούστατο λόγο ότι το τελικό προϊόν είχε ζήτηση. Τον ακρογωνιαίο λίθο για τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης. Αυτόν τον παράγοντα υποτίμησαν εξαρχής οι τράπεζες που ήθελαν εκκαθάριση με κλειστό τον οργανισμό, ο ανταγωνισμός αλλά και η ίδια η κυβέρνηση που έβαζε συνέχεια τρικλοποδιές στο εγχείρημα αυτό. Αν ο κόσμος περιμένει την Κυριακή να σε διαβάσει, να σε ακούει καθημερινά στην μπάντα των fm και να σε επισκέπτεται στα sites τότε δεν κλείνεις.
Η παρεμβατικότητα και η κουλτούρα των μέσων του ΔΟΛ μέσα από την εργασία των ανθρώπων του έσωσε το μαγαζί.
Το θέμα όμως είναι άλλο. Αν έκλεινε τότε, 500 εργαζόμενοι θα ήταν στον δρόμο χωρίς τη δυνατότητα να ενταχθούν στο ταμείο ανεργίας. Παράλληλα, τράπεζες, Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές θα εισέπρατταν ψίχουλα σε σχέση με τις απαιτήσεις που είχαν απέναντι στην επιχείρηση. Είναι αστείο να ισχυρίζεται κάποιος ότι αν είσαι εκτός αγοράς για πέντε μήνες θα λάβεις το ίδιο αντίτιμο από τον πλειοδοτικό διαγωνισμό με αυτό που εδόθη τώρα για τον ΔΟΛ εν λειτουργία.
Τι κέρδισε όμως η ελληνική οικονομία από τη διατήρηση του ΔΟΛ στη ζωή; Η κυκλοφορία των εντύπων στήριξε κατ’ αρχάς δύο μεγάλες συγγενείς επιχειρήσεις, την εκτυπωτική Ιριδα και το πρακτορείο διανομής Αργος με εκατοντάδες εργαζομένους που αντιμετώπιζαν προβλήματα ρευστότητας. Από το τίμημα των 24 εκατ. ευρώ (μετά την αφαίρεση των εξόδων διαχείρισης), 15,6 εκατ. ευρώ θα πάνε στις τράπεζες, 2,4 εκατ. στους προμηθευτές, 3 εκατ. σε εισφορές και Εφορία και 3 εκατ. ευρώ για να καλυφθεί μέρος των οφειλομένων προς τους εργαζομένους. Χρήματα που θα επιστρέψουν στην πραγματική οικονομία.
Το κυριότερο όμως είναι ότι η συνέχιση της λειτουργίας του οργανισμού θα επιτρέψει σε 500 οικογένειες να ζήσουν αξιοπρεπώς και θα «γεμίσει» με εισφορές τα άδεια ταμεία του ΕΦΚΑ.
Η κεντρική λοιπόν ιδέα είναι ότι σε επιχειρήσεις με έμπειρο δυναμικό και προϊόν με υπεραξία να δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία. Η Ελλάδα στην κατάσταση που είναι δεν χρειάζεται κλειστές επιχειρήσεις.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ