Το περσινό δημοψήφισμα για το Brexit στη Βρετανία και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ αποτέλεσαν τα σύμβολα της λαϊκιστικής εξέγερσης κατά των παγκόσμιων ελίτ. Η Γαλλία, αντιθέτως, επιλέγοντας τον Εμανουέλ Μακρόν εξέλεξε πρόεδρό της τον κατ’ εξοχήν «άνθρωπο του Νταβός», έναν υπερήφανο τεχνοκράτη υπέρμαχο της παγκοσμιοποίησης που ταυτίζεται με τους πιο ελιτίστικους οικονομικούς, διοικητικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς της χώρας.
Αλλά απομακρυνθείτε από αυτά τα πολιτικά κλισέ, όπως έκανα εγώ κατά τη διάρκεια του μήνα, όταν έφυγα από τη Βρετανία και την προεκλογική εκστρατεία για να παρευρεθώ στο Παγκόσμιο Συνέδριο του Ινστιτούτου Milken στο Λος Αντζελες. Πρόκειται για την αμερικανική εκδοχή του Νταβός, όπου όμως δίνεται περισσότερο βάρος στην επιχειρηματικότητα και η παρουσία της αμερικανικής κυβέρνησης είναι ισχυρή.
Ακούγοντας, εκεί, τον αμερικανό υπουργό Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, τον υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ Γουίλμπουρ Ρος, πλήθος αξιωματούχων του Κογκρέσου και επιχειρηματιών, κατάλαβα ότι η εκλογή του Τραμπ αποτελεί απλώς μια προσωρινή παρέκκλιση. Οι ΗΠΑ λοξοδρόμησαν στο θεματικό πάρκο της εθνικιστικής νοσταλγίας αλλά εξακολουθούν να εστιάζουν στο μέλλον και στα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, όχι στο τίμημα. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου κατέστη ξεκάθαρο ότι ο Τραμπ δεν θα εφαρμόσει τις περισσότερες από τις πολιτικές του.
Η αποκαλούμενη «Ζώνη της Σκουριάς» (Rust Belt) δεν θα επωφεληθεί από μια αύξηση των δαπανών για έργα υποδομής. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Μεξικό ή την Κίνα δεν θα αλλάξουν σημαντικά. Οι κύριες προτάσεις του Τραμπ για τη φορολογία δεν θα περάσουν από το Κογκρέσο. Και όσον αφορά την υπόσχεσή του να «καταργήσει και να αντικαταστήσει» το Obamacare, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης τελικά το νομοσχέδιο του προκατόχου του θα «τροποποιηθεί» και θα «βελτιωθεί».
Επειτα από αυτήν τη βουτιά στον αμερικανικό ρεαλισμό, η επιστροφή μου στην πραγματικότητα της βρετανικής πολιτικής ήταν βαθιά απογοητευτική. Ενώ στις ΗΠΑ χρειάστηκαν μόνο 100 ημέρες για να γίνει αντιληπτή (και να ξεπεραστεί) η «εναλλακτική πραγματικότητα» του Τραμπ, στη Βρετανία σχεδόν κανένας δεν αμφισβητεί την πραγματικότητα του Brexit, παρά την απροσδόκητη ευκαιρία που προσφέρουν οι εκλογές του Ιουνίου ώστε να αποφευχθεί μια αυτοκαταστροφική ρήξη με την Ευρώπη.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τις διαφορετικές αντιδράσεις της κοινωνίας των πολιτών στις ΗΠΑ και στη Βρετανία στον εθνικιστικό λαϊκισμό; Στην Αμερική, η άμεση αντίδραση σε πολιτικές παράλογες (οικονομικά ανέντιμες και διπλωματικά αδύνατες) είχε ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση της αντιπολίτευσης και την έναρξη ενός έντονου δημόσιου διαλόγου. Οι Δημοκρατικοί εμφανίστηκαν εξαιρετικά ενωμένοι ενώ οι κωμικοί της τηλεόρασης ήταν ακόμα πιο αποτελεσματικοί, εκατομμύρια προοδευτικοί ψηφοφόροι κατέβηκαν στους δρόμους, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξεκίνησαν αδυσώπητες έρευνες και η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών έλαβε 24 εκατομμύρια δολάρια εντός 24 ωρών από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποπειράθηκε να απαγορεύσει την είσοδο των μουσουλμάνων στη χώρα. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, άρχισαν αμέσως να ασκούν πιέσεις για να εμποδίσουν την εφαρμογή των όποιων πολιτικών του Τραμπ θα μπορούσαν να απειλήσουν τα συμφέροντά τους.
Συγκρίνετε τώρα τις ενέργειες της αμερικανικής αντιπολίτευσης με την παθητικότητα που παρατηρείται στη Βρετανία μετά το δημοψήφισμα. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ αποτελεί μια κατά πολύ μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αναταραχή σε σύγκριση με τις όποιες πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά το Brexit έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο δόγμα το οποίο κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Σε αντίθεση με τις επιθετικές ενέργειες των επιχειρηματικών λόμπι στις ΗΠΑ εναντίον των προεκλογικών υποσχέσεων του Τραμπ, καμία μεγάλη βρετανική εταιρεία δεν προσπάθησε να προστατεύσει τα συμφέροντά της και κανένας δεν δήλωσε δημόσια ότι το δημοψήφισμα δεν εξουσιοδότησε την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να αποκλείσει τη συμμετοχή της Βρετανίας στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και στην τελωνειακή ένωση μετά την έξοδο της χώρας από την ΕΕ.
Ακόμα χειρότερα, το ταμπού όσον αφορά την αμφισβήτηση του Brexit δεν δικαιολογείται μέσω λογικών επιχειρημάτων, οικονομικής φύσης ή που σχετίζονται με το εθνικό συμφέρον. Αρκεί η επίκληση στη «λαϊκή βούληση». Αυτή η ανατριχιαστική φράση, μαζί με τους «εχθρούς του λαού», αποτελεί τη βάση της (εθνικιστικής) ρητορικής. Αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά: στις ΗΠΑ, αυτός ο πρωτο-φασιστικός λόγος είναι περιθωριακός. Στη Βρετανία, ακόμη και τα κύρια μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμα και μέλη του Κοινοβουλίου συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους του Brexit αντιδημοκράτες, δολοπλόκους και σαμποτέρ της πατρίδας.
Ο Ανατόλ Καλέτσκι είναι οικονομολόγος και πρόεδρος της Gavekal Dragonomics.
HeliosPlus