Πριν από λίγες ημέρες ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις ανάρτησε στην ιστοσελίδα του για πρώτη φορά στο σύνολό του το κείμενο που είναι γνωστό ως Εκθεση Πόρτερ. Πρόκειται για ένα ιστορικό αρχείο που συντάχθηκε 70 χρόνια πριν. Είναι η έκθεση που η Αμερικανική Οικονομική Αποστολή στην Ελλάδα, υπό τον πρέσβη Πολ Α. Πόρτερ, παρέδωσε στην αμερικανική κυβέρνηση την άνοιξη του 1947, με στόχο να εκτιμήσει την οικονομία της χώρας, τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, την προοπτική και το ύψος της αμερικανικής βοήθειας που θα χρειαστεί. Eν πολλοίς στην έκθεση αυτή καταγράφονται οι δυνατότητες αλλά και τα εμπόδια της ανασυγκρότησης της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς υπάρχουν ελάχιστα και όχι ιδιαιτέρως αξιόπιστα επίσημα στατιστικά για την περίοδο εκείνη, η έκθεση αυτή δίνει μια αρκετά λεπτομερή εικόνα των μεγεθών. Δεν είναι ασφαλώς το μοναδικό αρχείο που άφησε πίσω του ο Πόρτερ. Τα ημερολόγια από την παραμονή του στην Ελλάδα και η μαρτυρία της εμπειρίας του που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό «Collier’s» έχουν εκδοθεί στα ελληνικά το 2006 σε τόμο με τίτλο «Ζητείται: ένα θαύμα για την Ελλάδα», σε επιμέλεια Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και Σπύρου Βρετού, από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την έκθεση δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής στη χώρα και της ισορροπίας των δυνάμεων σε μια ιστορική περίοδο που ακόμη και σήμερα εγείρει πάθη.
Πώς έμοιαζε, όμως, η Ελλάδα στην οποία κατέφθασε ο Πολ Α. Πόρτερ και τα υπόλοιπα έντεκα μέλη της Αποστολής στις 18 Ιανουαρίου του 1947; Εν πολλοίς, η χώρα βίωνε την καταστροφή. Οι πληγές της ναζιστικής Κατοχής κάθε άλλο παρά είχαν επουλωθεί. Αυτές δεν περιορίζονταν απλώς στην ψυχολογία του πληθυσμού, αλλά και σε μεγάλες ζημιές σε κρίσιμες υποδομές. Σχεδόν το μισό οδικό δίκτυο της επικράτειας είχε καταστεί εντελώς απροσπέλαστο, γέφυρες και τούνελ από τα οποία περνούσαν σιδηρόδρομοι παρέμεναν κατεστραμμένα, όπως και οι μισοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού. Ταυτόχρονα, στη χώρα μαινόταν ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος. Η «επίσημη» πολιτική τάξη ζούσε πρωτοφανή αναταραχή, με αλλεπάλληλες κυβερνήσεις να έχουν περάσει από την εξουσία μέσα στα περίπου τρία χρόνια από την απελευθέρωση, αναταραχή η οποία ήταν μακριά από το τέλος της.
Τον πληθυσμό, κατά μεγάλο μέρος εξαρτημένο από τη βοήθεια της UNRRA (Oργανισμός Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών), θέριζαν ο τύφος, η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός. Το κράτος διέθετε γεύματα των 750 θερμίδων, που περιλάμβαναν ψωμί με λίγη ζάχαρη, αλεύρι, λουκάνικο και τσάι σε τιμή κάτω του 50% του κόστους τους στην αγορά. Παράλληλα όμως με τις καταστροφές, η ζωή συνεχιζόταν. Τα παιδιά έπιναν κατσικίσιο γάλα, οι ταβέρνες, ακόμη και με μικρότερες μερίδες κρέατος, λειτουργούσαν, οι άνθρωποι διασκέδαζαν σε θερινά θέατρα και σινεμά το καλοκαίρι, ενώ οι ποδοσφαιρικοί αγώνες είχαν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς, παίρνοντας μάλλον τη θέση που προπολεμικά κατείχαν οι αγώνες ελεύθερης πάλης. Υπήρχε ακόμη και λίγος τουρισμός, κυρίως από δυτικές χώρες, αλλά και από κατοίκους της Μέσης Ανατολής που ήθελαν να αποφύγουν τον βαρύ καύσωνα.
Ο Πολ Α. Πόρτερ ήταν 43 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα. Είχε ήδη εργαστεί ως δημοσιογράφος και νομικός στις ΗΠΑ, ενώ, ενταγμένος στο κόμμα των Δημοκρατικών καθώς ήταν, άμα τη εκλογή του Χάρι Τρούμαν στην προεδρία προωθήθηκε σε δημόσιες θέσεις. Ηταν προοδευτικός στις απόψεις του και η οικονομική σκέψη του, μοιραία, ήταν επηρεασμένη από το New Deal. Κατά το διάστημα που παρέμεινε στην Ελλάδα, έως τις 22 Μαρτίου του 1947 (κατέθεσε την έκθεση στο Αμερικανικό Κογκρέσο στις 28 Μαρτίου 1947), με ενδιάμεσα ταξίδια στις ΗΠΑ, συνάντησε, όπως γράφει η έκθεση, «αγρότες, αξιωματούχους της κυβέρνησης, εργάτες, επιχειρηματίες, οικονομολόγους και εκατοντάδες άλλους ανθρώπους και φορείς». Ανάμεσά τους ήταν ο τότε πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, τον οποίο στο ημερολόγιό του χαρακτηρίζει «θεόρατη φιγούρα» που «νεάζει περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα».
Καθώς η έκθεση ήταν κατά βάση τεχνική και αποτέλεσε ένα εργαλείο προς τους αξιωματούχους της Ουάσιγκτον που αργότερα θα καταρτούσαν εκείνο που ονομάστηκε Σχέδιο Μάρσαλ, οι αναφορές στον εμφύλιο είναι έμμεσες. Ωστόσο, ο Πόρτερ καταδεικνύει αφενός το πόσο ασύμφορος υπήρξε ο εμφύλιος για ένα κράτος –επαναλαμβάνει ξανά και ξανά το τεράστιο ποσοστό των δημοσίων δαπανών για τον στρατό: κοντά στο 32%! –και βέβαια πόσο μεγάλο εμπόδιο υπήρξε για κάθε είδους επενδύσεις ή έστω για κάποιον οικονομικό σχεδιασμό.
Πέρα όμως από την εμφύλια σύγκρουση, η Εκθεση Πόρτερ δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για μια σειρά από πτυχές της ζωής στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, καθώς ο πληθωρισμός του νομίσματος στα χρόνια μετά τον πόλεμο εκτοξευόταν σε εξωπραγματικά επίπεδα, ο πληθυσμός με πρόσβαση σε κάποιους πόρους είχε αναπτύξει εμμονή με τον χρυσό και με το συνάλλαγμα. Αφενός, η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, πωλούσε κάποια από τα αποθέματα του χρυσού της. Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι τα εμβάσματα προς την Ελλάδα από μεταναστεύσαντες στο εξωτερικό υπολογίζονταν στα 17 εκατ. δολάρια το 1938 και σύμφωνα με την έκθεση είχαν πλέον περίπου διπλασιαστεί.
Οπως επισημαίνει η έκθεση, «οι επενδύσεις γίνονταν ως επί το πλείστον σε χρυσό, στη μαύρη αγορά συναλλάγματος και σε αποθέματα αγαθών που μπορούσαν εύκολα να πουληθούν για χρυσό ή συνάλλαγμα. Ετσι όσοι είχαν τα μέσα συγκέντρωναν assets για να μπορέσουν να φύγουν από τη χώρα σε περίπτωση που η εσωτερική αναταραχή κλιμακωνόταν περαιτέρω». Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι ένα από τα πολλά μέτρα που προτείνονταν για την ανάκαμψη της οικονομίας ήταν η έναρξη καμπάνιας κατά της αποταμίευσης!
Ασφαλώς, οι «παρενέργειες» του εκτός ελέγχου πληθωρισμού δεν περιορίζονταν εκεί. Το κράτος, μέσα σε αυτήν τη χαοτική κατάσταση, προσπαθούσε με διάφορα μέτρα να ελέγξει τις τιμές και τα ενοίκια. Είχε εισαγάγει όρια στην τιμή του βαμβακιού, ενώ είχε επίσης στείλει ειδικό αστυνομικό σώμα να διενεργεί ελέγχους στην αγορά. Η έκθεση υπολογίζει ότι υπήρχαν 124 ένστολοι αστυνομικοί με τέτοια καθήκοντα στην Αθήνα και στον Πειραιά και από πέντε-έξι σε κάθε άλλον νομό της επικράτειας –σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι η αποτελεσματικότητά τους αποτελούσε αντικείμενο διαφωνίας. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «έπειτα από τέσσερα χρόνια Κατοχής, οπότε η έκταση της ανυπακοής του καθενός προς τα διατάγματα της διοίκησης ήταν δείκτης πατριωτισμού, ο σεβασμός ή η επιθυμία κάποιου να συμμορφωθεί με «μέτρα αστυνόμευσης» απουσιάζει απολύτως».
Σχετικά με τα ενοίκια, οι αδικημένοι ήταν μάλλον οι σπιτονοικοκύρηδες. Το κράτος είχε θέσει «ταβάνι» στο ποσό του ενοικίου που μπορούσαν να εισπράξουν, το οποίο ήταν δυσανάλογο του πληθωρισμού. Το «ταβάνι» αυτό βρισκόταν σε τιμή 50 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με πριν από τον πόλεμο για τα καταστήματα και 25 φορές για τα υπόλοιπα ενοίκια.
Οι διαρκείς υποτιμήσεις είχαν βεβαίως βοηθήσει τις εξαγωγές, που ήταν κατά 50% αυξημένες σε σχέση με το διάστημα πριν από τον πόλεμο. Ομως, καθώς η οικονομία ήταν εν πολλοίς αγροτική, σε καμία περίπτωση οι εξαγωγές κυρίως αγροτικών προϊόντων δεν μπορούσαν να εξισορροπήσουν την κατάσταση. Η βιομηχανία αποτελούσε μόλις το 8% της οικονομίας.
Η έκθεση περιγράφει επακριβώς το κλίμα που επικρατούσε τότε, υπογραμμίζοντας την ψυχολογία των –μόλις 101.000, όπως υπολογίζονταν –βιομηχανικών εργατών: «Οι εργάτες ήταν διασκορπισμένοι –τα προσόντα τους είχαν χαθεί έπειτα από χρόνια που ήταν ανενεργοί και η ανεπάρκειά τους, δείγμα πατριωτισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ήταν δύσκολο να ανατραπεί».
Ωστόσο, αν υπάρχει ένας τομέας τον οποίο η Εκθεση Πόρτερ επιχειρεί να αναλύσει εκτενέστερα από οποιονδήποτε άλλον, αυτός είναι η δημόσια διοίκηση. Παρόλο που κάθε αντιπαραβολή με το παρόν είναι άστοχη –υπό την έννοια ότι υπάρχουν σπουδαίες διαφορές σε πολλούς άλλους παράγοντες –οι συνειρμοί αναφορικά με ζητήματα που επανέρχονται κάθε τόσο στον δημόσιο διάλογο είναι αναπόφευκτοι. Σύμφωνα με την έκθεση, το 20% του τότε πληθυσμού ήταν είτε δημόσιοι υπάλληλοι είτε οικονομικά εξαρτημένοι από το κράτος. Γιατί συνέβαινε αυτό; Η έκθεση το εξηγεί με ένα γνώριμο επιχείρημα: «Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι δουλειές θεωρούνταν ως κάποιου είδους ανακούφιση και κατά τη διάρκεια της δυσλειτουργικής μεταπολεμικής περιόδου χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτική επιβράβευση. Αυτή η «στρατολόγηση» χωρίς να λαμβάνονται υπόψη προσόντα (εκπαιδευτικά ή άλλα) έχει καταλήξει σε αύξηση του αριθμού των υπαλλήλων και σε πτώση του επιπέδου τους».
Και παρά τη «σιγουριά» που εγγυόταν μια θέση στο Δημόσιο, η κατάσταση για τους δημοσίους υπαλλήλους κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν. Ο Πόρτερ αναφέρεται πολύ συχνά στους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς τους και στο πώς αυτοί επηρέαζαν την παραγωγικότητα και την ψυχολογία τους. «Οι χαμηλοί μισθοί υποσκάπτουν τις δημόσιες υπηρεσίες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα» γράφει. «Ο δημόσιος υπάλληλος αισθάνεται μικρή υποχρέωση προς έναν εργοδότη που τον πληρώνει λιγότερο από όσο πληρώνονται οι εργάτες και οι ναυτικοί και κατά πολύ λιγότερο από όσο κερδίζουν οι μικρές επιχειρήσεις» καταλήγει. Επιπλέον, βεβαίως, σημειώνει ότι η απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων καταλάμβανε μόλις 33 ώρες την εβδομάδα, έναντι 40 ή 48 σε άλλες δουλειές, πράγμα που τους επέτρεπε να διατηρούν παράλληλες εργασίες.
Στο τέλος, το συμπέρασμά του ήταν απόλυτο: «Δεν υπάρχει κανένα σώμα ευφυών ανθρώπων να απευθυνθεί κάποιος για τον σχεδιασμό ή την εργασία –δεν υπάρχει μια ειλικρινής και σκληρά εργαζόμενη ομάδα που μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί ώστε να επιβάλει οικονομικούς ελέγχους, να συλλέξει τους φόρους ή να διοικήσει ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης».
Ηταν, όμως, αυτό ένα κεντρικό μέρος της οπτικής του ίδιου του Πόρτερ απέναντι στην Ελλάδα. Σε κάθε ευκαιρία υπογράμμιζε την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την αναλγησία των ελίτ στη χώρα. Πότε (στα ημερολόγιά του) χαρακτηρίζοντας τον πρωθυπουργό Μάξιμο ως «ένα ανδρείκελο» ή τον βασιλιά ως «αδιάφορο για τον λαό» και πότε γράφοντας για την άρχουσα τάξη που «θριαμβεύει μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια (…) ενώ οι μάζες απλώς επιβιώνουν». Οι συνθήκες ήταν πράγματι εξαιρετικά δύσκολες και πράγματι η ελίτ της περιόδου συμπεριφέρθηκε, αν όχι τοξικά, τουλάχιστον ανεπαρκώς απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Ωστόσο, ο Πόρτερ, ο οποίος ίσως επιχειρεί να κάνει προβολές με την ελίτ της Αμερικής του κραχ –μάλλον ασυνείδητα –εγκαινιάζει ταυτόχρονα μια λογική κατά την οποία τίποτε καλό δεν μπορεί να προκύψει χωρίς ξένες παρεμβάσεις και χωρίς άμεσο έλεγχο της οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, η Εκθεση Πόρτερ, πέρα από τους στόχους της εκείνη την εποχή και από το πνεύμα που τη διέπει, αποτελεί ένα σημαντικό τεκμήριο. Περιγράφει με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια την Ελλάδα σε μια κρίσιμη στιγμή του 20ού αιώνα. Παραθέτει δυσεύρετα στοιχεία τόσο για τα βασικά μεγέθη της οικονομίας όσο και για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Γι’ αυτό και αξίζει να διαβαστεί ακόμη και σήμερα, 70 χρόνια μετά τη σύνταξή της.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Μαϊου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ