Σε επικοινωνιακή, αν όχι και πολιτική, καταστροφή για τον Ντόναλντ Τραμπ εξελίσσεται η υπόθεση της απομάκρυνσης του Τζέιμς Κόμεϊ από το αξίωμα του διευθυντή του FBI εν μέσω της πολύκροτης έρευνας της υπηρεσίας για πιθανές διασυνδέσεις του προεκλογικού επιτελείου του αμερικανού προέδρου με ρωσικούς παράγοντες. Στη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας έγινε γνωστό ότι τον Φεβρουάριο ο Τραμπ φέρεται να διαμήνυσε στον Κόμεϊ να σταματήσει την ομοσπονδιακή έρευνα ενάντια στον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μάικλ Φλιν, χαρακτηρίζοντάς τον «καλό τύπο».
Παράλληλα –και επειδή για τον Τραμπ ένα σκάνδαλο τη φορά δεν θα μπορούσε να είναι αρκετό –δημοσιεύματα σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι ο πρόεδρος μοιράστηκε απόρρητες πληροφορίες σχετικά με τη δράση του Ισλαμικού Κράτους με τον ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του τελευταίου στην Ουάσιγκτον.
Στο μεταξύ οι φωνές για να κινηθεί διαδικασία αποπομπής (impeachment) του Τραμπ στις ΗΠΑ πληθαίνουν, με νομικούς, πανεπιστημιακούς και δημοκρατικούς βουλευτές να υποστηρίζουν ότι αυτή τη φορά ο πρόεδρος ξεπέρασε τα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας.
Μία ημέρα αφού απέλυσε τον Κόμεϊ, ο Τραμπ υποδέχθηκε τον Λαβρόφ και τον ρώσο πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον Σεργκέι Κίσλιακ στον Λευκό Οίκο. Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ο Τραμπ, σύμφωνα με δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post», φέρεται να αποκάλυψε στους ρώσους αξιωματούχους απόρρητες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του από σύμμαχο των ΗΠΑ (ενδεχομένως το Ισραήλ), σχετικά με σχέδια του Ισλαμικού Κράτους για βομβιστικές επιθέσεις με φορητούς υπολογιστές σε πτήσεις. Παρότι τόσο συνεργάτες του Τραμπ όσο και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έσπευσαν να τον υποστηρίξουν, λέγοντας ότι οι πληροφορίες που μοιράστηκε ο πρόεδρος δεν ήταν απόρρητες και ότι απλώς έθεσε στους συνομιλητές του τις ανησυχίες του για το ζήτημα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, η ζημιά είχε γίνει: εν ενεργεία και μη αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι η ενέργεια του Τραμπ ήταν απερίσκεπτη καθώς όχι μόνο πρόδιδε την εμπιστοσύνη του συμμαχικού κράτους από όπου προέρχονταν οι πληροφορίες αλλά και αποκάλυπτε ευαίσθητα δεδομένα σε αντίπαλη κυβέρνηση αφού τα συμφέροντα της Ρωσίας στη Συρία έρχονται σε σύγκρουση με εκείνα των ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, δημοσίευμα του Reuters ήρθε να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά. Οπως αποκάλυψε την Πέμπτη το ειδησεογραφικό πρακτορείο, οι επαφές του Φλιν και άλλων συνεργατών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ με το Κρεμλίνο αποδεικνύονται από την ύπαρξη τουλάχιστον 18 τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διάρκεια των τελευταίων επτά μηνών πριν από τις προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2016. Μάλιστα έξι από αυτές τις επαφές στις οποίες αναφέρεται το Reuters είναι τηλεφωνικές συνομιλίες συμβούλων του Τραμπ –του Φλιν συμπεριλαμβανομένου –με τον πρεσβευτή Κίσλιακ.
Οπως ανέφερε το δημοσίευμα, οι συνομιλίες του Φλιν με τον Κίσλιακ έγιναν περισσότερες μετά τις εκλογές καθώς οι δύο τους συζητούσαν το ενδεχόμενο των απευθείας συνομιλιών του Τραμπ με τον Πούτιν, παρακάμπτοντας τη γραφειοκρατία της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας, την οποία και οι δύο πλευρές έκριναν ως τροχοπέδη στη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Τα υπόλοιπα 12 τηλεφωνήματα και emails φέρεται να περιλαμβάνουν επαφές συνεργατών του Τραμπ με άλλους ρώσους αξιωματούχους ή ανθρώπους κοντά στον Πούτιν.
Τον Ιανουάριο ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ αρνήθηκαν ότι συνεργάτες του νεοεκλεγέντος, τότε, προέδρου διατηρούσαν επαφές με ρώσους αξιωματούχους. Τον επόμενο μήνα ωστόσο ο Φλιν υπέβαλε την παραίτησή του υπό τη σκιά των αποκαλύψεων για τις επαφές του με τον Κίσλιακ. Μία ημέρα αργότερα, ο Τραμπ φέρεται να προσέγγισε τον Κόμεϊ –σύμφωνα με υπόμνημα του ιδίου –ζητώντας του να σταματήσει τις έρευνες ενάντια στον Φλιν καθώς «δεν έχει κάνει κάτι κακό» και είναι «καλός τύπος».
Μετά την απομάκρυνση του Κόμεϊ από τον Τραμπ στις αρχές Μαΐου, η συζήτηση για πιθανή καθαίρεση του προέδρου φούντωσε ακόμη μία φορά. Καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου και άλλοι πανεπιστημιακοί καθώς και δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ αυτήν τη φορά όχι μόνο κινείται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας αλλά και ότι τα ξεπέρασε, κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε να παρεμποδίσει τη Δικαιοσύνη.
Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμη και για συνταγματική κρίση στις ΗΠΑ, ενώ το Politico έγραψε ότι ακόμη και οι Ρεπουμπλικανοί αισθάνονται ότι ο πρόεδρός τους το
«παρατράβηξε».
«Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν αρχίσει να εκφράζουν ιδιωτικά την ανησυχία τους ότι κάποια μέρα θα κληθούν να κρίνουν τις πράξεις του Τραμπ ή ότι θα προκύψουν περισσότερες ενοχοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον Κόμεϊ που θα αναγκάσουν τον πρόεδρο να παραιτηθεί» ανέφερε το Politico, προσθέτοντας ότι έχει παρατηρηθεί μια ξεκάθαρη αλλαγή στη στάση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο,
«οι οποίοι μέχρι τώρα απέφευγαν να επικρίνουν τον Τραμπ, πόσω μάλλον να απαιτήσουν να τεθεί υπόλογος για όλα όσα λέει και κάνει».Μπορεί να καθαιρεθεί ο αμερικανός πρόεδρος;«Το Βήμα» ζήτησε τη γνώμη τριών ειδικών ως προς την πιθανότητα να κινηθεί διαδικασία αποπομπής του Ντόναλντ Τραμπ μετά και τις τελευταίες αποκαλύψεις γύρω από την απομάκρυνση του διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ αλλά και την προσπάθεια του προέδρου να επηρεάσει την έκβαση της ομοσπονδιακής έρευνας σε βάρος του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Μάικλ Φλιν.
«Οι χειρισμοί της κυβέρνησης στην υπόθεση του Κόμεϊ συνιστούν ένα σοβαρό ατόπημα που κάνει τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα να ανησυχούν. Είναι πολύ νωρίς ωστόσο να πούμε αν κάτι από όλα όσα συνέβησαν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια διαδικασία αποπομπής» μάς είπε ο Κιθ Γουίτινγκτον, καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
«Απαιτείται πιο εκτενής έρευνα προκειμένου να ξεκαθαριστεί τι συνέβη και μετά να αποφασιστεί ποια θα είναι η καλύτερη συνταγήγια τα προβλήματα που θα αποκαλυφθούν από αυτή τη διαδικασία. Δεν πιστεύω ότι οι Ρεπουμπλικανοί είναι έτοιμοι να διώξουν τον Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Ομως θέλουν ο Λευκός Οίκος να βρει ένα πολιτικό έρεισμα, να περιορίσει τα λάθη και να αρχίσει να λειτουργεί πιο ομαλά. Η διαδικασία αποπομπής θα απαιτούσε μια πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όμως οι Ρεπουμπλικανοί δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο, εκτός και αν αποκαλυφθεί ένα νέο και πιο επιβαρυντικό στοιχείο και η υποστήριξη που απολαμβάνει ο Τραμπ στο εκλογικό σώμα αρχίσει να φθίνει. Η καθαίρεσή του θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση αφού θα απαιτούσε την καταδίκη του από τη Γερουσία με πλειοψηφία δύο τρίτων. Δηλαδή, θα έπρεπε ένας μεγάλος αριθμός Ρεπουμπλικανών να ψηφίσει υπέρ της αποπομπής του και δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι αυτό μπορεί να συμβεί» προσέθεσε ο καθηγητής Γουίτινγκτον.
Για τον Μαρκ Τάσνετ, καθηγητή Δικαίου στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, η αντιπαράθεση για τη διαδικασία αποπομπής του Τραμπ γίνεται κατά κύριο λόγο «από ανθρώπους που αντίκεινται πολιτικά προς τον πρόεδρο. Ομως με τις αποκαλύψεις για πιθανές παράνομες πράξεις και σοβαρές παραβάσεις, η συζήτηση για καθαίρεση του προέδρου δεν είναι τόσο αβάσιμη όσο πριν».
Το τι θα ακολουθήσει, μας είπε ο καθηγητής Τάσνετ, «εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το εάν ο πρόεδρος θα χάσει μεγάλο μέρος της υποστήριξης των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία. Η διαδικασία αποπομπής είναι κατά κύριο λόγο μια πολιτική διαδικασία με ήπιους νομικούς υπαινιγμούς». Μαζί τους συμφωνεί και ο
Αζίζ Χακ, καθηγητής Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου. «Η ρεπουμπλικανική βάση είναι απρόθυμη να κινήσει διαδικασία αποπομπής, επομένως οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο δεν θα το επιδιώξουν. Αλλά το τελευταίο διάστημα μας έδειξε ότι οι νέες πληροφορίες και τα νέα δεδομένα μπορεί να αλλάξουν τη γνώμη των νομοθετών –ακόμη και αν αυτά δεν έχουν επηρεάσει την κοινή γνώμη. Επειδή η απόφαση για αποπομπή βρίσκεται στα χέρια εκλεγμένων πολιτικών, είναι δύσκολο να πούμε το πότε ή με ποιον τρόπο θα συμβεί, αν συμβεί, γιατί εξαρτάται από τους συσχετισμούς της δεδομένης στιγμής» σχολίασε ο καθηγητής Χακ.
Επίσκεψη στις «έδρες των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών» Εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων στις ΗΠΑ για τις σχέσεις συνεργατών του Ντόναλντ Τραμπ με τη Ρωσία αλλά και τους χειρισμούς του στο ζήτημα της ομοσπονδιακής έρευνας που διεξάγεται εναντίον τους, πραγματοποιείται η πρώτη επίσημη περιοδεία του αμερικανού προέδρου στο εξωτερικό, με στάσεις στη Σαουδική Αραβία, στο Ισραήλ, στο Βατικανό, στις Βρυξέλλες και στη Σικελία, η οποία ξεκίνησε την Παρασκευή και θα διαρκέσει μία εβδομάδα.
Επιδιώκοντας να ενισχύσει την ατζέντα της αμερικανικής κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική (δίνοντας βάση στην επανεκκίνηση των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων) αλλά και να επαναδιαβεβαιώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ για την αξιοπιστία του –η οποία κλονίστηκε έτι περισσότερο μετά τις αποκαλύψεις ότι μοιράστηκε απόρρητες πληροφορίες για το Ισλαμικό Κράτος με τον ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ -, ο Τραμπ προγραμμάτισε συναντήσεις με τον βασιλιά Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας, τον ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου, τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, τον Πάπα Φραγκίσκο, τον βέλγο πρωθυπουργό Σαρλ Μισέλ και τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.
Στις Βρυξέλλες, όπου θα πραγματοποιηθούν διαδηλώσεις ενάντια στην επίσκεψη του Τραμπ και της πολιτικής του την ερχόμενη Τετάρτη, ο αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να παραστεί στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟκαι να έχει συναντήσεις με τους ηγέτες της ΕΕ. Τέλος, θα μεταβεί στην Ταορμίνα της Σικελίας για τη σύνοδο των G7, στην οποία θα συμμετάσχουν μεταξύ άλλων η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι και ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ