Δεν γνωρίζω αν αυτή η όψιµη αθηνολατρεία είναι «φρούτο» της κρίσης. Η δική μου, πάντως, σίγουρα. Ζώντας και δουλεύοντας σε μια πόλη παντελώς απαξιωμένη και –σχεδόν –μισητή, αποφάσισα κάτι να κάνω. Επέλεξα να παραδοθώ και εγώ σε αυτό το διογκούμενο trend και να γίνω έστω για μια μέρα τουρίστρια στην πόλη μου. Οχι στα χρόνια των διακοποδανείων αλλά σήμερα, στην εποχή της σήψης. Ξεκίνησα με μια ξενάγηση στην οδό Σταδίου. Κυριακή πρωί, στις 11.30. Μαθαίνω ότι είναι ο τέταρτος περίπατος, στο πλαίσιο μιας δράσης αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς (εγώ βρέθηκα εμβόλιμη). Η πρωτοβουλία, πληροφορούμαι, ανήκει σε δύο πεφωτισμένες σχολικές συμβούλους φιλολόγων: τη Σεβαστή Λάζαρη και τη Γιούλη Χρονοπούλου (της Α’ και της Δ’ Αθήνας αντίστοιχα). Ξεναγός ο Θανάσης Γιοχάλας, εις εκ των συγγραφέων του άκρως ερωτεύσιμου βιβλίου «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» (εκδ. Εστία), μπεστ σέλερ στους κύκλους των ξεναγών αλλά και των εκκολαπτόμενων, σαν κι εμένα, αθηνοχτυπημένων.
Η κυριακάτικη ξενάγηση ξεκινά στη συμβολή της Σταδίου με την οδό Βουκουρεστίου (γνωστή έως το 1913 και ως οδός Αγχεσμού, γιατί οδηγεί στην ομώνυμη, χαμηλότερη κορυφή του Λυκαβηττού). Δίπλα δηλαδή από το στόμιο του Citylink, σημείο που κάποτε κοσμούσαν οι Βασιλικοί Στάβλοι και το «βεσπασιανό» (δημόσια ουρητήρια). Μαθαίνουμε ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1850 η Σταδίου ήταν σκέτο Φαρ Ουέστ. Τη διέσχιζε ρέμα βάθους τριών μέτρων και ήταν τόσο απόκεντρη, αδιάβατη (αν εξαιρέσεις κάτι ετοιμόρροπες ξύλινες γέφυρες) και υποτυπωδώς φωτισμένη που μόνο η εκκεντρική dame της εποχής, η κοντέσα Τζένη Θεοτόκη (φίλη της Δουκίσσης Πλακεντίας), τόλμησε να τη διασχίσει έφιππος· οι ελαφρώς «φλώροι» ακόλουθοί της έκριναν φρόνιμο απλά να τη χειροκροτήσουν. Το σημερινό όνομά της το οφείλει στην αρχική πρόβλεψη να φθάνει έως το Στάδιο (στο σχέδιο των Κλεάνθη – Σάουμπερτ). Παρ’ ολίγον, βέβαια, να ονομαστεί «Λεωφόρος των Ακακιών» (από τις ακακίες που φυτεύτηκαν εδώ στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά ξεριζώθηκαν τελικά βιαίως) και εν συνεχεία «Οδός Τσώρτσιλ».
Ο εμβριθής Θανάσης Γιοχάλας μάς ξεναγεί στα υπόλοιπα τοπόσημα της κεντρικής οδού. Στα περισσότερα νοερώς. Οικία Κοντόσταυλου, Σιγαροβιομηχανία Λέρτα, Μέγαρο Γιαννοπούλου, Σταχτοθήκη (ο λόφος στάχτης από τα σαπωνοποιεία της πόλης), Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής (αλήθεια, έχει πατήσει κανείς μας πόδι στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο εντός του;), Μέγαρο του ΟΤΕ (1931, αντιπροσωπευτικό δείγμα του αθηναϊκού μοντερνισμού), το πρώτο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, το φαρμακείο του Λήτου κ.τ.λ. Μια μικρή παράκαμψη στην πλατεία Καρύτση θα είναι ιδιαιτέρως φορτισμένη (τουλάχιστον για κάποιους εξ ημών). Στην ξενάγηση ξεδιπλώνεται αναπόφευκτα και η ανθρωπογεωγραφία του δρόμου, π.χ. οι «νερουλάδες», όπως βαφτίζονταν στη διάρκεια της Κατοχής όσοι πελάτες του «Ζαχαράτου» (το διάσημο καφενείο ξεκίνησε από τη Σταδίου) δεν είχαν λεφτά να πληρώσουν για καφέ· οι σερβιτόροι, κατανοώντας τη δεινή θέση τους, τους έφερναν ένα ποτήρι νερό.
Εγώ αποτολµώ ταυτόχρονα μια περιήγηση στη δική μου προσωπική, αλλοτινή Σταδίου: Χρήστου Λαδά 3, Toy Café, βιβλιοπωλείο Kάουφμαν, δισκοπωλείο Virgin, κινηματογράφοι «Αττικόν» και «Απόλλων», Galaxy (εκεί που ο γνωστός σαχλός αστικός μύθος λέει ότι δείχνει ο ορειχάλκινος Κολοκοτρώνης) κ.ά. Δεν πρόκειται για ρετρό συγκατάβαση, ούτε για αποχαυνωτική νοσταλγία που εξωραΐζει το παρελθόν και καμουφλάρει το παρόν. Η Σταδίου του 2017 με τις κουβέρτες των αστέγων και τις θλιβερές στοές είναι εδώ. Απλά η ξενάγηση στην παλιά, «καλλιμέγαρο Σταδίου», σε κάνει πιο συμπονετικό με το σήμερα (και ίσως) πιο πείσμονα στο να ονειρευτείς ένα αύριο.
Πληροφορούμαι ότι το παλιρροϊκό κύμα αθηνολατρείας έχει συνεπάρει πολύ κόσμο. Τις προάλλες άκουσα μια παρέα γυναικών που έδινε ραντεβού κυριακάτικα για μια βόλτα στις αυλές της Πλάκας (ένα εαρινό Open Walk των Atenistas), για ένα δημοτικό σχολείο που ξεναγήθηκε στην πρώτη πολυκατοικία του Νίκου Βαλσαμάκη (στο νούμερο 5 της οδού Σεμιτέλου), για συλλογικότητες (π.χ. hιστορισταί, Ομάδα Aστυ) που δημιουργούν συνθήκες διαλόγου με αυτήν την πόλη. Θέλουμε δεν θέλουμε, σε αυτήν ζούμε, σε αυτήν ελλοχεύουν οι μνήμες μας, εδώ μεγαλώνουμε εμείς, αυτό είναι το δικό μας «γεωπολιτικό» χαρτί. Ας το αγαπήσουμε επιτέλους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ