Χαιρετίζοντας ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την έλευση των λειψάνων της Αγίας Ελένης στην Αθήνα, σε μια πόλη που βρίθει από λείψανα παντός είδους, αναφέρθηκε στις βασικές αρχές και αξίες που, όπως υποτίθεται, μας κληροδότησαν οι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Μίλησε για τις «αρχές και τις αξίες της ειρήνης, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης, με έμφαση στην πτυχή (sic) της κοινωνικής δικαιοσύνης». «Στους σημερινούς ταραγμένους καιρούς μας», πρόσθεσε, «ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να τιμούμε τη μνήμη των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι να υπερασπιζόμαστε αυτές τις αρχές και τις αξίες της χριστιανοσύνης και του πολιτισμού μας».
Πολύ σωστά τα όσα ειπώθηκαν και μάλιστα στον κατάλληλο καιρό. Διότι με την έλευση των αστραφτερών λειψάνων στην Αθήνα, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων άναψαν και άστραψαν πολλά καντήλια χριστιανικής και κοινωνικής αγαθότητας.
Ακούστηκαν εξαίρετοι ψαλμοί και (το σημαντικότερο) οι εκπρόσωποι του χριστεπώνυμου και βαθύτατα θρησκευόμενου λαού μας άρχισαν να ετοιμάζονται να ψηφίζουν μια σειρά από αγαθά και θεάρεστα κοινωνικά μέτρα αντάξια της χριστιανοσύνης και του πολιτισμού μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία: είμαστε ένας θεοσεβούμενος λαός. Λαός της ειρήνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Πάνω από όλα: λαός της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η έλευση του ψιμυθιωμένου λειψάνου της Αγίας Ελένης δεν μπορούσε να συμβεί σε μέρες πιο κατάλληλες από αυτές που ζούμε τώρα.
Ας διευκολυνθούν, λοιπόν, οι απανταχού χριστιανοί, Αττικής και περιχώρων και νήσων. Του Κολωνακίου, της Ηρώδου του Αττικού, της Αγίας Βαρβάρας, του Αιγάλεω, των ευημερούντων και ειρηνικών δυτικών προαστίων αλλά και της ψηλομύτας Εκάλης. Να πάμε όλοι εκεί στα δυτικά, λαϊκά προάστια να γονυπετήσουμε, να ασπασθούμε το αγιασμένο λείψανο, να πάρουμε την ευλογία μιας μουμιοποιημένης πλην λαμπερής αγίας.
Παράλληλα να λάβουμε τη χάρη ενός Ισαπόστολου, ενός αγαθού, ειρηνικού, ευλαβικού αυτοκράτορα που ούτε μύγα δεν έβλαψε όσο ζούσε. Υπήρξε ένας εκ γενετής χριστιανός κυβερνήτης που αγάπησε και φρόντισε και με το παραπάνω γαμπρούς, γιους, συζύγους, εγγονούς. Τα χέρια του καθαρά από αίματα. Γιατί ποιος άλλος αυτοκράτορας θα μπορούσε να είναι πιο ευλαβής, πιο χριστιανός, πιο οραματικός από εκείνον που έβλεπε να προβάλλονται νυχθημερόν επάνω στα ουράνια οι λαμπεροί χριστιανικοί σταυροί και τα εν-τούτω-νίκα; Γι’ αυτό είναι ευκαιρία τώρα.
Πρέπει μαζί με το χριστεπώνυμο πλήρωμα να πάνε να προσκυνήσουν το λείψανο όλοι οι διατελέσαντες υπουργοί Παιδείας και Θρησκευμάτων (και βέβαια πρώτοι και καλύτεροι οι σημερινοί). Μαζί οι υπουργοί Πολιτισμού, Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Δημόσιας Διοίκησης. Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας. Μεταναστευτικής Πολιτικής. Σύμπαντες οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βουλευτές, οι νεοδημοκράτες, οι πασοκοκεντρώοι, οι θεοσεβείς χρυσαυγίτες. Ολοι εκεί ενωμένοι, αγαπημένοι, γονατισμένοι γύρω από ένα λείψανο.
Σκέφτομαι όμως πως η περιοχή της Αγίας Βαρβάρας δεν είναι δα και ο πιο κατάλληλος τόπος για να τοποθετηθεί το σεπτό και ολόφωτο σκήνωμα που μας δάνεισαν οι παπικοί. Κάπου στο Κολωνάκι έπρεπε να το πάμε. Ισως στον πεζόδρομο της Ηρώδου του Αττικού. Ισως στο περιστύλιο της Βουλής. Δεν υπάρχει αμφιβολία: είμαστε ένας θεοσεβούμενος λαός. One-hundred percent! Γι’ αυτό και χαίρομαι, προσωπικά, όπως λένε, που η πάντοτε προχωρημένη Δύση μάς δάνεισε αυτό το αστραφτερό λείψανο. Να το δούμε από κοντά, να το προσκυνήσουμε και να ξεχάσουμε για λίγο τα μίζερα λείψανα που μας περιβάλλουν.
Είναι τόσο, μα τόσο, απογοητευτικό να περπατάς στα Εξάρχεια, ας πούμε, και να βλέπεις παντού ασκήμια. Παντού άσκημα λείψανα. Λείψανα ρακένδυτα. Λείψανα πεσμένα μέσα στον δρόμο. Μαστουρωμένα. Λείψανα να ψάχνουν σκουπιδοτενεκέδες. Να κοιμούνται στις κόγχες των πεζοδρομίων.
Απαίσια όλα αυτά τα άσκημα, βρώμικα, άπλυτα λείψανα. Είναι ανθρώπινα λείψανα που εμείς δεν τα προτιμούμε. Δεν τα προσκυνούμε. Δεν τους παρουσιάζουμε όπλα. Δεν τα δοξολογούμε. Μυρίζουν από απλυσιά. Μιλούν και βρίζουν απαίσια. Καθόλου, λοιπόν, καθόλου μα καθόλου δεν μας αρέσουν όλα αυτά τα ζωντανά λείψανα που κυκλοφορούν στην Αθήνα. Δεν μας αρέσουν αυτά τα θλιβερά υπολείμματα, τα περιτρίμματα της ζωής μας. Θέλουμε δυτικά λείψανα. Λαμπερά, άγια, καλοντυμένα. Μυρωδάτα λείψανα. Να πέφτουμε κάτω και να τα προσκυνούμε. Και η ψυχούλα μας τότε, τσουφ, να πηδά μέσα από την κόλαση των ξεπεσμένων Αθηνών επάνω στα ουράνια, παραδεισένια, άγια μέρη.
Το ξέρουμε. Το νιώθουμε. Το έχουμε αποφασίσει: χίλιες φορές ένας παράδεισος από λαμπερά και καλοντυμένα, δυτικοστολισμένα λείψανα παρά μια κόλαση γεμάτη από τα βρώμικα, ρακένδυτα λείψανα των ελληνικών δρόμων. Των ελληνικών πόλεων. Των χωριών μας. Των κωμοπόλεών μας. Της ψυχής μας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ