«Δεν πιστεύω να με φωτογραφίζετε!» μου λέει ταραγμένη η Ζιλιέτ Μπινός όταν με βλέπει να κοιτάζω το καντράν του «μουσειακού» κινητού μου λίγο πριν καθίσουμε για αυτήν τη συνέντευξη. «Μα τι αρχαιότητα είναι κι αυτό το κινητό που έχετε;» συνεχίζει. «Σαν του γιου μου! Εχει μόνο τέτοια κινητά! Του λέω διαρκώς ότι πρέπει να πάρει καινούργιο… Και αρνείται. Γι’ αυτό και είναι μοναδικός!».
Καθόμαστε στο μπαρ «Le Silencio» των Καννών και η ηθοποιός με «συνέλαβε» ενώ ήμουν έτοιμος να κλείσω το κινητό. Τη διαβεβαιώνω ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και το κλείνω αμέσως. «Εχω γίνει παρανοϊκή!» συνεχίζει και την καταλαβαίνω απόλυτα.
Η εικόνα της Ζιλιέτ Μπινός εκείνο το μεσημέρι δεν είχε καμία σχέση με τη λαμπερή σταρ που συνηθίζουμε να βλέπουμε στην οθόνη είτε σε τελετές και εκδηλώσεις είτε ως πρωταγωνίστρια σε κάποια ταινία. Τα μαλλιά της υγρά και τραβηγμένα προς τα πίσω σαν να είχε μόλις βγει από το μπάνιο. Φορούσε ένα ξεφτισμένο τζιν παντελόνι και μαύρο μπουφάν. Καθόταν σ’ έναν καναπέ με τα πόδια της κουλουριασμένα προς τα πίσω, λες και κρύωνε παρότι έσκαγε ο τζίτζικας. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, κούραση ζωγραφισμένη στο αμακιγιάριστο πρόσωπο. Κάννες σημαίνει κόπωση και η κόπωση είναι εμφανής στην 53χρονη ηθοποιό.
«Ο κόσμος ξεχνά…»
Αφορμή για αυτήν τη συνάντηση είναι η ταινία «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» («Ma loute») με την οποία η Ζιλιέτ Μπινός δοκιμάζεται (όχι για πρώτη φορά) σε ένα είδος στο οποίο βέβαια δεν τη βλέπουμε συχνά· την κωμωδία. Κωμωδία κατάμαυρη όμως, καθώς ο σκηνοθέτης Μπρουνό Ντιμόν, με φόντο την ακτή Οπάλ στη Δυτική Γαλλία και χρόνο δραματουργίας τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα (1910), καταπιάνεται με θέματα πολύ σοβαρά, όπως η ανάδυση της αστικής τάξης, της βιομηχανίας και του καπιταλισμού και κατά προέκταση της ταξικής πάλης. Η Μπινός υποδύεται μια «τρελαμένη» αριστοκράτισσα σε μια ταινία με πολύ χιούμορ, όσο αν και η έννοια της… ανθρωποφαγίας δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με το γέλιο.
Το γεγονός ότι η Μπινός και ο Μπρουνό Ντιμόν είναι φίλοι (έχουν επίσης συνεργαστεί στο παρελθόν στην ταινία «Καμίλ Κλοντέλ») δεν έπαιξε απολύτως κανέναν ρόλο στην ανάθεση της ηρωίδας από τον σκηνοθέτη. Αντιθέτως, ο ρόλος της Οντ Βαν Πέτεγκεμ κάθε άλλο παρά εύκολα δόθηκε στην Μπινός που παραδέχθηκε ότι ο Ντιμόν είχε πολύ σοβαρές αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην κωμική εικόνα της αριστοκράτισσας που ο σκηνοθέτης είχε στο μυαλό του. «Πληγώθηκα όταν μου το είπε, πληγώθηκα πάρα πολύ. Διότι τον ήξερα. Και με ήξερε. Δεν νομίζω όμως ότι είχε υπόψη του τη δουλειά μου σε πληρότητα, ο Μπρουνό δεν βλέπει πολύ κινηματογράφο». Ωστόσο κάτι δικό της σχετικό με κωμωδία έτυχε να προβληθεί στην τηλεόραση («δεν θυμάμαι καν τι ήταν»), ο Ντιμόν το είδε και τότε πείστηκε για να της δώσει τον ρόλο της Οντ. «Πιστεύω πάντως ότι η μνήμη των ανθρώπων είναι κοντή. Εχω παίξει σε κωμωδίες αλλά πολύ απλά, πολύς κόσμος δεν το θυμάται».

Λάτρης της κωμωδίας
Για την ακρίβεια η Ζιλιέτ Μπινός λατρεύει την κωμωδία, ως ηθοποιός και θεατής. «Οι πρώτες κωμωδίες που παρακολούθησα ήταν οι μικρού μήκους του Τσάρλι Τσάπλιν που είναι τραγικές κωμωδίες» είπε. «Τις έχω όλες ακόμα στο μυαλό μου διότι σε κάνουν να συγκινείσαι και την ίδια ώρα να γελάς». Εξάλλου για την ηθοποιό κωμωδία και τραγωδία δεν πρέπει να πηγαίνουν χωριστά. «Αν τα δύο δεν συνδεθούν κάπως, τότε το αποτέλεσμα δεν θα έχει την ανθρωπιά που χρειάζεται. Η κωμωδία προέρχεται από την τραγωδία».
Μετά τον Τσάπλιν, ήρωάς της ήταν ο Τζέρι Λούις. «Εχω περάσει αμέτρητα απογεύματα στο σπίτι με τα παιδιά μου παρακολουθώντας κωμωδίες του Τζέρι Λούις. Οταν τον είδα για πρώτη φορά από κοντά ήταν εδώ στις Κάννες, τη χρονιά που τον τίμησαν. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα. «Είσαι ο ήρωάς μου!» του είπα! Είναι υπέροχο όταν η ζωή σού δίνει αυτά τα δώρα. Θυμάμαι ότι μου είπε πως είναι ο πρώτος και ίσως ο μόνος άνθρωπος που έπεσε από τα σκαλιά της αίθουσας Λιμιέρ ενώ τα… ανέβαινε!». Η ανάμνηση του στιγμιότυπου φέρνει την Μπινός στο σημείο να ξεσπάσει σε ολόκαρδα γέλια.
Για τις ανάγκες του ρόλου της, ο Μπρουνό Ντιμόν έδωσε στην Μπινός ένα link σχετικό με μια ηθοποιό των αρχών του προηγούμενου αιώνα που κατά τη δική του άποψη θύμιζε την ηρωίδα της. Η Μπινός μελέτησε τις κινήσεις της, τη συμπεριφορά της. «Ηταν δυσδιάκριτες οι γραμμές, έπρεπε πραγματικά να ψάξεις για να βρεις την πραγματική γυναίκα πίσω της» είπε. Παρακολούθησε το ντοκιμαντέρ ξανά και ξανά σε μια προσπάθεια να «πιάσω κάτι από αυτήν», με αποτέλεσμα να μην μπει στην ταινία «εντελώς τυφλή». Παρά τη «χύμα» ατμόσφαιρα που ο θεατής νιώθει βλέποντας την ταινία, ελάχιστα πράγματα στην ταινία έγιναν με αυτοσχεδιασμό, «όλα ήταν γραμμένα από πριν και τα ακολουθούσαμε πολύ προσεκτικά» είπε η ηθοποιός. «Ο Μπρουνό είναι σκηνοθέτης που θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο των όσων κάνει, δεν επιτρέπει να ξεφύγεις σε τίποτε. Και αυτό είναι απολύτως κατανοητό όταν ο χρόνος είναι περιορισμένος και οι χαρακτήρες πολλοί. Δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να έχει μπροστά του ώρες υλικού για το μοντάζ και να μην ξέρει προς τα πού πηγαίνει η ταινία».
Οι καλοί ρόλοι δεν έρχονται εύκολα και «η αναμονή είναι η μόνη λύση». Αυτό πιστεύει η Ζιλιέτ Μπινός «και είναι κάτι που ισχύει μέχρι το τελευταίο, μοιραίο λεπτό!». Για την ηθοποιό, το σοβαρότερο ζήτημα σε μια καριέρα είναι οι επιλογές που κάνεις. Για παράδειγμα, δεν πιστεύει ότι η ηλικία παίζει μεγάλο ρόλο σε ό,τι αφορά την εξέλιξη μιας καριέρας. «Ασφαλώς και οφείλεις να εργάζεσαι και να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου σε ό,τι έχεις επιλέξει. Το να αρνείσαι όμως τους ρόλους που παρουσιάζουν, π.χ. τις γυναίκες, σαν αντικείμενα δεν είναι κακό, αντιθέτως επιβάλλεται. Είμαι πολύ προσεκτική σε αυτόν τον τομέα, χωρίς βεβαίως να ξεχνώ ότι πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να βγάλω το ψωμί μου».
Αρσενικό – θηλυκό
Εξάλλου δεν πιστεύει ότι έχουν υπάρξει ιδιαίτερες αλλαγές στην καριέρα της συγκριτικά με τα νεότερα χρόνια της. «Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα μπορώ και κάνω τις εξισώσεις καλύτερα μέσα μου. Μπορώ για παράδειγμα να καταλάβω γιατί μια κινηματογραφική παραγωγή «κτίζεται» ευκολότερα αν είναι επικεντρωμένη στον άνδρα και όχι στη γυναίκα. Σε κάνει να σκέφτεσαι. Αυτό δε συμβαίνει ειδικά στην Αμερική διότι οι αμερικανικές ταινίες διαχέονται σε όλον τον κόσμο. Στην Ευρώπη, στη Γαλλία, αυτό είναι μικρότερο πρόβλημα γιατί υπάρχουν πολλές γυναίκες σκηνοθέτριες, κάτι σαν μεγάλο κύμα.
Την ίδια ώρα όμως, η Μπινός κάνει μνεία σε μια συνάντηση για μεσημεριανό που είχε με μια γαλλίδα παραγωγό (δεν την ονομάζει) η οποία της είπε ότι για τις γυναίκες παραγωγούς είναι πολύ δύσκολη η ανεύρεση χρημάτων συγκριτικά με την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλουν άνδρες παραγωγοί. «Τα μεγάλα κεφάλια που διευθύνουν τις παραγωγές είναι ανδρών!».
Η Μπινός όμως δεν πιστεύει ότι αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί επιφανειακά σαν ένα σύνθημα «άνδρας εναντίον γυναίκας». Θεωρεί ότι τα αίτια είναι βαθύτερα και έχουν να κάνουν με την ψυχολογία των ανθρώπων. «Νομίζω ότι οφείλεται στην ανδρική και τη γυναικεία πλευρά του εαυτού μας» λέει. «Αυτές οι δύο πλευρές μας μάχονται. Εμείς οι γυναίκες έχουμε μια ανδρική πλευρά και θέλουμε αυτή η πλευρά να κυριαρχήσει. Θέλουμε να της δώσουμε την εξουσία που χρειάζεται ώστε να λειτουργήσουμε. Την ίδια ώρα, η γυναικεία πλευρά του χαρακτήρα μας που έχει μια άλλου είδους ενέργεια αντιστέκεται και το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει ακόμα και φοβιστικό».
Αντιστρόφως, βέβαια, το ίδιο ισχύει και στους άνδρες. «Μα αυτή δεν είναι άλλωστε η ομορφιά; Το έχω βιώσει με άνδρες σκηνοθέτες. Οι σκηνοθέτες πριν το action και το cut συμπεριφέρονται σαν ηθοποιοί. Παίζουν έναν ρόλο. Κι όταν έχουν να κάνουν με μια γυναίκα πρωταγωνίστρια συμπεριφέρονται σαν να είναι ζευγάρι. Οταν αυτό συμβαίνει –και μου συνέβη με τον Μπρουνό –το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ αρμονικό, πολύ όμορφο. Ο Μπρουνό είναι πολύ αρρενωπός, όμως όταν σκηνοθετεί μια ταινία βγάζει μια θηλυκότητα την ώρα που όταν εγώ παίζω βγάζω μια αρρενωπότητα. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να καταλήξει σε κάτι πολύ ενδιαφέρον…».

Εξω από «κουτιά»

Μιλώντας με τη Ζιλιέτ Μπινός δεν μπορείς παρά να σκεφθείς τα τόσα και τόσα διαφορετικά πράγματα που έχει κάνει στον κινηματογράφο, από το «Ραντεβού» στις αρχές της καριέρας της μέχρι την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» που την καθιέρωσε στο διεθνές προσκήνιο ή από το «Μοιραίο πάθος» του Λουί Μαλ που την έκανε sex symbol μέχρι τον «Αγγλο ασθενή» για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ. Στις Κάννες πριν από μερικά χρόνια κέρδισε το βραβείο ερμηνείας για το «Γνήσιο αντίγραφο» του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι ενώ ανάμεσα στις συμμετοχές της είναι και σε ταινία του Ταϊβανού Χου Χσιάο Χσιέν, το «Κυνηγώντας το κόκκινο μπαλόνι». Κι αν πιάσουμε και τη δουλειά της στο θέατρο θα βρούμε σπουδαία πράγματα, με την ίδια να αναφέρει την εμπειρία της στο West End όταν ανέβασε «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλο («στο Λονδίνο δεν «παίζεις» έτσι εύκολα, οι κριτικοί μπορούν να σε κάνουν με τα κρεμμυδάκια!»). Δύσκολα λοιπόν μπορείς να κατατάξεις κάπου την Μπινός. «Κανένας δεν πρέπει να μπαίνει σε κουτί» λέει η ίδια χαμογελώντας. «Είμαστε ελεύθερα πνεύματα και οφείλουμε να το υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας. Εγώ τουλάχιστον το κάνω, είναι μέρος της διασκέδασης που μπορεί να σου προσφέρει η δουλειά μου. Το να δουλεύεις με διαφορετικούς ανθρώπους, να γνωρίζεις διαφορετικούς πολιτισμούς, διαφορετικούς τρόπους σκέψης, να αποκτάς γνώσεις για πράγματα που δεν ήξερες. Υπάρχει τίποτε καλύτερο;».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ