Μετριοπαθής, μεταρρυθμιστής, ανεξάρτητος και πάνω από όλα κεντρώος. Ετσι εμφανίστηκε ο 39χρονος Εμανουέλ Μακρόν στους Γάλλους και έτσι εξελέγη πρόεδρος σχεδόν από το πουθενά, χωρίς μεγάλο, παραδοσιακό κόμμα να τον στηρίζει. «Ούτε αριστερός ούτε δεξιός», όπως του αρέσει να λέει, ο νέος πρόεδρος μοιάζει να ενσαρκώνει ένα ιδιαίτερα γαλλικό είδος Κέντρου –το «ακραίο Κέντρο», λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο ιστορικός Πιερ Σερνά.
Καθηγητής στη Σορβόννη και διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης (Institut d’histoire de la Révolution française), ο Σερνά επινόησε τον όρο «ακραίο Κέντρο» το 2005 (στο βιβλίο του La République des girouettes. 1789-1815 et au-delà. Une anomalie politique française, la France de l’extrême centre, εκδ. Champ Vallon) για να περιγράψει μια ταραγμένη περίοδο στο παρελθόν. Σήμερα πάντως πολλοί μιλάνε για «ακραίο» ή και «ριζοσπαστικό Κέντρο» αναλύοντας το φαινόμενο Μακρόν. Τι σημαίνει όμως ο όρος;
«Φυσικά, πρόκειται για μια ιστορία από το παρελθόν που αρχίζει το 1794 και τελειώνει το 1799 με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Βοναπάρτη, προδότη στρατηγού ο οποίος εγκαταλείπει τον στρατό του στην Αίγυπτο και γυρίζει στο Παρίσι για να κάνει πραξικόπημα υποστηριζόμενος από ολόκληρη την κυρίαρχη αστική τάξη, η οποία βλέπει αλλόφρων τις δημοκρατικές δυνάμεις να ανακάμπτουν. Παλιά ιστορία…
Πρότεινα λοιπόν το 2005 να ονομάσουμε αυτή την περίοδο στην ιστορία της Γαλλίας ως τη γέννηση του «ακραίου Κέντρου». Αλλά στις 7 Μαΐου του 2017, ακούγοντας την ομιλία του νέου προέδρου, με την επιστροφή του στην ηθική τάξη, χωρίς αναφορά σε μια πραγματική κοινωνική πολιτική εκτός από μια φράση για όσους βρίσκονται στην «πιο μειονεκτική θέση», ακούγοντάς τον να κηρύσσει προσκλητήριο παντού αδιακρίτως, σε Δεξιά και Αριστερά, να ευχαριστεί θερμά τον πρόεδρο Ολάντ, υπεύθυνο για μια καταστροφή που μετά βίας αποφύγαμε, και να ανακοινώνει ήδη μέτρα που έλαβε η κυβέρνησή του, αλλά με ποια δημοκρατική πλειοψηφία; Ολα αυτά μού θύμισαν… «ακραίο Κέντρο».
Το ορίζω ως μια πρακτική του γαλλικού κράτους που εμφανίστηκε τότε και έχει μια διαρκή πολιτική ιστορία τους δύο τελευταίους αιώνες στην πνευματική συγκρότηση των γαλλικών ελίτ, οι οποίες μετακινούνται από το ένα καθεστώς στο άλλο με την προϋπόθεση να διατηρήσουν τις θέσεις τους», μας λέει ο Σερνά.
Τον ρωτάμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «ακραίου Κέντρου» στην ανάλυσή του. «Πρώτον, η πολιτική μετριοπάθεια προκειμένου να ακυρωθεί στο όνομα των καλών τρόπων και της σταθερότητας η ζωτικότητα των ριζοσπαστικών πολιτικών απόψεων, που προέρχονται ειλικρινά από την Αριστερά ή από τη Δεξιά, τις οποίες ταυτίζει με σκοπό να εξουδετερώσει.
Δεύτερον, το ακραίο Κέντρο εφαρμόζει και ενθαρρύνει την πολιτική του ανεμοδείκτη –όπου φυσάει ο άνεμος (girouettisme), χωρίς δισταγμούς και χωρίς αρχές, στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων του έθνους, παρουσιάζοντας τις πολιτικές αρχές ως «παρωχημένες», κατάλληλες μόνο για τον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Και, τρίτον, χρησιμοποιεί την εκτελεστική εξουσία με σιδερένια πυγμή ως έσχατη λύση, δεδομένου ότι είναι εκεί που οι θεσμοί του κράτους επιβάλλουν όλη τη δύναμη τους, και προκρίνει μάλλον τη δημόσια τάξη και όχι την πολιτική συζήτηση, τη συναίνεση μέσα από τα συμφέροντα και όχι τη διαμάχη που συντηρεί τις ιδέες», απαντά ο Σερνά.
Το ιστορικό πλαίσιο που γέννησε τον όρο «ακραίο Κέντρο» στη σκέψη του Σερνά ήταν το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης: από τον θάνατο του Ροβεσπιέρου στη λαιμητόμο το 1794 ως το πραξικόπημα της 18ης Μπριμέρ πέντε χρόνια αργότερα, με το οποίο ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλυσε το Διευθυντήριο και άρχισε να κυβερνά ως πρώτος ύπατος, απόλυτος μονάρχης σε μια μόνο κατ’ όνομα δημοκρατία.
Το 1795 η περίοδος του μεγάλου τρόμου έχει λήξει και η γαλλική αστική τάξη επιδιώκει επιστροφή στον φιλελευθερισμό. Οι λεγόμενοι «μετριοπαθείς» αποκατέστησαν τις αστικές αξίες (επαναφορά θρησκείας, οικονομικής ελευθερίας κ.λπ.) και ψήφισαν νέο Σύνταγμα (Αύγουστος 1795), αντιβασιλικό μεν, το οποίο περιόριζε όμως τη λαϊκή βούληση, παραχωρώντας δικαίωμα ψήφου μόνο στους ευπόρους.
Τη νομοθετική εξουσία ασκούσαν πλέον δύο σώματα: η Βουλή και η Γερουσία. Η εκτελεστική ανατέθηκε σε πενταμελές Διευθυντήριο, με το οποίο η εξουσία άρχισε να επανέρχεται στους αστούς. Αφού εδραίωσαν τη θέση τους στο εμπόριο και στη βιομηχανία, αυτοί αρχίζουν να διεκδικούν κυριαρχία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εκφραστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ο νεαρός στρατηγός Ναπολέων Βοναπάρτης του οποίου η υπερφιλόδοξη πολιτική άνοδος είχε αρχίσει δύο χρόνια νωρίτερα, όταν κατέστειλε με επιτυχία τη βασιλική αντεπανάσταση του 1793.
Στρατηγική σε τρία στάδια
Σύμφωνα με τον Σερνά, «Εκείνη την εποχή, φοβισμένοι από τη θέση που αναλαμβάνουν λαϊκές δυνάμεις στην πολιτικοποίηση της χώρας και την επιθυμία τους για εκδημοκρατισμό, οι λεγόμενοι «μετριοπαθείς» βουλευτές, μεταρρυθμιστές, οι οποίοι θέλουν να σταματήσουν την επανάσταση, εφαρμόζουν μια στρατηγική σε τρία στάδια.
Πρώτο βήμα: να σταματήσει η εξωφρενική βία του όχλου, όπως τη χαρακτηρίζουν. Γι’ αυτό πρέπει να στιγματιστούν και να αντιμετωπιστούν συστηματικά όλοι οι «εξτρεμιστές» εξίσου συνένοχοι για τους μετριοπαθείς: βασιλόφρονες και Ιακωβίνοι, κόκκινοι και λευκοί σκούφοι μπαίνουν στο ίδιο σακί. Επιθυμούν το χάος για τη Γαλλία, λένε οι μετριοπαθείς, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται ασπίδες της δημοκρατίας.
Απορρίπτοντας τον υγιή θυμό όσων πεινάνε και οι οποίοι αγωνίστηκαν για να ιδρύσουν μια δημοκρατία, οι μετριοπαθείς θέλουν τώρα να στρέψουν την πολιτική συζήτηση στην ηθική, και όχι στην πολιτική που διχάζει, κατ’ αυτούς, τη χώρα. Μιλάνε μόνο για δουλειές, μεταρρυθμίσεις, στα μάτια τους η μόνη εφικτή επανάσταση είναι οικονομικώς φιλελεύθερη, όπως άλλοι μιλάνε μόνο για την… ψηφιακή επανάσταση σήμερα.
Ενα σύστημα που δεν λέει το όνομά του έχει γεννηθεί. Σε αυτό δεν πρέπει να μιλάμε για πολιτική. Εξάλλου δεν υπάρχουν πλέον «πολίτες» (citoyens). Οι «έντιμοι άνθρωποι», όπως αποκαλούν τους εαυτούς τους, θέλουν να καταργήσουν αυτή τη δυνατή λέξη εφευρίσκοντας μιαν άλλη, τους «mitoyens», άνδρες και γυναίκες του Κέντρου, χωρίς πολιτικές ιδέες, που κοιτάζουν τις δουλειές τους, τις οικογένειές τους… και την Ευρώπη, που ήδη θεωρείται μια τεράστια αγορά.
Δεύτερο στάδιο: η αποδυνάμωση της νομοθετικής εξουσίας με την οικοδόμηση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό είναι η δημιουργία του Διευθυντηρίου και η ικανότητά του να κυβερνά με διατάγματα, με κείμενα, με μορφές παραγγελιών (ordonnances) που μας υπόσχονται και τώρα (σ.σ.: ο Μακρόν λέει πως θα προχωρήσει έτσι, με διατάγματα και υπογραφές υπουργικού συμβουλίου στη μεταρρύθμιση στα εργασιακά). Μαζί και η αναζήτηση για έναν νέο ηγέτη, χωρίς παρελθόν αλλά με φιλοδοξία να ενσαρκώσει αυτή τη δημοκρατία της τάξης και του παλιού συντηρητισμού. Και τρίτο στάδιο, η αναδιάρθρωση του πολιτικού κόσμου γύρω από ένα Κέντρο που φιλοξενεί τη μαλακή, κουρασμένη Αριστερά και την άτολμη δεξιά μπουρζουαζία».
Θεόσταλτος ηγέτης-σωτήρας
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι σύμφωνα με αυτή την ιστορική ανάλυση το «ακραίο Κέντρο» κηρύσσει μια μετριοπαθή πολιτική που ασκείται από μιαν αυταρχική εκτελεστική εξουσία. Αντιτίθεται στην ιδέα της Δημοκρατίας που ξεπήδησε μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, στην οποία η κυβέρνηση βασίζεται στην ύπαρξη μιας αντιπολίτευσης μεταξύ μιας Δεξιάς και μιας Αριστεράς μέσα σε ένα κοινοβουλευτικό πλαίσιο.
Ο χαμαιλέων ηγέτης του «ακραίου Κέντρου» φιλοδοξεί να γίνει ένας τεχνοκράτης της πολιτικής που θα εγγυάται ότι οι θεσμοί θα λειτουργούν πέρα από τις κομματικές διαιρέσεις. Εχοντας γίνει μη κομματικός, δεν είναι πια ο οπορτουνιστής προδότης –φαίνεται τώρα να ενσαρκώνει τις αρχές της κοινής λογικής, της μετριοπάθειας, του αυτοελέγχου και της υπεράσπισης του γενικού συμφέροντος.
Μετά το πραξικόπημα του 1799 ο Ναπολέων Βοναπάρτης ενσαρκώνει τέλεια αυτή την πολιτική φιλοσοφία: «Ούτε κόκκινα τακούνια (της αριστοκρατίας) ούτε κόκκινος σκούφος (των επαναστατών), είμαι εθνικός», όπως είπε και ο ίδιος. Είναι το ιδανικό μιας γαλλικής πολιτικής ζωής που έχει απαλλαγεί από τη σύγκρουση Δεξιάς-Αριστεράς, που κυριάρχησε επί Διευθυντηρίου.
Η 18η Μπριμέρ (9 Noεμβρίου 1799), το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης, θεωρείται σε αυτή την ερμηνεία το αποτέλεσμα μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής των εκπροσώπων του «ακραίου Κέντρου», με στόχο να επιβάλουν έναν θεόσταλτο ηγέτη-σωτήρα που συμβολίζει τη συμφιλίωση των ελίτ σε βάρος της συνέχισης του δημοκρατικού προτάγματος της Επανάστασης.
Χαρακτηριστικό και αδυναμία του «ακραίου Κέντρου»; Δεν στηρίζεται σε μια σαφή θεωρητική σκέψη, ούτε σε μια πνευματική παράδοση, αλλά σε ένα θεσμικό μοντέλο: στη δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας, που αναλαμβάνει επικεφαλής μιας συγκεντρωτικής γραφειοκρατίας και μιας ουδέτερης τεχνοκρατίας.