Η μαρμάρινη ορθογώνια πλάκα, ακίνητη στον ορίζοντα από το πρωί, της δωδεκάτης Φεβρουαρίου μετέωρη πάνω από την Αθήνα, δεν είναι η μία από τις δύο Δέλτους του Μωυσή.
Δεν την έφερε ο Νοτιάς από την Αφρική. Δεν τη σκοτίζουν τα σωματίδια και τα χνώτα. Και όσοι την έχουν αντιληφθεί –κοιτάζοντας λοξά προς τα πάνω σαν να μην θέλουν να τη δουν–, όσοι τη θεωρούν σαν ένα μετεωρολογικό φαινόμενο από εκείνα που αναγγέλλουν στην τηλεόραση, δεν αντιλαμβάνονται πόσο ανεπαίσθητα μεγαλώνει και πως, αν δεν κινητοποιηθεί άμεσα η Πολεμική Αεροπορία κι αν δεν τη βομβαρδίσει, θα καλύψει σύντομα ολόκληρο τον αττικό ουρανό, πετρώνοντας τον αέρα που αναπνέουμε.
Αλλά η μαρμάρινη πλάκα δεν παραξενεύει τους ανθρώπους, όπως δεν τους παραξενεύουν τα ποιήματα, τα ζωγραφήματα, τα βήματα και οι εικόνες.
Κι ούτε καν τους αφήνει να διερωτηθούν, οι πιο περίεργοι, σε ποια οικογένεια μαρμάρου ανήκει το είδος της, από πού προέρχεται, από ποιο λατομείο της Πεντέλης εξορύχτηκε και παράπεσε καθοδόν προς την Ακρόπολη.
Κι αν αυτή η μαρμάρινη ταφόπλακα ήταν ανέκαθεν σφηνωμένη στον αττικό ουρανό; Αν είναι Μοίρα;
Μου φάνηκε λοιπόν φυσικό να αναρωτηθώ ξανα αν υπάρχει ένα μέλλον του παρελθόντος που αλλάζει αυτό το παρελθόν σε τετελεσμένο μέλλον, μεταλλάσσοντας τους Αθηναίους σε τυφλές κάμπιες, που σέρνονται σε σειρά κάτω απ’ τα πεύκα του Λυκαβηττού.
Και δεν γνωρίζω άλλη χωροχρονική μηχανή από την Ποίηση, που μετακινεί το καθετί μέσα στις χιλιετίες.
Και όχι βέβαια εκείνα τα γυαλιά της εικονικής πραγματικότητας που φόρεσε ο Τσίπρας ένα πρωί στη μολυσμένη Σαγκάη, για να δει χειρονομώντας άτσαλα το παρελθόν του μέλλοντός του, επισημαίνοντας προς τους Κινέζους, μετά τη μεταφυσική του εμπειρία, πως το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι το φως.
«Λίγα πεύκα, λίγα μάρμαρα λευκά και μια θάλασσα που λάμπει από φρεσκάδα, όπως τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης.
Μάρμαρα; Όχι, βράχοι, σαν τον μετεωρίτη που πλάκωσε τη γη στο Melancholia του Λαρς φον Τριερ, ή σαν την πέτρα στην πλάτη του Σίσσυφου, που αναρωτιέται με τα λογια του Σεφέρη, αν «το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει».
Τιποτα δέν ξαναρχίζει.
Η Ιστορία «είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενα.