Η αναζήτηση λύσεων στο σταυρόλεξο «Τουρκία» βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης που διοργανώθηκε από το «Delphi Economic Forum» το πρωϊ της Τρίτης 30 Μαϊου, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, με ομιλήτρια την Γκάλια Λίντεστραους, μία από τους βασικούς αναλυτές της γνωστής ισραηλινής δεξαμενής σκέψης «The Institute for National Security Studies» (INSS).
Στη συζήτηση, στην οποία βρέθηκαν μεταξύ άλλων η πρέσβης του Ισραήλ στην Αθήνα Ιρίτ Μπεν – Άμπα και ο Τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος και την οποία συντόνισε ο Κωνσταντίνος Φίλης, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), ετέθησαν επί τάπητος τόσο οι κοινωνικές και οικονομικές δυναμικές της σημερινής Τουρκίας, όσο και η σύγχρονη εξωτερικής της πολιτικής.
Η κυρία Λίντεστραους παρατήρησε ότι το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος επέτρεψε μεν στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να περάσει το σχέδιό του για αλλαγή του πολιτεύματος από Κοινοβουλευτική σε Προεδρική Δημοκρατία, αποκάλυψε δε μία διχασμένη χώρα. Ο διχασμός αυτός είναι τόσο γεωγραφικός, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ο κ. Ερντογάν έχασε σε όλες τις μεγάλες πόλεις – ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη – όσο και βαθιά κοινωνικός. Και τούτο διότι είναι σαφές ότι τα πλέον μορφωμένα κοινωνικά στρώματα ψήφισαν «Όχι», ενώ οι πολίτες χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου «Ναι».
Παράλληλα, ο κ. Ερντογάν δεν κρύβει την πρόθεσή του να επιβάλλει ουσιαστικά ένα μονοκομματικό καθεστώς και για τον λόγο αυτό ο στόχος του θα είναι, από εδώ και στο εξής, η επικράτηση τόσο στις επόμενες προεδρικές όσο και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές κρίνεται από τον κ. Λίντενστραους ως μονόδρομος.
Η τουρκική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε μετάβαση την περίοδο που διανύουμε. Σύμφωνα με την αναλύτρια του INSS, θα πρέπει να γίνει μία διάκριση μεταξύ των σχέσεων της Άγκυρας με τους παραδοσιακούς της συμμάχους (ΗΠΑ και ΕΕ) και των «νέων» συμμάχων. Ουσιαστικά σήμερα, η Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά στο ιρακινό Κουρδιστάν (και τούτο παρά το γεγονός ότι επίκειται δημοψήφισμα στην περιοχή για την ανεξαρτησία, εξέλιξη που δεν θα δυσαρεστούσε το Ισραήλ) και στο Κατάρ (όπου πρόσφατα εγκαινίασε και στρατιωτική βάση) παρά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Αρχικά, η Άγκυρα ήλπιζε ότι με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ θα βελτιώνονταν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο αυτή η προσδοκία, έπειτα από την απόφαση του κ. Τραμπ να τροφοδοτήσει με βαρέα όπλα τους Κούρδους της Συρίας, δεν έχει προς το παρόν ευοδωθεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις της κυρίας Λίντεστραους σε σχέση με τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Όπως επεσήμανε, είναι ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις κινούνται προς μία λογική ειδικής ή προνομιακής σχέσης όπως είχαν στο παρελθόν περιγράψει η Γαλλία και η Γερμανία. Ένα από τα σενάρια που κυκλοφορούν και θα μπορούσαν να υιοθετηθούν θα ήταν αυτό μίας σχέσης που θα πλησιάζει αλλά δεν θα είναι πλήρης ένταξη (membership minus). Το γεγονός δε ότι αυτή την περίοδο συζητείται η νέα σχέση ΕΕ – Βρετανίας, λόγω Brexit, ίσως δείξει τον δρόμο.
Τέλος, η κυρία Λίντεστραους σημείωσε ότι σε σχέση με την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις θα μπορούσαν να επηρεαστούν από το αν η εξαγωγή του φυσικού αερίου θα περάσει από την Τουρκία ή όχι. Αναφορικά με τον αγωγό East Med, η ισραηλινή αναλύτρια εμφανίστηκε διστακτική, τονίζοντας ότι λόγω και του υψηλού κόστους θα απαιτηθούν μεγαλύτερες ποσότητες για να καταστεί αυτό το έργο βιώσιμο.