Ο Γιάννης Κουνέλλης έφτασε ένα πρωινό του 1993 στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ, με σκοπό να βρεθεί, όπως έλεγε ο ίδιος, η κατάλληλη δραματουργία για να οικοδομηθεί με μια ομάδα φοιτητών μια καινούργια τάξη. Το 1994 επιστρέφει στην Ελλάδα με μια μεγάλη έκθεση στο φορτηγό πλοίο «Ιόνιο» και τον Μάιο του 1997 θα επιστρέψει ξανά με το πρόσωπο του δασκάλου.
Αυτές τις ημέρες κλείνουν ακριβώς είκοσι χρόνια από τότε, όταν ταξιδέψαμε με την τάξη μας από το Ντίσελντορφ στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσουμε εκεί μια άλλη τάξη, μια ομάδα φοιτητών από τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, και να δουλέψουμε μαζί. Ο Γιάννης Κουνέλλης μας προσκάλεσε στην περιπέτεια της μάθησης μέσα από έναν ποιητικό διάλογο, με τα μέτρα και τους ρυθμούς που ορίζει η ποιητική διαδικασία. «Ημασταν έτοιμοι», όπως έγραψε ο ίδιος στον κατάλογο του εργαστηρίου μας, «να αναζητήσουμε τη φόρμα που συνθέτει, σε έναν καινούργιο χρόνο, με έναν νέο ρυθμό, την εποποιία των συναντήσεων, να ξαναβρούμε το δράμα, την ευκίνητη ψυχή που ανανεώνει εκείνη την ανάσα που η κάθε αληθινή εικόνα διαθέτει».
Τώρα, φεύγοντας, μας αφήνει σπουδαία έργα. Τα στοιβαγμένα κάρβουνα, τα σκουριασμένα σίδερα, τα σακιά με το βαμβάκι, το γυμνό κρέας, τα φλογερά λουλούδια, σαν κι αυτά που φυτρώνουν στα άγονα νησιά του Αιγαίου, τα μαχαίρια, τα κρεμασμένα έπιπλα, τις καπνισμένες κουβέρτες, τα τρένα, τις ράγες, το παλτό στον τοίχο. Μας αφήνει και την αληθινή εικόνα του δημιουργού, με ανακατεμένα από την αγρυπνία τα μαλλιά, με μαυρισμένα από το κάρβουνο της δουλειάς τα χέρια.
Ενώ αποτυπώθηκε εμβληματικά η σορός του πάνω στη σκηνή της ανθρώπινης τελετουργίας για την τελευταία κοινωνική παράσταση, κοιτάζω ξανά προς το μέρος της φιγούρας του, μόλις που τη διακρίνω να κατευθύνεται αργά, και να χάνεται στον κόσμο των σκιών. Ομως, είναι ζωντανός ο ήχος της φωνής του στα αφτιά μου.
Ο Γιάννης Κουνέλλης κατέκτησε και μίλησε άπταιστα τη γλώσσα της διδαχής. Μίλησε με τα χρυσά σφαλισμένα χείλη του καλλιτέχνη, μέσα από τις περιπέτειες και την οδύνη που σφράγισαν τον άνθρωπο της εποχής του. Με σπάνια ευαισθησία και σεβασμό προς τους μαθητευόμενους, μίλησε μια γλώσσα άπιαστη, βαθύτατα ανθρώπινη και ανθρωποκεντρική, διαλεκτική και ταυτόχρονα επιτακτική προς την εποχή της, για όλα αυτά που μόνο η τέχνη, αδιαπραγμάτευτα, μπορεί να φτιάξει και να δείξει στο ανθρώπινο μέτρο της. Μας μετέφερε την αγάπη για την αλήθεια, το πάθος για την ελευθερία, την επιθυμία για το μεγαλειώδες ταξίδι προς τον άλλο, την αξία της επαναστατικής εικόνας.
Η αναχώρησή του από τον πραγματικό κόσμο δεν σηματοδοτεί και το τέλος της σχέσης μας μαζί του. Οι λέξεις του δασκάλου, σαν αδιόρατη ανάσα, τόσο εύθραυστη και ταυτόχρονα τόσο ισχυρή, πνέουν έμψυχες από το παρελθόν, διασχίζουν παλλόμενες το παρόν, ηχούν και μας συνοδεύουν σε ανύποπτους χρόνους.
Η τάξη, ζωντανή, για μια τελευταία φορά, ενώνεται νοερά σαν Χορός, και σύσσωμη σηκώνει στον ώμο της το βάρος της σορού του δασκάλου, και την αποχαιρετά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ