Εκτός από τις αμήχανες φωτογραφίες του Ντόναλντ Τραμπ στο πλευρό του πάπα Φραγκίσκου στο Βατικανό, τις πολιτικές αβρότητες –και μη –στις Βρυξέλλες και στη Σύνοδο του G7 στη Σικελία, αλλά και τις αναμενόμενες διαβεβαιώσεις για τη χρησιμότητα της νατοϊκής συμμαχίας, η παρθενική περιοδεία του αμερικανού προέδρου στο εξωτερικό επέφερε τα πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική: τη σύναψη αμυντικών, πετρελαϊκών και επενδυτικών συμφωνιών, ύψους μεταξύ 350 και 380 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη Σαουδική Αραβία. Και ενώ η συμφωνία-μαμούθ είναι αμφιλεγόμενη πολιτικά, στο οικονομικό μέτωπο ο πρόεδρος θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι επέστρεψε στην Αμερική με θέσεις εργασίας.
Η ατζέντα του Τραμπ στην πρώτη επίσημη επίσκεψή του στο εξωτερικό ήταν «φορτωμένη» με τα πιο επιτακτικά παγκόσμια ζητήματα –η αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και του Ισλαμικού Κράτους, η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών, η αποκατάσταση των «πληγωμένων» σχέσεων των ΗΠΑ με τους εταίρους τους στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, η ανάσχεση της ρωσικής επιθετικότητας, οι πυραυλικές δοκιμές της Βόρειας Κορέας και οι διαφωνίες για το κλίμα και το διεθνές εμπόριο κυριάρχησαν στις συνομιλίες του αμερικανού προέδρου με τους ηγέτες της Μέσης Ανατολής και του δυτικού κόσμου. Από την περιοδεία δεν έλειπαν και τα ευτράπελα: από την κακόγουστη υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Σαουδάραβες (αλλά ο πρόεδρος έδειχνε να απολαμβάνει) μέχρι τις φωτογραφίες του συνοφρυωμένου Ποντίφικα δίπλα στην αμερικανική κουστωδία και την σπρωξιά του Τραμπ στον μαυροβούνιο πρωθυπουργό για να τον παραμερίσει στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, τα social media είχαν πολύ υλικό για να διακωμωδήσουν.
Εκτός από τις συμφωνίες ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, στις υπόλοιπες στάσεις του ο Τραμπ περιορίστηκε στη ρητορική και, αν μη τι άλλο, κατάφερε να αποφύγει τη διπλωματική καταστροφή –εξέλιξη που αντιμετώπισαν με ανακούφιση οι ηγέτες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν επανέλαβε την προεκλογική του θέση ότι το ΝΑΤΟ είναι πια «ξεπερασμένο», ωστόσο διαμήνυσε στις συμμαχικές χώρες ότι πρέπει να πληρώσουν για τη νατοϊκή άμυνα καθώς, όπως είπε, 23 από τα 28 κράτη-μέλη δεν αναλαμβάνουν τα βάρη που τους αναλογούν και αυτό είναι άδικο για τους αμερικανούς φορολογουμένους (η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των πέντε χωρών που καλύπτουν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ). Στην ίδια ομιλία δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην ανάγκη «εκρίζωσης» της ισλαμιστικής τρομοκρατίας –όμως τα λόγια του δείχνουν να μη συνάδουν με τις πράξεις του αφού, όπως σχολιάζουν τα ξένα μέσα ενημέρωσης και ειδικοί, οι αμυντικές και εξοπλιστικές συμφωνίες με τη Σαουδική Αραβία δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. «Η επίσκεψη του Τραμπ στη Μέση Ανατολή επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να παγιώσει μία περιφερειακή συμμαχία κατά του Ιράν. Μαζί με διάφορες περιφερειακές δυνάμεις που ευθύνονται για την εκτενή καταπίεση των πολιτών και τη διαφθορά στο εσωτερικό τους, ο Τραμπ αναφέρθηκε στην επιθυμία του για μια συντονισμένη απάντηση ενάντια στην τρομοκρατία, παρά το γεγονός ότι είναι ακριβώς αυτά τα καθεστώτα που διογκώνουν το πρόβλημα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή την τελευταία δεκαετία» είπε μιλώντας προς «Το Βήμα», ο Αμπντουλάχ αλ Αριάν, καθηγητής Ιστορίας στο παράρτημα του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν στο Κατάρ.

«Οσον αφορά τον Τραμπ, η επίσκεψή του εκεί χαρακτηρίστηκε από επιτυχία αφού κατάφερε να διασφαλίσει δισεκατομμύρια δολάρια για την αμερικανική εξοπλιστική βιομηχανία και για τα αμερικανικά έργα υποδομής. Μέχρι και η κόρη του Ιβάνκα πήρε μια χορηγία ύψους 100 εκατ. δολαρίων για το ίδρυμά της»
συμπλήρωσε ο ίδιος. Εφόσον τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή είναι διασφαλισμένα, ο Τραμπ δεν αναφέρθηκε στις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα καθεστώτα στη Μέση Ανατολή.
«Δεν διαθέτει ένα παγκόσμιο όραμα για την εξωτερική πολιτική»

«Στη διάρκεια της επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή και ειδικά στη Σαουδική Αραβία ο Τραμπ έδειξε να ενδιαφέρεται κυρίως για την προώθηση των αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων και αυτή στην πραγματικότητα ήταν η αμερικανική εξωτερική πολιτική που άσκησε. Δεν διαθέτει ένα παγκόσμιο όραμα για την εξωτερική πολιτική, ούτε καν περιφερειακό. Τη μια στιγμή προσπαθεί να προσεγγίσει τη Ρωσία και την άλλη βομβαρδίζει ανηλεώς τη Συρία» είπε μιλώντας στο «Βήμα» ο Μουκτένταρ Καν, καθηγητής Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ στις ΗΠΑ.


«Ο Τραμπ αναιρεί την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα, στηρίζοντας τα σουνιτικά κράτη έναντι των σιιτικών και προσπαθώντας να φέρει κοντά το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία για να απομονώσουν το Ιράν»
συνέχισε ο καθηγητής Καν.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, οι συμφωνίες που σύναψε στη Σαουδική Αραβία έρχονται με ένα μεγάλο τίμημα και αυτό είναι «αφενός η υποστήριξη προς το καθεστώς της χώρας και τον πόλεμο που εξαπολύει στην Υεμένη και αφετέρου το γεγονός ότι ο Τραμπ προσπαθεί να ακυρώσει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν που πάει καλά όχι μόνο για την Τεχεράνη αλλά και για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ».

«Ο Τραμπ επιστρέφει τις ΗΠΑ σε μια περίοδο εξωτερικής πολιτικής όταν ενίσχυαν δικτάτορες και μονάρχες. Και ο ίδιος όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο υποστηρίζει ηγέτες όπως ο Ερντογάν της Τουρκίας, ο Πούτιν της Ρωσίας, ο Ντουτέρτε των Φιλιππινών. Και στις φωτογραφίες από τη Σαουδική Αραβία φαίνεται πόσο άνετος είναι δίπλα σε μονάρχες και δικτάτορες αλλά αυτό στέλνει το λάθος μήνυμα. Επίσης εστίασε στον σιιτικό εξτρεμισμό, όμως το Ισλαμικό Κράτος είναι σουνιτική οργάνωση και πιστεύεται ότι λαμβάνει χρηματοδότηση από τα σουνιτικά κράτη που ο Τραμπ τώρα υποστηρίζει. Δεν αναφέρθηκε ούτε στην προσφυγική κρίση που αποσταθεροποιεί τόσο την οικονομία όσο και την πολιτική της περιφέρειας».
Το πραγματικό επίτευγμα του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική, όπως διαμορφώνεται από την πρώτη επίσημη περιοδεία του, είναι σύμφωνα με τον καθηγητή Καν ότι «υποχώρησε σε πολλά από όσα εξήγγειλε προεκλογικά. Είχε πει ότι θα μετέφερε την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ και μέχρι τώρα δεν το έχει κάνει, ότι θα ακύρωνε τη NAFTA και ότι το ΝΑΤΟ ήταν ξεπερασμένο. Οπως φαίνεται, μαθαίνει περισσότερα για την πολιτική όσο βρίσκεται στη δουλειά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ