Αλμπερτ Ο. Χίρσμαν
Η αντιδραστική ρητορική. Αντίστροφο αποτέλεσμα, ματαιότητα, διακινδύνευση

Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016
σελ. 216, τιμή 16 ευρώ

Η διεύρυνση της δημοκρατίας, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής είναι μια μακρά διαδικασία. Ο πειρασμός να τη θεωρήσει κανείς αναπόφευκτη εστιάζοντας μόνο στα ορόσημά της δεν είναι διόλου αμελητέος. Ομως, όπως γράφει ο σημαίνων αμερικανός διανοούμενος Αλμπερτ Ο. Χίρσμαν (1915-2012) στο βιβλίο του «Η αντιδραστική ρητορική», κάνουμε λάθος αν δεν λάβουμε υπόψη τα ισχυρά κύματα αντίδρασης που αυτή συνάντησε. Εκκινώντας από το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη διένεξη αναφορικά με το κράτος πρόνοιας στη δεκαετία του 1980, ο Χίρσμαν εστιάζει στη ρητορεία ενάντια σε τρεις στάσεις του εκδημοκρατισμού: τη διαμόρφωση της αστικής, της πολιτικής και της κοινωνικής διάστασης της ιδιότητας του πολίτη.

Η πρώτη περιλαμβάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, η δεύτερη τη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας, η τρίτη τη βελτίωση της θέσης στην κοινωνική και οικονομική σφαίρα. Κατανεμημένα σε ανάπτυγμα τριών αιώνων ταυτίζονται με τη Γαλλική Επανάσταση στον 18ο αιώνα, το αίτημα για το καθολικό δικαίωμα ψήφου στον 19ο, τη θεσμοθέτηση του κράτους πρόνοιας στον 20ό. Και οι τρεις μεταβολές γνώρισαν τη σκληρή συντηρητική αντίσταση εκφρασμένη με ρητορική που απέρριπτε τις εκάστοτε πρωτοβουλίες με τη διαχρονική χρήση των ίδιων κατηγοριών επιχειρήματος – του αντίστροφου αποτελέσματος, της ματαιότητας και της διακινδύνευσης. «Σύμφωνα με το επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος», επισημαίνει ο Χίρσμαν, «κάθε εμπρόθετη δράση που έχει σκοπό να βελτιώσει κάποιο στοιχείο της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής τάξης απλώς επιδεινώνει την κατάσταση που επιχειρεί να θεραπεύσει.

Το επιχείρημα της ματαιότητας υποστηρίζει ότι οι απόπειρες κοινωνικού μετασχηματισμού είναι ανώφελες και αδυνατούν να προκαλέσουν έστω και την παραμικρή αλλαγή. Τέλος, κατά το επιχείρημα της διακινδύνευσης, το κόστος της προτεινόμενης αλλαγής ή μεταρρύθμισης είναι υπερβολικά υψηλό, αφού θέτει σε κίνδυνο κάποιο πολύτιμο επίτευγμα του παρελθόντος».

Ετσι, το πλήθος των κομμωτών, των κηροπλαστών και «άλλων περισσότερο δουλοπρεπών» επαγγελμάτων θα οδηγούσε κατά τον επικριτή της Γαλλικής Επανάστασης Εντμουντ Μπερκ σε καθεστώς καταπίεσης, αν συμμετείχε στη διακυβέρνηση. Κοινωνικοί επιστήμονες όπως ο Γκιστάβ Λεμπόν θα στιγμάτιζαν αρνητικά την «ψυχολογία της μάζας», φιλόσοφοι όπως ο Φρίντριχ Νίτσε θα προειδοποιούσαν ενάντια στο «αγελαίο ένστικτο». Οι κοινωνικοί επιστήμονες Γκαετάνο Μόσκα, Βιλφρέντο Παρέτο και Ρόμπερτ Μίχελς θα διακήρυτταν την αναπότρεπτη κυριαρχία των ελίτ καταδικάζοντας εκ των προτέρων κάθε επέκταση του δικαιώματος της ψήφου ως ματαιότητα.
Το τρίτο επιχείρημα του αντιδραστικού λόγου του επιτρέπει τη μεταμφίεση σε προοδευτικό: η θέση της διακινδύνευσης δεν αρνείται επί της αρχής την ανάγκη της μεταβολής, προτάσσει όμως τον ισχυρισμό ότι «θα οδηγήσει σε μια ακολουθία γεγονότων, η οποία καθιστά επικίνδυνη, απερίσκεπτη ή απλώς ανεπιθύμητη κάθε κίνηση προς την προτεινόμενη κατεύθυνση». Πρόκειται για γραμμή πρόσφορη σε περιπτώσεις που δεν θέλει να φανεί κανείς αντίθετος στη δεδομένη άποψη της κοινής γνώμης επί του ζητήματος. Ο Χίρσμαν παραθέτει παραδείγματα εκλεπτυσμένης χρήσης του ήδη από τον 19ο αιώνα: στη Μεγάλη Βρετανία των Μεταρρυθμιστικών Νόμων του 1832 και του 1867 που επέκτειναν το δικαίωμα ψήφου στη μεσαία και τμήμα της εργατικής τάξης ο εκλογικός εκδημοκρατισμός θα νόθευε, υποτίθεται, τις συνταγματικές αρχές καταλύοντας επομένως την ελευθερία.
Κατά του κράτους πρόνοιας
Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ανάλυση του συγγραφέα, η εν λόγω γραμμή σκέψης δοξάστηκε στην καταγγελία του κράτους πρόνοιας. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγεκ εξέφρασε το 1944 στο «The Road to Serfdom» το θεωρητικό αίτημα του «περιορισμού της δράσης του κράτους στα πεδία εκείνα όπου μπορεί αν επιτευχθεί συναίνεση», υπαινισσόμενος ότι ο πέραν τούτων παρεμβατισμός λειτουργεί μόνο με καταναγκασμούς, υπονομεύοντας άρα τη δημοκρατία και την ελευθερία.
Στο «The Constitution of Liberty» του 1960 το κράτος πρόνοιας θα προβαλλόταν ως όχημα αναδιανομής εισοδήματος και ένοχος ροπής προς τον σοσιαλισμό. Ενας άλλος νομπελίστας οικονομολόγος, ο Τζορτζ Στίγκλερ, θα διατύπωνε το 1970 το επιχείρημα ότι οι δημόσιες δαπάνες ευνοούν τα μεσαία στρώματα που ελέγχουν την πολιτική εξουσία, όχι τις κατώτερες τάξεις. Τη σκυτάλη θα έπαιρνε το 1973 ο διάσημος αργότερα για τη θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών» Σάμιουελ Χάντινγκτον αποδίδοντας στην «προνοιακή στροφή» την «κρίση κυβερνησιμότητας» της αμερικανικής δημοκρατίας στη δεκαετία του ’60.
Αποτελεί μάλλον ειρωνεία της ιστορίας, τέλος, η αριστερή καταγωγή του διαβόητου συντηρητικού επιχειρήματος ότι το κράτος πρόνοιας αντιστρατεύεται την οικονομική ανάπτυξη: ο Χίρσμαν το εντοπίζει για πρώτη φορά στην κριτική του αριστερού κοινωνιολόγου και οικονομολόγου Τζέιμς Ο’ Κόνορ, ο οποίος είδε στην αύξηση των κρατικών δαπανών μια αιτία κρίσης του καπιταλισμού.
Υπάρχει σε όλα τα παραπάνω ένα εύλογο ερώτημα στο οποίο το μεστό κατά τα άλλα κείμενο του Χίρσμαν δεν απαντά: γιατί ο συγκεκριμένος λόγος ανακυκλώνεται και εφαρμόζεται σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις; Δεν αρκεί να κάνουμε λόγο για την αντίθεση στις «μεταρρυθμίσεις» ή να θέσουμε το πρόβλημα κάτω από την ευρύτατη ομπρέλα της διάζευξης του «συντηρητικού» από το «προοδευτικό»: το νόημα και το αξιακό περιεχόμενο των εννοιών μεταβάλλεται δραστικά από το 1789 ως σήμερα.
Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι ο Χίρσμαν εγγράφει τη χρήση των επιχειρημάτων στη δεξαμενή μιας παράδοσης ρητορικών τρόπων από όπου οι διανοούμενοι πορίζονται και τροποποιούν αναλυτικά εργαλεία με δεδομένο πολιτικό πρόσημο. Για μια λιγότερο περιγραφική και περισσότερο ερμηνευτική προσέγγιση θα απαιτούνταν η ιστορική διερεύνηση των τροπών της συντηρητικής ιδεολογίας, κάτι εκτός του αντικειμένου του συγκεκριμένου δοκιμίου.


Ο λόγος της πόλωσης
Ο πολιτικός λόγος που σκιαγραφεί ο Χίρσμαν διακρίνεται αφενός από την εμμονή σε μια έννοια παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, αφετέρου από την έλξη από μύθους και στερεότυπα. Κανένας από τους παραπάνω αντιδραστικούς ρητορικούς τρόπους δεν ξεπερνά το στάδιο της υπεραπλούστευσης, ενώ επιλέγει να εστιάσει μόνο σε ακραίες συνθήκες, ποτέ σε ενδιάμεσες καταστάσεις που αποτελούν πιο ρεαλιστικές περιγραφές της πραγματικότητας.
Το ίδιο ωστόσο συμβαίνει και με αντίστοιχα προοδευτικά επιχειρήματα, υπογραμμίζει. Αντί της διακινδύνευσης των κεκτημένων προβάλλεται ο επικείμενος κίνδυνος αν δεν υπάρξουν μετατροπές. Στους σιδηρούς νόμους που καταδικάζουν κάθε προσπάθεια βελτίωσης στη ματαιότητα αντιπαρατέθηκαν στο παρελθόν οι μαρξιστικοί νόμοι της ιστορικής κίνησης προς το αίσιο τέλος.
Η πίστη στην ανοικοδόμηση κοινωνιών στη βάση του ορθού λόγου υπήρξε ο αντίπαλος της θέσης περί αντίστροφου αποτελέσματος. Συμπερασματικά, το επίτευγμα του Χίρσμαν αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο στη συγκυρία της κατεδάφισης του Obamacare από την κυβέρνηση Τραμπ. Πέραν της δομικής ανάλυσης της συντηρητικής ρητορείας συγκροτεί τελικά μια συνοπτική εισαγωγή στον λόγο της πόλωσης, εντυπωσιακό ρητορικά αλλά ελλειμματικό ως προς την πολιτική ουσία –την τέχνη του συμβιβασμού και της συναίνεσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ