Το βέβαιο είναι ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διέθετε εντυπωσιακό εκτόπισμα: ισχυρή προσωπικότητα, έντονη αυτοπεποίθηση, ζωηρή φιλοδοξία, παροιμιώδη αυτοκυριαρχία, ανεπτυγμένη πολιτική συγκρότηση, ωμό πραγματισμό. Ανήκε στην προμιντιακή γενιά πολιτικών, για τους οποίους ο πολιτικός λόγος ενδιαφερόταν περισσότερο να πείσει και λιγότερο να εντυπωσιάσει.
Οι πολιτικοί αγιογράφοι του σκιαγραφούν το πρότυπο ενός τολμηρού, ασυμβίβαστα φιλελεύθερου, εκσυγχρονιστή πολιτικού. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Ο Μητσοτάκης συγκεφαλαιώνει, σε ηγετικό επίπεδο, τις αντιφάσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας: μια χώρα με προνεωτερικούς εθισμούς που πασχίζει να γίνει σύγχρονο κράτος.
Εξέφρασε την υπαρξιακή διχοστασία πολλών νεωτεριστών πολιτικών. Από τη μια, πίστευε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, στο κράτος δικαίου και στην οικονομία της αγοράς, διέθετε σαφή αίσθηση των γεωπολιτικών προκλήσεων και αντιμετώπιζε με ενστικτώδη σύνεση τα δημόσια οικονομικά. Από την άλλη, σε κρίσιμες στιγμές, η φιλοδοξία του ήταν αχαλίνωτη, η τάση του για αυτοδικαίωση εμφανής, η ικανότητά του να αποξενώνει την κοινή γνώμη παροιμιώδης και η παλαιοκομματική του συμπεριφορά πολλαπλώς διαπιστωμένη.
Η πολιτική του διφυΐα ήταν διάχυτη: ο πολιτικός που στηλίτευε το «μεγάλο και σπάταλο κράτος» ήταν ο ίδιος που διόριζε αφειδώς τους κομματικούς του πελάτες στο Δημόσιο και, κατά τη φράση του Στ. Μάνου, «θα έκανε τα πάντα για τους «φίλους» του». Ο πολιτικός που εισήγαγε την έννοια της «διαπλοκής» στον δημόσιο βίο δεν αντελήφθη ότι περιέγραφε έτσι και τη δική του πλευρά – τα αμαρτήματα της «διαπλοκής» και το «ρουσφέτι» αφορούσαν μόνο τους αντιπάλους του! Ο πολιτικός που ενθουσιωδώς συνέβαλε στην ποινική δίωξη του μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου (του Ανδρέα Παπανδρέου) για διαφθορά, ουδέποτε εξήγησε πειστικά τον δικό του πλούτο (βλ. «ΒΗΜΑgazino», 25.2.2013). Ο πολιτικός που υπερηφανευόταν ότι ήταν και παρέμεινε «φιλελεύθερος» δεν έβλεπε τίποτε μεμπτό στη φιλία του με τον διεφθαρμένο χασάπη των Βαλκανίων Μιλόσεβιτς.
Οσοι σήμερα τον χαρακτηρίζουν ως «τον πολιτικό που ήταν μπροστά από την εποχή του» αποσιωπούν τη μεγάλη, σύνθετη εικόνα, ιδιαίτερα τις άβολες σκιές της. Ο Μητσοτάκης ήταν ένας βαθιά παράδοξος ηγέτης: ένας φιλελεύθερος φύλαρχος (η αφοσίωση σε «πελάτες» και φατρίες συνυπάρχει με διακηρυκτικά φιλελεύθερες πεποιθήσεις), αντιθεσμικά θεσμικός (οι θεσμοί, όπως π.χ. η διοίκηση και η Δικαιοσύνη, οφείλουν, σε κρίσιμες στιγμές, να υπηρετούν τις πολιτικές μας προτεραιότητες), υποκριτικά ειλικρινής (κάνε ό,τι λέω, όχι ό,τι κάνω).
Οπως συμβαίνει συχνά με ευφυείς, ικανούς και φιλόδοξους ανθρώπους, η ζωηρή φιλοδοξία του παρήγαγε έπαρση, το σύνδρομο του αήττητου, και, τελικά, σε στιγμές υψηλού κινδύνου για τη χώρα, κακή κρίση. Ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στην Αποστασία του 1965 ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Προδίδοντας τον λαοπρόβλητο πρωθυπουργό του, πρόδωσε το λαϊκό αίσθημα και στιγματίστηκε στα μάτια της δημοκρατικής κοινής γνώμης.
Ουδέποτε αναστοχάστηκε με αυθεντικότητα εκείνη την επιλογή του. «Θα έπρεπε να έχω γίνει πρωθυπουργός τη δεκαετία του ’60» επέμενε πολύ αργότερα. «Ηταν η ώρα μου». Στην ύστερη πολιτική του ζωή προσπάθησε ποικιλοτρόπως να αποπλύνει το στίγμα του «αποστάτη», κάτι που, σε μια μιντιακά κατασκευασμένη κοινή γνώμη, με ισχνή ιστορική συνείδηση και μνήμη χρυσόψαρου, μάλλον τα κατάφερε. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτή θα είναι η αποτίμηση των ιστορικών του μέλλοντος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ