Ικμπάλ Χατούνογλου, 28 ετών: «Μόνο στην Αθήνα πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη “μακάρι να ζούσα εδώ”»
Στην Αθήνα τού λένε ότι μοιάζει με Ελληνας. Ισως γι’ αυτό χρησιμοποιεί, με περίσσιο ενθουσιασμό, ως προσφώνηση σε όλες μας τις συζητήσεις, τη λέξη «αδελφέ». Ο Ικμπάλ μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ατατούρκ στη γενέτειρά του, το Ερζερούμ. «Με απασχολεί το θέμα της εκπαίδευσης στην Τουρκία. Ολο και λιγότεροι διαβάζουν βιβλία και εφημερίδες. Αντίθετα, όλοι παρακολουθούν τηλεόραση. Η γενιά που έρχεται είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Το ενδιαφέρον για τα επιστημονικά ινστιτούτα μειώνεται, όπως και η εκπαίδευση που στοχεύει στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Είναι ανησυχητικό ως τάση, η οποία εκδηλώνεται και σε διεθνές επίπεδο». Πρόκειται για ακόμη μία περίπτωση «Δυτικού Τούρκου», που πέρασε διαστήματα της ζωής του άλλοτε σε εθελοντικές δράσεις της UNICEF στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία και άλλοτε σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Ελλάδα. «Με τη θρησκεία δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις. Ανέκαθεν τηρούσα μια απόσταση. Για εμένα η θρησκεία ισούται με την ηθική». Πιστεύει ότι ο Ερντογάν είχε καλές προθέσεις στην αρχή της θητείας του. Η γενικότερη δυσφορία, όμως, που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, οδήγησε τον Ικμπάλ εκτός των συνόρων της πατρίδας του. «Στην Τουρκία έχουν γίνει πολλές και καθοριστικές αλλαγές νομοθετικού περιεχομένου. Τέσσερα εκατομμύρια πολιτικοί πρόσφυγες από τη Συρία βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στη χώρα. Είναι φυσικό να προκύπτουν εντάσεις και απροσδόκητα ζητήματα. Αντιλαμβάνομαι ότι τα προβλήματα της Τουρκίας δικαιολογούνται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωγραφική θέση της και την εγγύτητά της με τη Μέση Ανατολή».
Το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας τον οδήγησε στην αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, έτσι το 2015 αποδέχθηκε τη δελεαστική πρόταση διεθνούς εταιρείας τεχνολογίας και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σήμερα μένει στα Ιλίσια μαζί με την κοπέλα του, η οποία έχει σπουδάσει ελληνική φιλολογία στην Κωνσταντινούπολη. «Εχω ταξιδέψει αρκετά στη ζωή μου. Μόνο στην Αθήνα πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη «μακάρι να ζούσα εδώ». Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης είναι η εγγύτητά της με τη θάλασσα ή το δάσος, το καλό φαγητό των εστιατορίων και φυσικά η θέα από την Ακρόπολη. Πολύ σημαντική θεωρώ επίσης τη φιλικότητα των ανθρώπων». Διατηρεί site (www.atinarehberi.com) με ειδήσεις για την Ελλάδα στα τουρκικά, παρακολουθεί με ενδιαφέρον την ελληνική επικαιρότητα και σχολιάζει το μέτρο που προσφέρει πενταετή άδεια παραμονής στη χώρα μας, με την αγορά ακίνητης περιουσίας άνω των 250.000 ευρώ: «Είναι μια ενδιαφέρουσα επενδυτική σκέψη. Γνωρίζω αρκετούς Τούρκους που ενδιαφέρονται ή έχουν ήδη αγοράσει κάποιο ακίνητο στην Αθήνα. Προσωπικά, θα με ενδιέφερε περισσότερο μια τέτοια αγορά ως εξοχική κατοικία, σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος». l
Εμρέ Γιαβούζ, 27 ετών: «Ερωτευόμαστε με τον ίδιο τρόπο»
Το πατρικό του είναι στη Σμύρνη, το διαμέρισμα όπου σήμερα κατοικεί στη Νέα Σμύρνη. Σπούδασε Τεχνολογία Πληροφορικής στην Αγκυρα, στο πρώτο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Τουρκίας. «Δεν πιστεύω στις καλές προθέσεις του Ερντογάν. Τα αποτελέσματα φαίνονται στις ροές μορφωμένων Τούρκων που εγκαταλείπουν τη χώρα. Το κύμα του brain drain είναι σαρωτικό, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα». Γνωρίζει ελληνικές προτάσεις, τις οποίες εκφέρει με μια ανεπιτήδευτη προφορά. Οσο κι αν χρησιμοποιεί τη λέξη «ναι» στα ελληνικά, νιώθει απογοήτευση για το «Ναι» που οι συμπατριώτες του ανέδειξαν στο πρόσφατο δημοψήφισμα. «Λυπάμαι για το τελικό αποτέλεσμα. Μεγάλη μερίδα του κόσμου έχει γνώμη αλλά δεν κατέχει τη γνώση. Αυτό βοηθάει την προπαγάνδα. Στην Τουρκία ζεις σε ένα περιβάλλον διαρκούς φόβου. Αμφιβάλλω αν η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων γνώριζε το ακριβές διακύβευμα του δημοψηφίσματος». Το 2015 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και από τότε ταξίδεψε στην πατρίδα μόνο για δύο εικοσιτετράωρα: «Πήγα στην Τουρκία για γραφειοκρατικούς λόγους. Ενιωσα ότι γύρισα σε έναν τόπο που γνωρίζω, όχι όμως στο σπίτι μου. Η Ελλάδα είναι μεγάλη και ετερόκλητη σαν τόπος. Αγρια και γραφικά νησιά στο Αιγαίο, όμορφα μικρά χωριά στη Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη που αγαπώ. Αν υπήρχε η ανάλογη επαγγελματική ευκαιρία, θα μετακόμιζα εκεί. Εχει τη ζεστασιά και την ντόπια ατμόσφαιρα που αναζητώ. Στην Αθήνα πάλι, δεν ένιωσα ποτέ ξένος. Πολλές από τις παιδικές μου εικόνες είναι ίδιες και εδώ. Τα δέντρα, οι άνθρωποι, οι μυρωδιές. Νιώθω σαν να βρέθηκα στο δυτικό τμήμα της Τουρκίας, στο οποίο δεν είχα πάει ποτέ. Το μόνο διαφορετικό είναι ότι δεν σας αρέσει το τσάι. Πίνετε πραγματικά πολύ καφέ στην Ελλάδα!».
Εύλογα θα αναρωτιόταν κάποιος γιατί επέλεξε την Αθήνα και όχι μια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα για να συνεχίσει τη ζωή του. «Δεν είναι εύκολη η ζωή για έναν Τούρκο στην Ευρώπη. Μας αντιμετωπίζουν με φόβο και ανησυχία. Αντίθετα, στην Ελλάδα δεν νιώθεις ξένος. Εχω ταξιδέψει σε τέσσερις ηπείρους. Πουθενά στον κόσμο δεν μου έχει τύχει τόσο συχνά να μιλάω τουρκικά στο τηλέφωνο και άγνωστοι ντόπιοι στο λεωφορείο ή στον δρόμο που με ακούν να μου απευθύνονται τόσο εγκάρδια. Μου προτείνουν συχνά σημεία στην πόλη για βόλτες και καλό φαγητό. Απολαμβάνω τη ζωή μου στην Ελλάδα και έχω λιγότερα άγχη. Οι Ελληνες, παρά τις δυσκολίες, βρίσκουν τον τρόπο να περνάνε καλά στη ζωή τους. Εκτιμούν ακόμη τα απλά πράγματα. Τον ήλιο, τη θάλασσα, το φαγητό, τους φίλους. Είναι καθοριστικό ότι έχουν μια πιο ήρεμη αντίληψη της έννοιας του χρόνου». Στην Αθήνα ερωτεύτηκε και εντόπισε πολλές ομοιότητες ανάμεσα σε Ελληνίδες και Τουρκάλες. «Ερωτευόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Οι γυναίκες, μάλιστα, λειτουργούν παρόμοια. Επιδιώκουν συνήθως μια σοβαρή σχέση και όχι απλώς να περάσουν τον καιρό τους».
Ουλάς Γκιουρσάτ, 30 ετών: «Είναι όμορφη η Αθήνα. Θέλω να μείνω στην Ελλάδα»
Δεν φοβάται και δεν στρογγυλεύει τις απαντήσεις του. Δηλώνει άθεος και αναφέρει με ενθουσιασμό την ελληνική καταγωγή των προπαππούδων του, που οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «γκιαούρηδες». Ο ίδιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η καταγωγή του είναι από την Αδριανούπολη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον Εβρο. Σπούδασε στο Τμήμα Τηλεόρασης και Ραδιοφώνου στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και εργάστηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Milliyet». «Δούλεψα δυόμισι χρόνια στην εφημερίδα. Επειτα από τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί, όπου συμμετείχα ως διαδηλωτής, ζήτησαν μαζί με τη δική μου, την απόλυση ακόμη 15 συναδέλφων. Η «Milliyet» για να επιβιώσει αναγκάστηκε να σταματήσει την κριτική προς την κυβέρνηση και να αλλάξει τον ιδεολογικό της προσανατολισμό. Η επόμενη εφημερίδα στην οποία έπιασα δουλειά είχε οικονομικά προβλήματα και δεν πλήρωνε. Στο εξωτερικό έχουν την εικόνα ότι οι Τούρκοι είναι πλούσιοι. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα μιας μέσης οικογένειας αρκούν μόνο για τα βασικά. Διακοπές, κινηματογράφος, έξοδος για φαγητό είναι πλέον απαγορευμένες συνήθειες. Οι τιμές ανεβαίνουν, οι μισθοί κατρακυλούν. Κάπως έτσι, ξεκίνησα να σκέφτομαι τη λύση του εξωτερικού».
Σε πολιτικό επίπεδο, δηλώνει ανοιχτά την απέχθειά του για τον Τούρκο Πρόεδρο και θεωρεί βέβαιη τη νοθεία του αποτελέσματος στο δημοψήφισμα του Απριλίου. «Οι άνθρωποι στις αγροτικές περιοχές όπου υπερίσχυσε το «Ναι» έχουν ως μόνη πηγή ενημέρωσης την τηλεόραση, που πλέον ελέγχεται αποκλειστικά από την κυβέρνηση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη (51,4%), η Αγκυρα (51,1%) και η Σμύρνη (68,8%) υπερίσχυσε το «Οχι». Ακόμη όμως και το «Οχι» να κέρδιζε, είμαι βέβαιος ότι ο Ερντογάν θα ζητούσε επανάληψη του δημοψηφίσματος». Στην ερώτηση πόσο Ευρωπαίος αισθάνεται αναφορικά με το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, είναι χειμαρρώδης. «Τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος; Ούτε η Ελλάδα είναι Ευρώπη. Ευρώπη θεωρώ τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οι υπόλοιπες χώρες είναι περιφερειακά χωριά. Νιώθω Δυτικός, αλλά όχι Ευρωπαίος».
Ενας Δυτικός που ποτέ δεν ένιωσε ευτυχισμένος στην Τουρκία και ονειρευόταν πάντα τη φυγή. «Περνούσα τα καλοκαίρια μου στο σπίτι των παππούδων μου στην Αδριανούπολη. Θυμάμαι, το ραδιόφωνο έπιανε τέσσερις σταθμούς. Δύο τουρκικούς και δύο ελληνικούς. Ακουγα κυρίως τον Αλεξανδρούπολη FM. Είχα πολύ έντονα ακούσματα από την Ελλάδα, στην οποία τελικά εγκαταστάθηκα το 2015». Σήμερα μένει στο Παλαιό Φάληρο και θεωρεί τεράστιο προνόμιο την παραλία που βρίσκεται λίγα μέτρα από το σπίτι του. «Ξέρω ότι για τους Ελληνες η παραλία στο Παλαιό Φάληρο είναι άσχημη και βρώμικη. Για εμένα, όμως, που έχω μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη, είναι μοναδικό πλεονέκτημα. Είναι όμορφη η Αθήνα. Θέλω να μείνω στην Ελλάδα και αυτό που ζητώ από την ελληνική κυβέρνηση είναι άδεια παραμονής».
Τζέραν Μπουγιουκτετίκ, 28 ετών: «Μας αντιμετωπίζουν σαν μακρινούς συγγενείς από το χωριό»
Με οικογενειακές ρίζες που φτάνουν έως τη Θεσσαλονίκη, η Τζέραν μεγάλωσε στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα). Σπούδασε στο Τμήμα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Yeditepe της Κωνσταντινούπολης. Εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος στην ιδιωτική τηλεόραση και έπειτα στην τουρκική εφημερίδα «Milliyet», όπου ασχολήθηκε με το πολιτικό και κοινωνικό ρεπορτάζ. «Στην εφημερίδα μού ανακοίνωσαν την απόλυσή μου για οικονομικούς λόγους. Ηταν γνωστό, όμως, ότι υπήρχαν και πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτήν την απόφαση. Αν ασκείς κριτική στην κυβέρνηση σε μια εφημερίδα, σημαίνει αυτομάτως ότι το μέσο όπου δουλεύεις δεν θα έχει διαφημίσεις, ότι θα υπάρχει έλλειψη ρευστού και πως οι πληρωμές θα καθυστερούν. Δεν είχα πολλές επιλογές. Σκεφτόμουν το μέλλον μου. Εμενα από ανάγκη με την οικογένειά μου και οι προοπτικές στη δημοσιογραφία χειροτέρευαν. Ο φίλος μου μού πρότεινε να έρθουμε στην Αθήνα. Μέσα σε μία εβδομάδα, πήραμε την απόφαση και ήρθαμε». Για την Ελλάδα είχε ουδέτερη γνώμη προτού νοικιάσει, το 2015, το διαμέρισμα στο Παλαιό Φάληρο όπου μένει μέχρι σήμερα. «Για τους Ελληνες γνώριζα ότι αγαπούν να ασχολούνται με την πολιτική και να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Εξι μήνες προτού έρθω στην Ελλάδα άκουσα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Το «Δεν θέλω πια να ξαναρθείς» από τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Σκέφτηκα ότι στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου υπάρχουν άνθρωποι που απολαμβάνουν τη ζωή, με τον δικό τους, εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Είναι πιο χαλαροί από εμάς, που αντιμετωπίζουμε τόσα προβλήματα. Πέρασε τότε από το μυαλό μου η σκέψη «μακάρι να είχα γεννηθεί στην Ελλάδα»».
Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε θέματα ισότητας, επισημαίνει τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, συγκρίνοντάς την με την αντίστοιχη στην Τουρκία. «Στην Ελλάδα οι γυναίκες είναι ίσες απέναντι στους άνδρες και αισθάνονται ελεύθερες. Στην Τουρκία οι γυναίκες είναι υποτιμημένες. Τα ποσοστά βιασμών είναι πολύ υψηλά, ειδικά στις περιπτώσεις ανήλικων κοριτσιών. Δεν νιώθεις άνετα ως γυναίκα με αυτήν την κατάσταση. Υπάρχει, ωστόσο, μια μαζική κινητοποίηση για θέματα ισότητας. Τον περασμένο Μάρτιο, 50.000 γυναίκες συγκεντρώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν στον κεντρικό πεζόδρομο της Ιστικλάλ». Ιδανικά, θα ήθελε να μείνει για πάντα σε ένα ελληνικό νησί, αφού στην Ελλάδα αισθάνεται πραγματικά ευτυχισμένη. «Αγαπώ τη ζωή μου στην Αθήνα και νιώθω τυχερή που μένω εδώ. Οι Τούρκοι στην Ελλάδα είναι περισσότερο ευπρόσδεκτοι από κάθε άλλο έθνος. Μας αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε μακρινοί συγγενείς από το χωριό. Από την πλευρά μου, είμαι υπερήφανη για τον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνες διαχειρίστηκαν την προσφυγική κρίση. Θέλω να μείνω στην Ελλάδα αλλά η κατάσταση με την άδεια παραμονής δεν είναι απλή, και αν δεν υπάρξει λύση, θα αναγκαστούμε να φύγουμε, και αυτό θα είναι εξαιρετικά λυπηρό».
Ζεκιγιέ Γιουρεκλί, 34 ετών: «Στην Ελλάδα νιώθω πραγματικά ελεύθερη»
ΗΖεκιγιέ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ελμπιστάν, μια πόλη 100.000 κατοίκων στην καρδιά της Τουρκίας, 350 χλμ. από το Χαλέπι της Συρίας. Σπούδασε Κλασική Οθωμανική Μουσική στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Με ένα διαρκές χαμόγελο αισιοδοξίας και χαρακτηριστικά που θυμίζουν Ελληνίδα, παραδέχεται πως δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την Ελλάδα προτού συναντήσει τον έλληνα σύζυγό της. «Γνωριστήκαμε μέσω Facebook, προτού καταργηθούν προσωρινά τo Twitter και η Wikipedia. Ο Δημήτρης ζούσε στην Αθήνα κι εγώ στην Κωνσταντινούπολη. Ταξίδεψε στην Τουρκία για να συναντηθούμε για πρώτη φορά από κοντά και το 2011 άφησε την Ελλάδα για να μείνουμε μαζί στην Κωνσταντινούπολη». Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας ανέφερε αρκετές φορές τη φράση «Στην Ελλάδα νιώθω πραγματικά ελεύθερη». Είναι άραγε τόσο έντονο το αίσθημα ανελευθερίας στη γειτονική χώρα;
Με παράπονο, παρά με θυμό, η ίδια περιγράφει την κατάσταση στην πατρίδα της: «Το βράδυ δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις μόνη με ασφάλεια. Αν το κάνεις, για κάποιους σημαίνει ότι είσαι γυναίκα ελευθέρων ηθών και θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. Σκέφτεσαι διπλά ακόμη και τι θα φορέσεις. Οι γυναίκες που φοράνε μπούρκα πολλαπλασιάζονται. Ηταν αρκετές οι φορές που ζήτησα από τον Δημήτρη να μη με φιλάει στον δρόμο, για να μην προκαλέσουμε τους περαστικούς. Ισως ήμουν κι εγώ υπερβολική». Μουσικός και ο Δημήτρης, εργάστηκε με τη Ζεκιγιέ σε μουσικές σκηνές στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Μπέγιογλου, που φημίζεται για τη νυχτερινή ζωή.
«Από το 2013, περίοδο διαμαρτυριών στο πάρκο Γκεζί, επηρεάστηκε και η δουλειά μας. Το Μπέγιογλου έγινε πεδίο «μαχών». Τα δακρυγόνα συχνό φαινόμενο. Θυμάμαι, ένα βράδυ ο χώρος που παίζαμε μουσική γέμισε χημικά από κάποια επίθεση που συνέβη λίγα μέτρα μακριά. Υπήρχαν και νεκροί από τις επιθέσεις. Το κοινό άρχισε να φοβάται να επισκεφθεί το κέντρο. Ζούσα από τη δουλειά μου και η επιβίωση δυσκόλευε». Το 2015 εγκαταστάθηκε με τον Δημήτρη, τον οποίο είχε παντρευτεί στο μεσοδιάστημα, στην Αθήνα. «Οταν ήρθα στην Αθήνα, ήταν σαν να μετακόμισα από μια πολύβουη πόλη σε ένα ειρηνικό χωριό. Ονειρευόμουν να ξεκινήσω μουσική καριέρα στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που άκουσα ελληνική μουσική ήταν ρεμπέτικα. Το «Ζάρι» του Γρηγόρη Βασίλα είναι το πρώτο τραγούδι που έμαθα να τραγουδάω στα ελληνικά. Θέλω να προσελκύσω ελληνικό και τουρκικό κοινό στις συναυλίες μου. Να ενωθούν με έναν τρόπο δύο έθνη και να υπάρξει «κέφι»». Αναφέρει δεκάδες εγκωμιαστικά σχόλια για τη ζωή στην Αθήνα, παρόλο που η κρίση στη χώρα μας έχει επηρεάσει και τη δουλειά της. «Γνώριζα προτού έρθω ότι τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να επιβιώσεις ως μουσικός. Προτιμώ να θυσιάσω από τον εαυτό μου πράγματα από το να κάνω εκπτώσεις. Αν η κατάσταση, όμως, δεν βελτιωθεί, σκέφτομαι να μετακομίσω στο Λονδίνο. Ο Δημήτρης λέει ότι είμαστε μουσικοί και μπορούμε να δουλέψουμε οπουδήποτε».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Μαϊου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ