«Since we cannot change reality, let us change the eyes which see reality».
Nikos Kazantzakis
Με τη ρήση αυτή από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη («Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, ας αλλάξουμε το μάτι που τη βλέπει») ξεκινούσε το Δεκέμβριο του 2015 κάποιος επικεφαλής οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας BNP Paribas ονόματι Τσι Λο (κινεζικής καταγωγής προφανώς) έκθεσή του με τίτλο «Γιατί δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τα κινεζικά στατιστικά στοιχεία;». Η υποβάθμιση της κινεζικής οικονομίας από τη Moody’s την περασμένη Τετάρτη επαναφέρει στην επικαιρότητα την παλαιά και χιλιοαναλυμένη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των στατιστικών στοιχείων της Κίνας.
Εκανε, όντως, αίσθηση διεθνώς η κίνηση από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης. Κι αυτό επειδή το κινεζικό αξιόχρεο υποβαθμίζεται για πρώτη φορά μετά το μακρινό 1989. Ως αιτιολογία της υποβάθμισης κατά μία βαθμίδα (από το Aa3 στο A1) η Moody’s αναφέρει τους φόβους της ότι η ευρωστία της κινεζικής οικονομίας θα βαίνει φθίνουσα τα επόμενα χρόνια, με τον ρυθμό ανάπτυξης να επιβραδύνεται και το χρέος να συσσωρεύεται. Σημειωτέον ότι ταυτόχρονα με την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας ο οίκος αναθεώρησε τις προοπτικές της κινεζικής οικονομίας από «σταθερές» σε «αρνητικές».
Ομαλή προσγείωση
Είναι αλήθεια ότι η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας υποχώρησε στο 6,7% το 2016 από το 6,9% που ήταν την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Πρόκειται για τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 1990. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι η φούσκα των ακινήτων είχε διογκωθεί τα τελευταία χρόνια σε επικίνδυνα επίπεδα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να συσσωρεύουν «κόκκινα» δάνεια και ως εκ τούτου να φουντώνουν οι φήμες για πιθανή κεφαλαιακή στήριξή τους από την κυβέρνηση.
Εδώ θα παρατηρούσε κανείς ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας είναι προγραμματισμένη και συντονισμένη από την κυβέρνηση του Πεκίνου. Η υποχώρησή της στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1990 ήταν το σκοπούμενο του Πεκίνου για να αποτρέψει την «υπερθέρμανση» της οικονομίας. Στόχος του ήταν να προκαλέσει ένα ελεγχόμενο και ασφαλές ξεφούσκωμα της φούσκας, να φρενάρει τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών και να εξασφαλίσει εν γένει ένα «soft landing», που λένε οι Αγγλοσάξονες, την ομαλή προσγείωση δηλαδή της οικονομίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το Πεκίνο τα πηγαίνει περίφημα προσώρας.
Αντίδραση στη Moody’s
Την επομένη κιόλας της υποβάθμισης ο Μέι Ξινιού, ένας ερευνητής του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου, υπέγραψε το κύριο άρθρο στη «Λαϊκή Ημερησία» του Πεκίνου, με το οποίο χαρακτηρίζει «παράλογη» την υποβάθμιση. Ο κυβερνητικός αξιωματούχος θεωρεί ότι η Moody’s υπερεκτιμά την εξάρτηση της Κίνας από τα προγράμματα τόνωσης της οικονομίας (μέσω χρηματοδοτήσεων έργων υποδομών κατά κύριο λόγο) καθώς επίσης και το χρέος της χώρας.
Ο Μέι υποστήριξε ότι η εφετινή πορεία της κινεζικής οικονομίας ξεπερνά τις προσδοκίες της αγοράς και άσκησε κριτική στη Moody’s ότι συνυπολόγισε στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης τα χρέη των κρατικών επιχειρήσεων και τα χρέη των χρηματοδοτικών οχημάτων των τοπικών κυβερνήσεων.
Ο αξιωματούχος του Πεκίνου κάνει λόγο για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις της Moody’s, αν δει κανείς πώς μεταχειρίζεται ο οίκος χώρες της Ευρώπης ή τις ΗΠΑ. Προσθέτει, τέλος, ότι η υποβάθμιση πιθανώς θα αυξήσει ελάχιστα το κόστος δανεισμού της Κίνας, δεδομένου ότι η αξιολόγηση της χώρας παραμένει σαφώς σε βαθμίδα ελκυστική για επενδύσεις.
Τα μέτρα και τα σταθμά
Πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι η συμπεριφορά της Moody’s είναι όντως διαφορετική έναντι των ΗΠΑ και των άλλων οικονομιών της Δύσης και διαφορετική έναντι της Κίνας και των άλλων αναδυόμενων οικονομιών. Ο έγκυρος οίκος αξιολόγησης –όπως και οι Standard & Poor’s και Fitch άλλωστε –ουδόλως θορυβήθηκε το καλοκαίρι του 2007, όταν «έσκασαν» τα δύο πρώτα funds που επένδυαν στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου (subprime market), οδηγώντας έναν και πλέον χρόνο αργότερα μια κραταιά τράπεζα της Wall Street σε κατάρρευση (Lehman Brothers) και την αμερικανική (και παγκόσμια) οικονομία στη χειρότερη ύφεση και κρίση από εκείνη του 1929-1933 που ακολούθησε το Μεγάλο Κραχ.
Η Moody’s, άλλωστε, λίγες ημέρες πριν από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers συνιστούσε «αγορά» των μετοχών της. Και μέχρι την κατάρρευση της Enron Corp. τον Δεκέμβριο του 2001, αξιολογούσε τη μετοχή του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού ως μετοχή «προς αγορά». Την ίδια περίοδο ουδείς από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης είχε υποβαθμίσει την αμερικανική οικονομία που είχε πέσει σε ύφεση για 10 μήνες (από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2001) λόγω της ενεργειακής κρίσης στην Καλιφόρνια (και την ουσιαστική χρεοκοπία της Πολιτείας) που κατά πολλούς ευθύνεται, εξάλλου, για την κατάρρευση της Enron. Σημειωτέον ότι αν η Καλιφόρνια ήταν ανεξάρτητη χώρα, θα συμμετείχε στο G7 ως η πέμπτη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη.
Chinese statistics
Εχει δίκιο να φωνάζει το Πεκίνο για τη διακριτική μεταχείριση των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών. Οι οίκοι αξιολόγησης αδικούν κατάφωρα το Πεκίνο. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι απολύτως αναμενόμενο και φυσιολογικό. Αυτό επισημαίνει και ο αναγνώστης του Καζαντζάκη, οικονομολόγος της BNP. Και επισημαίνει, επίσης, ότι για τους ίδιους λόγους «ανωριμότητας» της κινεζικής οικονομίας αντιμετωπίζονται «ανώριμα» και τα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώνουν οι αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας.
«Η κινεζική κυβέρνηση ανακοινώνει ρυθμούς ανάπτυξης 7% ετησίως. Βλέπουμε όμως ότι βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες, όπως η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και η διακίνηση των εμπορευμάτων, αυξάνονται με ρυθμούς μόνο 3% έως 4%. Επόμενο είναι να σκεφθεί κανείς ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι λανθασμένα» γράφει ο Τσι.
Είναι σαφές ο αναλυτής με την παρατήρησή του αυτή υπονοεί «μαγείρεμα» ενισχυτικό του ΑΕΠ. Εξηγεί, όμως, πολλές ακόμη ιδιαιτερότητες στην κινεζική οικονομία. Οτι, φέρ’ ειπείν, οι δείκτες επηρεάζονται από τον δευτερογενή τομέα της οικονομίας, ενώ από το 2013 ο τομέας των υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση έχουν ξεπεράσει τον βιομηχανικό τομέα και συνεισφέρουν περισσότερο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.
Επίσης, ο Τσι επισημαίνει ότι οι μετρήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη την αναδιανομή πόρων και πλούτου από τα πλούσια νοτιοανατολικά παράλια προς την ενδοχώρα της Κίνας. Διότι «στην Κίνα η βιομηχανοποίηση μεταναστεύει προς τα δυτικά», όπως χράφει χαρακτηριστικά. Εν προκειμένω πρόκειται για «αλλοιώσεις» που λειτουργούν υποτιμητικά για την πραγματική οικονομική ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας.
Universal statistics
Εδώ ένας καλόπιστος πλην ειλικρινής παρατηρητής (και επ’ ουδενί συνωμοσιολόγος επηρεασμένος από τις ισοπεδωτικές ιδέες του λαϊκιστικού τόξου Μαδούρο – Τραμπ – Πούτιν – Ερντογάν και γειτόνων – Κιμ) θα παρατηρούσε ότι πάμπολλες στατιστικές αρχές των ΗΠΑ, κρατικές και μη αλλά πάντως «θεσμικές», που επηρεάζουν τις αποφάσεις των διαχειριστών κεφαλαίων και των παραγόντων της αγοράς αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και της κυβέρνησης, βασίζονται σε μετρήσεις και σε στατιστικές έρευνες που διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο στη Νέα Υόρκη!
Εντάξει, όχι μέσα μέσα στην πόλη, όχι στο Μανχάταν, αλλά στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης που είναι η τρίτη πολυπληθέστερη στις ΗΠΑ με 19,6 εκατ. κατοίκους. Οι ΗΠΑ, όμως, έχουν άλλες 49 Πολιτείες και συνολικό πληθυσμό πάνω από 316 εκατομμύρια κατοίκους –χώρια οι λαθρομετανάστες που δεν πρόλαβε ακόμα να εξαφανίσει ο Τραμπ. Ουδείς, παρά ταύτα, αμφισβητεί την αξιοπιστία των μακροοικονομικών στοιχείων που ανακοινώνουν οι ΗΠΑ. Και επιπλέον, ακόμα και το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου, που είναι αρμόδιο, ανακοινώνει και μία και δύο διορθώσεις σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό του ΑΕΠ κάθε τριμήνου.
Εν κατακλείδι, το ζήτημα με την πραγματικότητα είναι να την αντικρίσει κανείς με τα κατάλληλα μάτια. Και εν προκειμένω με εμπιστοσύνη. Διότι η πραγματικότητα (κυρίως αφορά τα στατιστικά στοιχεία, τα αξιόχρεα και τις αξιολογήσεις) διαμορφώνεται με βάση κάποια σύμβαση. Σε μια συμφωνία ότι όλοι θα ακολουθούν τους ίδιους δείκτες και θα παρακολουθούν τις ίδιες εξελίξεις. Διαμορφώνεται με βάση την εμπιστοσύνη ότι όλοι παίζουν το παιχνίδι με τους ίδιους όρους.
Οταν αρχίσει η αμφισβήτηση των όρων και των κανόνων του παιχνιδιού, ξεκινά η αποσταθεροποίηση. Κλασικό το πρόσφατο παράδειγμα με τις εκπομπές καυσαερίων από τα πετρελαιοκίνητα Volkswagen. Πρόκειται για σκάνδαλο κορυφής διότι ξέσπασε στην κορυφαία σε πωλήσεις αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο. Και στη συνέχεια, ως γνωστόν, το dieselgate επεκτάθηκε και σε άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες, διότι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη προς τον κλάδο εν γένει. Κάπως έτσι ξέσπασε η κρίση του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και τη διάσωση του τραπεζικού τομέα των ΗΠΑ με τα χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων.
Εν προκειμένω, η αμφισβήτηση των στατιστικών στοιχείων της Κίνας απειλεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη των αγορών έναντι της δεύτερης, μετά την αμερικανική, οικονομίας στον κόσμο. Διότι η συμπεριφορά των αγορών είναι αγελαία και η απώλεια της εμπιστοσύνης προκαλεί πανικό στους επενδυτές. Ρευστοποιήσεις, πτώση των επιπέδων στήριξης, αυτόματες πωλήσεις από τους θεσμικούς, νέος πανικός, νέα πτώση των δεικτών, γενική καταστροφή. Εξαιρούνται μόνο όσοι ποντάρουν σ’ αυτή, όπως ο διάσημος Τζον Πόλσον που κέρδισε 4 δισ. δολάρια από την οικονομική καταστροφή του 2008.
HeliosPlus