Πώς μπορούν τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια να αλλάξουν όψη; Να εκσυγχρονισθούν, να προσαρμοστούν σε ευρωπαϊκά standards, να γίνουν αποτελεσματικότερα προς όφελος του πολίτη; Ποιος είναι ο δρόμος που «δείχνει» η Ευρώπη; Τις απαντήσεις στα μείζονα αυτά ερωτήματα δίνει το βιβλίο «Δημόσιες Πολιτικές για τη Μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης», του επίκουρου καθηγητή στο ΑΠΘ και Συμβούλου Επικρατείας κ. Μιχάλη Πικραμένου, το οποίο και παρουσιάζεται σήμερα Τρίτη στις 6.30 το απόγευμα, στη Νομική Βιβλιοθήκη (Μαυρομιχάλη 23, αίθουσα Ευρώπη).
Προεδρεύων στην εκδήλωση είναι ο κ. Χρίστος Γεραρής, επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ, και ομιλητές ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, η κυρία Ευτυχία Φουντουλάκη, Γενική Επίτροπος των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και ο κ. Γεώργιος Δελλής, αναπληρωτής καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών.
«Η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, όπως και του ελληνικού κράτους στο σύνολο του, τίθεται μετ΄ επιτάσεως, στην εποχή της κρίσης που βιώνει τραυματικά ο τόπος», σημειώνει ο κ. Πικραμένος. «Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν ανάγκη που ξεπηδούσε διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς να βρίσκει ανταπόκριση από τις κάθε είδους ηγεσίες, αλλά και από την κοινωνία, καθώς στην εποχή της επίπλαστης ευμάρειας, λίγοι ήσαν εκείνοι που τολμούσαν να μιλήσουν για τομές οι οποίες – όπως είναι φυσικό – θα προκαλούσαν αντιδράσεις και θα συναντούσαν αντιστάσεις, εφόσον θα έθιγαν κεκτημένα».
Ο συγγραφέας στηλιτεύει εκτενώς στο βιβλίο τα κεκτημένα αυτά και τις δυσλειτουργίες που προκαλούν, δίνει βαρύτητα στις τομές που επιβάλλονται, και συνιστά λύσεις που έχουν δοκιμαστεί στο ευρωπαϊκό δικαστικό γίγνεσθαι_ ο ίδιος εξάλλου έχει -βάσει της εμπειρίας του- σφαιρική εικόνα για το τι συμβαίνει όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, στο πεδίο των δικαστικών συστημάτων.
Ο κ. Πικραμένος προτείνει αναδιάταξη της δικαστικής χωροταξίας και νέες μεθόδους διαχείρισης της δικαστικής ύλης, τόσο από τις διοικήσεις των δικαστηρίων όσο και από τους διοικητικούς δικαστές σε επίπεδο ατομικό. Παρά το γεγονός ότι τονίζει ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι αχρείαστη για τις μεγάλες τομές που απαιτούνται, εντούτοις καταθέτει σκέψεις και για τροποποιήσεις του Συντάγματος σε προσεχή αναθεώρηση. Αναφέρεται αναλυτικά στις ευρωπαϊκές δημόσιες πολιτικές για τη δικαστική χωροταξία και τη διαχείριση του δικαστικού χρόνου, παραθέτει παραδείγματα ευρωπαϊκών κρατών που έχουν ήδη κάνει ένα βήμα μπροστά, αξιολογεί συγκριτικά το υλικό του.
Η προσπάθεια καταγραφής της ελληνικής δικαστικής πραγματικότητας διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Αποτυπώνονται τα βασικά πληθυσμιακά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε πόλης που είναι έδρα Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Εφετείου ∙ Καταγράφονται για κάθε δικαστήριο οι κτιριακές και τεχνολογικές υποδομές, αριθμητικά δεδομένα.
Αναμφισβήτητα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη κερδίζει το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, που επιγράφεται ως «Η μεταρρύθμιση του κράτους και του δικαστικού συστήματος στην εποχή της κρίσης: το μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στη νύχτα», στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί μια αξιολόγηση της στάσης του πολιτικού συστήματος, διαχρονικά, ως προς το κρίσιμο ζήτημα των δημόσιων πολιτικών. Στο σημείο αυτό διατυπώνει και την πρότασή του για ένα νέο δικαστικό χάρτη, με πυλώνα την τεχνολογία. Γιατί αυτό είναι το νέο πρόσωπο που οφείλει να έχει η Δικαιοσύνη και το δια ταύτα του βιβλίου: λιγότερα, μεσαίου μεγέθους διοικητικά δικαστήρια, στελεχωμένα με ικανό αριθμό δικαστών, άρτια εξοπλισμένα έτσι ώστε να μπορεί να γίνει πραγματικότητα η cyberjustice:
ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονική παρακολούθηση της πορείας των υποθέσεων, ακόμη και πραγματοποίηση τηλεσυνεδριάσεων.