Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή ως ο τελευταίος μιας σειράς ηγετών που η πολιτική τους σταδιοδρομία ξεκίνησε πριν τη δικτατορία, για την ακρίβεια ακόμα πιο πριν, ήδη στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου και συνεχίστηκε και μετά από αυτήν, με τον ίδιον μάλιστα να έχει εγγράψει πολύ ισχυρές αντιδικτατορικές περγαμηνές: υπήρξε από τους πρώτους και διαρκέστερους πολέμιους και στόχους των τυράννων της χώρας και κατά την πρώτη και κατά την ύστερη περίοδό τους.
Στα προδικτατορικά χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε μία θυελλώδη σχέση με τον Γεώργιο Παπανδρέου: υπήρξε «ψυχή» της Ενώσεως Κέντρου και του «Ανένδοτου Αγώνος» που, χωρίς τον Μητσοτάκη, δεν θα είχε όχι απλώς επιτύχει, αλλά, πιθανότατα, ούτε καν υπάρξει. Η σύγκρουση των δύο ανδρών που ήρθε αργότερα είναι γνωστή σε όλους και, επί της ουσίας, σχετιζόταν με τον ρόλο του σχετικά νεοαφιχθέντος τότε στην Ελλάδα υιού του Γέρου, του Ανδρέα Παπανδρέου.
Υπήρξε όμως και μία άλλη, πάρα πολύ σημαντική, σύγκρουση, η οποία δεν έχει καταγραφεί ως τέτοια, καθώς την επισκίασαν οι παραπάνω εξελίξεις: εκείνη για τα δημόσια οικονομικά επί κυβερνήσεων Κέντρου.
Το 1963-64 Γέρος ανέλαβε την εξουσία σε ένα κλίμα μεσσιανικής λύτρωσης, με τεράστια λαϊκή υποστήριξη πίσω του. Μαζί, παρέλαβε και μία Ελλάδα με πρωτοφανή οικονομικά επιτεύγματα που είχαν φτάσει σε τέτοια επίπεδα ώστε το 1961 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να έχει καταφέρει την πρώτη στην ιστορία Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε (ολιγομελή) ΕΟΚ. Τα οικονομικά και δημοσιονομικά επιτεύγματα της πρώτης οκταετίας Καραμανλή δεν είχαν προηγούμενο για την Ελλάδα.
Ο Μητσοτάκης μπορεί να ήταν στην καρδιά του αντιπάλου πολιτικού κόμματος, της Ε.Κ., πλην όμως, ως προς τα δημόσια οικονομικά και ως προς την ευρύτερη αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας επί της ουσίας βρισκόταν πολύ εγγύτερα στον Καραμανλή απ’ ότι στον Γέρο – άλλωστε στην οικονομική πολιτική Καραμανλή κεντρικός παράγων ήταν ένας άλλος κεντρώος, ο Ξενοφών Ζολώτας.
Μέρος της ορμής με την οποία ήρθε στην εξουσία η ΕΚ, ήταν όμως, πέραν της κυρίαρχης πολιτικής σύγκρουσης, και μία εντελώς διαφορετική αντίληψη για όλα αυτά: η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου έκανε το 1964 ότι θα έκανε περίπου δύο δεκαετίες αργότερα και η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου: αντιμετώπισε το κράτος κυρίως ως έναν μηχανισμό παροχών. Μετέτρεψε τον δημόσιο τομέα στον μόνιμο μεγάλο και γαλαντόμο εργοδότη αυτού του τόπου, σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε πριν. Και, φυσικά, ταυτόχρονα, επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά αλλά και τη δυνατότητα της χώρας να υποδέχεται ξένες επενδύσεις.
Σε αυτή την πολιτική, αν και κεντρικός αρμόδιος υπουργός, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πολλές φορές διαφωνήσει και αντιδράσει. Και είναι περίπου βέβαιο ότι, ακόμα και αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα πασίγνωστα πολιτικά γεγονότα του 1965, ρήξη Μητσοτάκη – Γέρου θα είχε επέλθει τελικά για την οικονομική πολιτική και για το ρόλο του κράτους σε αυτήν. Στην πραγματικότητα, ήταν θέμα χρόνου.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν έπαψε ποτέ να πολεμά τον άκρατο ελληνικό κρατισμό. Το ίδιο έκανε και ως ηγέτης της αντιπολίτευσης από το 1984, το ίδιο έκανε και ως πρωθυπουργός από το 1990. Το 1994 δε, προειδοποιούσε για την έλευση του ΔΝΤ στην Ελλάδα, κάτι που είχε κάνει σε δραματικούς τόνους ήδη πριν από αυτόν και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος: το έβλεπαν και οι δύο ξεκάθαρα, σε μία εποχή που η χώρα αδυνατούσε όχι απλώς να ακούσει, αλλά ακόμα και να κατανοήσει το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά.
Δυστυχώς, ο Μητσοτάκης δεν εισακούστηκε ούτε ως αντιπολίτευση, ούτε, τελικά ως πρωθυπουργός: το διαβόητο σύνθημα «καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη» τα λέει όλα για το πώς ο πολιτικός λαϊκισμός μετασχηματίζεται σταδιακά, πλην νομοτελειακά, σε πλήρη, τελικά, οικονομική καταστροφή μιας χώρας.
Υπήρξε ιστορικό ατύχημα τεραστίων διαστάσεων το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να πειστεί για την ανάγκη της αλλαγής πορείας από το μεγάλο κράτος προς την ιδιωτική οικονομία για την οποία ο Μητσοτάκης πάλεψε και πριν και μετά τη χούντα. Ατύχημα όχι βέβαια για τον ίδιο, καθώς, εν μέσω πτώχευσης, όλοι θυμήθηκαν τι έλεγε και τι επιχειρούσε να κάνει και, τελικά, τον δικαίωσαν. Ατύχημα για την Ελλάδα που αποστρέφεται μέχρι σήμερα και με μεγάλο τελικό κόστος κάποιες δύσκολες αλήθειες.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσει κανείς και κάτι ακόμα ως κορυφαία πολιτική προσφορά του Μητσοτάκη στη χώρα, στην οποία, λίαν παραδόξως, σχεδόν ουδείς αναφέρεται: ότι συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκατάσταση των σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, έπειτα από μία τραγικά κακή περίοδο απόστασης μεταξύ των δύο χωρών. Η ιστορία θα του το πιστώσει.