Oσοι συνομιλούν με τους επιτελείς του οικονομικού επιτελείου γνώριζαν ότι οι πιθανότητες για ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος στο Eurogroup της 22ας Μαΐου ήταν μικρές.
Επίσης ήταν ενήμεροι ότι η συζήτηση θα παραταθεί και πως κρισιμότερο θα ήταν το επόμενο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης της 15ης Ιουνίου. Κάτι που επιβεβαιώθηκε έπειτα από τη μακρά συνεδρίαση της περασμένης Δευτέρας, η οποία αφού εξήρε την πρόοδο στο σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης μετέθεσε τις αποφάσεις έπειτα από τρεις εβδομάδες, ώστε να δοθεί χρόνος στις διαβουλεύσεις μεταξύ των εταίρων με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και αυτό γιατί χάσμα χωρίζει τους Τόμσεν και Λαγκάρντ με τους Ευρωπαίους και ιδιαιτέρως με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών.
Η όλη επεξεργασία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τις ελληνικές οικονομικές επιδόσεις στηρίζεται σε πολύ απαισιόδοξες υποθέσεις.
Λαμβάνοντας πιθανώς υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της μεγέθυνσης στα χρόνια της μεταπολίτευσης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία, με τις παραγωγικές και άλλες υστερήσεις που την συνοδεύουν, δεν μπορεί να επιτύχει πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πράγμα που γι’ αυτούς σημαίνει ότι δεν μπορεί να ανακάμψει χωρίς γενναία ρύθμιση του χρέους, γιατί απλούστατα είναι ανθρωπίνως αδύνατον να επιτυγχάνει σε συνθήκες περιορισμένης ανάπτυξης υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο, ικανά να στηρίζουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους.
Απ’ αυτή τη βασική απαισιόδοξη υπόθεση πηγάζουν βεβαίως κι όλες οι υπόλοιπες που συνδέονται με τη συμμετοχή η μη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ενδεικτική της απαισιοδοξίας του Ταμείου είναι η υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο του 1% το χρόνο μέχρι το 2060 και άρα δεν μπορεί να επιτυγχάνει ετησίως πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα του 1,5% του ΑΕΠ. Παραβλέπουν ωστόσο οι ιθύνοντες του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα μετά τον πόλεμο, έπειτα δηλαδή από μια μεγάλη καταστροφή σαν τη σημερινή, επέτυχε για πάνω από μια δεκαετία και συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’60, πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σαν κι αυτούς που επιτυγχάνουν σήμερα οι ασιατικές οικονομίες.
Συνδυαστικά πάντως οι δύο υποθέσεις οδηγούν στην εκτίμηση ότι το ελληνικό χρέος το 2060 δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 226% του ΑΕΠ. Έτσι το Ταμείο αντιμετωπίζει το ελληνικό χρέος ως μη βιώσιμο και απαιτεί γενναίο περιορισμό του.
Στον αντίποδα το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι με ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,6% του ΑΕΠ το ελληνικό χρέος μπορεί να υποχωρήσει στο 49% του ΑΕΠ το 2060. Όπως διαπιστώνει κανείς το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο και φανερώνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο μερών. Για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, για τον κ.Σόιμπλε δηλαδή, μια πειθαρχημένη και ανταγωνιστική οικονομία δύναται να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και ικανή μεγέθυνση για την απομείωση του χρέους.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στην περίπτωσή μας συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές κουλτούρες, η ορθότητα και η ακρίβεια των οποίων αμφισβητούνται, γιατί όπως έχουμε ξαναπεί τα κατά καιρούς μοντέλα προσέγγισης των οικονομικών προοπτικών συνήθως αποτυγχάνουν, επειδή απλούστατα η οικονομική ζωή εξελίσσεται δυναμικά, είτε ανοδικά είτε καθοδικά, καθώς εξαρτάται από πλήθος μη ελεγχόμενων κάθε φορά παραγόντων και συνθηκών.
Υπό αυτή την έννοια η προσπάθεια των οικονομολόγων να ασφαλισθούν έναντι κινδύνων σε τόσο μακροπρόθεσμη βάση – μέχρι το 2060 στην προκειμένη περίπτωση – φαντάζει αν μη τι άλλο ανόητη.
Όπως και να έχει στις συζητήσεις που έγιναν στο Eurogroup κατεδείχθη το χάσμα, όπως και η αντιεπιστημονικότητα της διαφοράς.
Γεγονός που δημιουργεί την πεποίθηση ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να επιμένει χωρίς έκθεση και κόστος σε σενάρια ακραία. Πολύ περισσότερο όταν είναι κοινώς παραδεκτό και επιβεβαιωμένο από την έγκριση της έκθεσης συμμόρφωσης, ότι η Ελλάδα έχει ικανοποιήσει ένα ευρύ φάσμα υποχρεώσεων απέναντι σε εταίρους και δανειστές.
Κακά τα ψέματα η Ελλάδα μέσα στη δυσκολία της αφαίρεσε κάθε επιχείρημα άρνησης μιας σχετικά λογικής διευθέτησης του χρέους.
Κάτι που επιτρέπει αισιοδοξία ότι στις τρεις βδομάδες που ακολουθούν μέχρι το Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα βρεθεί κάποιο σχήμα που θα επιτρέψει τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και θα προσφέρει τη δυνατότητα επανένταξής της στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Γεγονός που αν επιβεβαιωθεί θα διαψεύσει στην πράξη τα καταθλιπτικά σενάρια του κ.Τόμσεν.
Η Ελλάδα αν υποτυπωδώς ελευθερωθεί και ανακτήσει την χαμένη αξιοπιστία της μπορεί να επαναλάβει το οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του ’60 και να αποτελέσει ξανά παράδειγμα αναπτυσσόμενης χώρας για τον ΟΟΣΑ, όπως αναφερόταν τότε στις εκθέσεις του διεθνούς οικονομικού οργανισμού.