Φοβάται για τον εαυτό της, και όχι μόνο. Με αφορμή τη δίκη που θα γίνει εναντίον της στις 21 Ιουλίου 2017 με την κατηγορία της υποκίνησης βίας ή μίσους με βάση τον λεγόμενο αντιρατσιστικό νόμο, η γνωστή συγγραφέας και ιστορικός Σώτη Τριανταφύλλου βαράει συναγερμό. «Από τότε που ο μαρξισμός καθαγίασε το κοινωνικό μίσος, οι διάφοροι σωτήρες και προστάτες των αδυνάτων το καλλιεργούν ως κοινωνική αρετή. Όσο για τη δική μου δίωξη πρόκειται για τακτική λιντσαρίσματος η οποία έχει σήμερα αντικείμενο εμένα, αύριο θα έχει κάποιον άλλο. Όποιος ενοχλεί την αριστερά και τους καλοθελητές των δήθεν ανθρώπινων δικαιωμάτων πρέπει να σωπάσει» έγραφε το Σάββατο στα «Νέα».
Η δίωξη, που γίνεται ύστερα από μήνυση του Παναγιώτη Δημητρά, διαχειριστή του blog «Racist Crimes Watch», στηρίζεται στον αντιρατσιστικό νόμο 4285/2014. Μοιραίος νόμος, κατά την ίδια: «Έχουμε μπει στον δρόμο που χάραξε ο Στάλιν. Όποιος διαφωνεί με την ηγεμονική ιδεολογία θα τιμωρείται. Στη δημοκρατία θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για κάθε είδους λόγο, αν και όχι για βίαιες πράξεις που εμπίπτουν, φυσικά, σε άλλους νόμους» γράφει.
Σύντομη υπενθύμιση: Το δικό της «είδος λόγου» που της στοίχισε τη μήνυση ήταν η αναπαραγωγή μιας υποτιθέμενης ρήσης του Μάρκο Πόλο: «Φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι».
Αν η ρήση προέρχεται όντως από το μεγάλο εξερευνητή, είναι δευτερεύον θέμα. Σίγουρα όμως δεν είναι ρατσιστική με την καθαυτή έννοια του όρου. Ο ρατσισμός έχει οντογενετικό χαρακτήρα. Ο πυρήνας του είναι βιολογικός, όχι θρησκευτικός, ή πολιτιστικός. Γι αυτό και οι αντισημίτες θέλουν εξίσου να αφανίσουν τον άθεο Καρλ Μαρξ όπως τον θεοσεβή ραβίνο. Η κ.Τριανταφύλλου δεν κάνει τέτοιο πράγμα, η απέχθεια της προς το Ισλάμ είναι ιδεολογικού χαρακτήρα, το αποκρούει, επειδή «δεν είναι μια θρησκεία σαν τις άλλες», αλλά «ιδεολογία εκβαρβαρισμού». Γι αυτήν, όποιος την αποκηρύξει, λυτρώνεται, αλλάζει, οι αξίες της «Δύσης» λειτουργούν πάνω του ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Η διαπίστωση λοιπόν της Ελληνικής Εταιρίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), ότι το επίμαχο τσιτάτο του Μάρκου Πόλο είναι «χωρίς αμφιβολία … ρατσιστικό και μισαλλόδοξο» είναι μόνο κατά το ήμισυ σωστή: Μισαλλόδοξο, όχι ρατσιστικό.
Εξ ολοκλήρου ορθή είναι αντίθετα η θέση της ΕΕΔΑ, ότι η κ.Τριανταφύλλου δεν επιτρέπεται να διωχθεί δικαστικά. Κι αυτό επειδή ο λόγος της είναι «κούφιος», ρητορικός, και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου, «δεν ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα» των οπαδών του Ισλαμ.
Η μισαλλοδοξία δεν είναι φυσικά λιγότερο αποκρουστική από τον ρατσισμό είτε στην πρακτική, είτε στην θεωρητική της μορφή. Την τελευταία την δανείζεται η κ.Τριανταφύλου από το νέο βιβλίο του γάλλου ιστορικού Μαρκ Φερό, που φέρει τον τίτλο «Τυφλότητα» – τυφλότητα, των ηγεσιών, τυφλότητα των μαζών και ταυτόχρονη συνθηκολόγηση των δυο μαζί έναντι του «ισλαμοφασισμού».
Τόση πολλή «τυφλότητα», που αποδίδεται στους άλλους, τυφλώνει όμως και τους επινοητές της. Το αποτέλεσμα είναι ένα αλαλούμ. Η κ.Τριανταφύλλου ρίχνει στην Αριστερά την ευθύνη για τον (κατά τα άλλα πολύ καλό) αντιρατσιστικό νόμο, αλλά παραβλέπει ότι αυτός καταρτίστηκε τον Σεπτέμβρη του 2014 από την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Καταγγέλλει, ότι «έχουμε μπει στο δρόμο που χάραξε ο Στάλιν», αλλά παραγνωρίζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να περιορίζει, διευρύνει τις πολιτικές ελευθερίες – απόδειξη, ότι οι βίαιες επεμβάσεις της αστυνομίας κατά διαδηλωτών, που δίνουν το μέτρο τέτοιων περιορισμών, έχουν μειωθεί δραματικά κατά τη διάρκεια της θητείας της. Παραπονιέται για την συνθηκολόγηση των Γάλλων έναντι του ισλαμοφασισμού, αλλά κλείνει τα μάτια μπροστά στο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και την εγκαθίδρυση του διαβόητου «κράτους ασφαλείας» στη Γαλλία.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Εντάσσεται, ως ακραία περίπτωση, στο πλαίσιο της γενικότερη παραζάλης, που ο γερμανός φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο ονόμασε τη δεκαετία του 60 «συλλογική τύφλωση» (Verblendungszusammenhang). Με αυτό εννοούσε καταρχάς τον εκφυλισμό της πάλαι ποτέ υψηλής αστικής κουλτούρας σε κοινό εμπόρευμα, σε «βιομηχανική κουλτούρα», που αντί να διαφωτίζει, αποβλακώνει το κοινό, και ύστερα την επέκτασή του στα μέσα ενημέρωσης – στα λαϊκίστικα ιδίως – που με τον καιρό γίνονται το κύριο μέσο της συστηματικής αποβλάκωσης.
Στον ύστερο καπιταλισμό, το φαινόμενο, όπως έδειξε το 2001 ένα συνέδριο στην Φρανκφούρτη υπό τον «τσαχπίνικο» τίτλο: «Σε κοιτάζω στα μάτια, συλλογική τύφλωση», έγινε ακόμη πιο έντονο. Και πήρε επιδημική μορφή τα τελευταία οχτώ χρόνια στη Γερμανία κι αλλού, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, και όχι μόνο των λαϊκίστικων, κάνοντας το ψάρι κρέας, διακήρυτταν, ότι η κύρια αιτία της τρέχουσας κρίσης δεν είναι τα κατασκευαστικά λάθη της ευρωζώνης και οι «αρπαχτές» των τραπεζών τους, αλλά τα δημοσιονομικά ελλείμματα των «προβληματικών» μελών της.
Στην Ελλάδα «η τρικυμία στα μυαλά» δεν είναι πολύ διαφορετική. Μόνο που εδώ ο στόχος είναι άλλος. Τα πυρά της πλειοψηφίας των λαϊκίστικων μέσων ενημέρωσης στρέφονται μονομερώς κατά της κυβέρνησής του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δανειστές και οι θεσμοί τους, που κρατούν υποτελή τη χώρα, μένουν αντίθετα στο απυρόβλητο. Το ίδιο ισχύει και για το κομματικό ancien regime της διαφθοράς, τη Νέα Δημοκρατία και το Πασοκ, στο οποίο δίνουν άφεση αμαρτιών και του στρώνουν το δρόμο για την παλιννόστηση. Και το χειρότερο: Η «τύφλωση» κτυπά και πολλά σοβαρά μέσα ενημέρωσης τα οποία αναμιγνύουν στην θεμιτή κριτική τους κατά της κυβερνητικής πολιτικής και τυφλά ιδεολογικά στοιχεία. Η μίξη τους γεννά τέρατα: Παράδειγμα, ο ισχυρισμός σχολιαστή γνωστού εντύπου, ότι το «φαινόμενο Αρτέμης Σώρας» θράφηκε στο άρρωστο κλίμα που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η «συλλογική τύφλωση», σύμφωνα με τον Αντόρνο, είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Η ρίζα της είναι η «θαυμαστή» μετατροπή της αξίας χρήσης ενός προϊόντος σε ανταλλακτική αξία, της απτής ωφέλειας του σε εμπόρευμα. Αυτό προκαλεί παραισθήσεις, που «τυφλώνουν» και το νου – ατομικά και συλλογικά.
Ταυτόχρονα όμως δεν είναι μοίρα. Εναντίον της «τύφλωσης» υπάρχει ένα αντίδοτο: ο κριτικός διαφωτισμός, έτσι όπως τον ασκούν κατά κανόνα και τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης – ακόμα και όταν η γραμμή τους υποτάσσεται στα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα των ιδιοκτητών τους.
Η κ.Τριανταφύλλου, κάνει το ακριβώς αντίθετο: Υπερασπίζεται τον πιο άκριτο σκοταδισμό. Φαινομενικά κινείται σε ανεξάρτητη τροχιά, σαν «ελεύθερο ηλεκτρόνιο», στην πραγματικότητα όμως συμβαδίζει με το κίνημα των εξαγριωμένων μικροαστών, οι οποίοι, υπό την επήρεια της παγκοσμιοποίησης, έχουν χάσει κάθε ηθική αναστολή και ζητούν το «σταύρωσον αυτόν» για τους Μουσουλμάνους.
Η ίδια θεωρεί αυτονόητα για τον εαυτό της τα ανθρώπινα δικαιώματα, που αρνείται στους άλλους. Σίγουρα θα της έκανε καλό, αν ξανακοίταζε πιο κριτικά στα μάτια την συλλογική τύφλωση. Ή, τουλάχιστον, αυτή στην πιο ακραία μορφή της, στην «Τυφλότητα» του Μάρκ Φερό. Ίσως αυτό την βοηθούσε, να αναγνωρίσει καλύτερα και τη δική της τυφλότητα.