Δεν έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί αλλά η ήττα του εθνολαϊκισμού στην Ευρώπη αποτελεί (και) ήττα της Ρωσίας και των στόχων της ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε περιγράψει τη Ρωσία ως «έναν γρίφο μέσα σε ένα αίνιγμα τυλιγμένο σε ένα μυστήριο». Η περιγραφή αυτή εμφανίζεται σήμερα περισσότερο εύστοχη από ποτέ. Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι το μεγάλο «αίνιγμα» για τη Δύση. Τι ακριβώς επιδιώκει η Ρωσία, τι θέλει να είναι, παγκόσμια ή περιφερειακή δύναμη; Ποια σχέση θέλει να έχει με την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα; Καταρχήν, η εκτίμηση είναι ότι η Ρωσία του Πούτιν θέλει να αναδειχθεί και να αναγνωρισθεί (και το να αναγνωρισθεί έχει ιδιαίτερη σημασία) ως παγκόσμια (global) δύναμη, ως υπερδύναμη. Εχει τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις για τον ρόλο αυτόν: πρώτον, είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και επομένως έχει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των παγκόσμιων προβλημάτων και, δεύτερον, είναι μια από τις δύο ισχυρότερες πυρηνικές δυνάμεις. Αλλά οι προϋποθέσεις αυτές κάθε άλλο παρά επαρκείς είναι για τον ρόλο της παγκόσμιας δύναμης. Από πληθυσμιακή και οικονομική άποψη κάθε άλλο παρά στηρίζεται ένας παγκόσμιος ρόλος. Ο πληθυσμός συρρικνούται και η οικονομία είναι σε διαχρονική διαθρωτική κρίση. Αλλά, το κυριότερο, η Ρωσία δεν διαθέτει τα μέσα ήπιας ισχύος και επιρροής (soft power) που θα της επέτρεπαν να ασκήσει ευρύτερη παγκόσμια επιρροή. Και ακόμη ίσως σπουδαιότερο, δεν μπορεί να εμφανισθεί ως «κανονιστική δύναμη» (normative power), ως δύναμη δηλαδή που να προσελκύει, «θαυμάζεται», αποτελεί πρότυπο, παράδειγμα για μίμηση. Πλην ακραίων περιπτώσεων, δεν υπάρχει χώρα που να ήθελε να αντιγράψει τη Ρωσία ως υπόδειγμα οργάνωσης πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η οποιαδήποτε επιρροή της Ρωσίας στηρίζεται κυρίως στη στρατιωτική ισχύ (σκληρή δύναμη / hard power), χωρίς να σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν φέρνει αποτελέσματα (π.χ. περίπτωση Συρίας).
Στη λογική όμως της επιδίωξης παγκόσμιου status, η Ρωσία (εκτιμάται ότι) επιδιώκει την αντικατάσταση της παγκόσμιας τάξης, της θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης (σε ανίερη συμμαχία ίσως στον στόχο αυτό με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ). Πρώτα απ’ όλα προσεγγίζει τη φιλελεύθερη Δύση με πολιτιστικούς όρους ως βαθύτατα παρηκμασμένη, διεφθαρμένη και σε «παραλυτική κοσμική αφασία» (ενώ τη Ρωσία ως το προπύργιο του πολιτισμού, της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, της πολιτιστικής υπεροχής χωρίς τις φιλελεύθερες παρεκτροπές κ.λπ.). Βασική επιδίωξη στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας τάξης φαίνεται ότι ο πρόεδρος Πούτιν έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), επιδίωξη που φαίνεται ότι ενισχύθηκε μετά τη σύγκρουση στην Ουκρανία και τον ρόλο της ΕΕ. Στην επιδίωξη αυτή η Ρωσία έχει βρει ως ιδανικούς συμμάχους τα ακροδεξιά εθνολαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης, τα οποία έχουν επίσης ως κύριο στόχο τη διάλυση της Ενωσης. Ετσι το κόμμα της «Ενωμένης Ρωσίας» (κόμμα Πούτιν) έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με όλα σχεδόν τα εν λόγω κόμματα (τελευταίως με τη Λίγκα του Βορρά της Ιταλίας) ενώ υποστηρίζεται ότι με διάφορους τρόπους ενισχύει τα κόμματα αυτά (χορήγηση ρωσικού δανείου στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία). Παράλληλα η Ρωσία κατηγορείται ότι επεμβαίνει μέσω του κυβερνοχώρου προκειμένου να υπονομεύσει πολιτικούς με φιλελεύθερες, φιλοευρωπαϊκές απόψεις, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Γερμανια. Η ήττα επομένως των εθνολαϊκιστών συνιστά ήττα και για τις ρωσικές επιδιώξεις στην Ευρώπη.
Η περίπτωση της Ουκρανίας φαίνεται ότι αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα που οδήγησε τη Ρωσία στην επιλογή της να ταχθεί υπέρ της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ως γνωστόν, η σύγκρουση στην Ουκρανία ξεκίνησε όταν η τελευταία αποφάσισε να υποχωρήσει σε «σύνδεση» με απώτερο στόχο την ένταξη στην ΕΕ. Η Ρωσία αντέδρασε στην κίνηση αυτή με αποτέλεσμα τη συγκρουσιακή αντιπαράθεση που οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε προσάρτηση της Κριμαίας, σε μια πράξη προκλητικής παραβίασης της μεταπολεμικής νομικής τάξης πραγμάτων. Η χώρα που έχει κατανοήσει τον στόχο της Ρωσίας για τη διάλυση της Ενωσης είναι βεβαίως η Γερμανία και για αυτό ακολουθεί τη σκληρότερη πολιτική απέναντι στη Μόσχα (επιβολή αυστηρών κυρώσεων κ.λπ.).
Επιπρόσθετα, και καθώς η Μόσχα επιδιώκει την αναβίωση των «σφαιρών επιρροής», η Ρωσία επιχειρεί συστηματική παρέμβαση στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων (κυρίως μέσω Σερβίας) προκειμένου να αποτρέψει την προώθηση της διαδικασίας προσχώρησης των χωρών της περιοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πρόσφατη έκρηξη του τοξικού εθνικισμού στην περιοχή με δυνητικά επικίνδυνες συνέπειες αποδίδεται (και) στον ρόλο της Ρωσίας (κατηγορείται ακόμη και για απόπειρα οργάνωσης πραξικοπήματος στο Μαυροβούνιο).
Αλλά και στο θέμα του Κυπριακού η Ρωσία (εκτιμάται ότι) παίζει έναν διφορούμενο ρόλο: ενώ δημοσίως εμφανίζεται υπέρ της λύσης, στην πράξη υπονομεύει τις σχετικές προσπάθειες. Και τούτο γιατί μια κανονική Κύπρος δεν θα εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα και στοχεύσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, ποια θα πρέπει να είναι η στάση της χώρας μας απέναντι στη Ρωσία; Μια ρεαλιστική προσέγγιση υπαγορεύει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς να παραβλέπει όμως ούτε τις εσωτερικές πραγματικότητες ούτε και τις ευρύτερες στοχεύσεις της χώρας αυτής. Τα ελληνικά συμφέροντα αυτό επιβάλλουν. Καλές σχέσεις οπωσδήποτε αλλά με αφετηρία τη θέση μας στην ΕΕ και πάντως όχι και φερέφωνο ή Δούρειος Ιππος της Ρωσίας, όπως έχει παλαιότερα χαρακτηρισθεί η χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ECFR).
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ