Ζωζώ Σαπουντζάκη- Γιάννης Μπουτάρης: Νέοι για παντα

Μια συνέντευξη με την κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη και τον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης κ. Γιάννη Μπουτάρη έχει από μόνη της τόση δυναμική με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταγγείλει ως πλεονασμό κάθε λέξη - έστω και προλογική.

Μια συνέντευξη με την κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη και τον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης κ. Γιάννη Μπουτάρη έχει από μόνη της τόση δυναμική με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταγγείλει ως πλεονασμό κάθε λέξη –έστω και προλογική. Πολύ περισσότερο όταν με μια διάθεση που τη χαρακτηρίζει μια αυθόρμητη σύμπνοια αποκαλύπτονται και οι δυο τους με έναν τρόπο τόσο ουσιαστικό και απόλυτο, ώστε το μόνο που θα είχες να κάνεις είναι να τους παραχωρήσεις αμέσως τον λόγο.

Κύριε Μπουτάρη, τι είναι αυτό που σας ενθουσίασε στη σκέψη μιας κοινής συνέντευξης με την κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη;
Γιάννης Μπουτάρης: «Τη Ζωζώ τη θαύμαζα ανέκαθεν. Δίνει στον κόσμο να καταλάβει τι σημαίνει να έχει ψυχή μέσα του ο καλλιτέχνης. Κι αυτή η ψυχή της Ζωζώς εκφράστηκε και εκφράζεται μέσα από τις πάμπολλες μορφές που παίρνει η τέχνη του θεάτρου. Αν δεις τη Ζωζώ στο πάλκο, καταλαβαίνεις τι θα πει άνθρωπος της σκηνής. Εχει τόση ζωντάνια μέσα της ώστε πολύ νεότεροί της καλλιτέχνες να μην πιάνουν χαρτωσιά μπροστά της. Αλλωστε κι εγώ δεν είμαι στην πρώτη νεότητα, είμαι ο πιο γέρος δήμαρχος σε όλη την Ελλάδα. Επιμένω, όμως, ότι η ηλικία δεν είναι η βιολογική, είναι η ηλικία που αισθάνεσαι να έχει η ψυχή σου. Με την ευκαιρία θα ήθελα να τονίσω ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο οι νέοι. Κόσμος είναι οι άνθρωποι όλων των ηλικιών. Ωσπου να πεθάνουμε, η Ζωζώ κι εγώ θα είμαστε νέοι».
Κυρία Σαπουντζάκη, στην αντίστοιχη ερώτηση ποια θα ήταν η απάντησή σας;
Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Τα χρόνια δεν τα μέτρησα με την ταυτότητά μου, γιατί είχα εγώ ταυτότητα τη σθεναρή μου οντότητα, το σκήπτρο, την κορόνα μου και τα διαμαντικά μου, όπως λέει ο Σταμάτης Κραουνάκης στο τραγούδι που έγραψε για μένα –και τα λέει όλα. Κατά τη γνώμη μου, τα χρόνια δεν είναι αριθμοί που τους μετράμε. Αλλωστε, δεν κάνω την μπέμπα. Βγάζω από μέσα μου αυτό που αισθάνομαι, την αλήθεια μου. Είναι, φαντάζομαι, ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος μού δείχνει αυτή τη στιγμή την αγάπη του περισσότερο από κάθε άλλη φορά –και ειδικά οι νέοι. Τώρα, σε σχέση με τον δήμαρχο, τον καμάρωνα πάντα, τον θαύμαζα, έχει καλοσύνη, ντομπροσύνη. Πριν από αρκετά χρόνια ταξίδευα στη Θεσσαλονίκη –τότε στις πτήσεις αυτές προσέφεραν φαγητό –και ζήτησα να πιω το κρασί του Μπουτάρη. Γυρίζοντας το κεφάλι μου τον βλέπω να κάθεται στην ίδια ευθεία με μένα, από την άλλη πλευρά. Αιφνιδιάστηκα, πήγα να του πιάσω το χέρι, αλλά ντράπηκα. Οπως κοίταζε ίσια μπροστά του, έδειχνε βαθιά λυπημένος. Θυμήθηκα ότι ήταν η εποχή που είχε χάσει τη γυναίκα του».
Πώς αποτιμάτε τη Θεσσαλονίκη του Γιάννη Μπουτάρη;
Ζ.Σ.: «Της έδωσε μια άλλη νότα. Πριν από τη δική του δημαρχία, δεν ήταν πια η Θεσσαλονίκη των παιδικών και των νεανικών μου χρόνων, έμοιαζε πολύ στενοχωρημένη. Τώρα είναι τελείως διαφορετική, λάμπει. Ενα μεσημέρι, όπως καθόμουν με τη φίλη μου την Ελπη στο roof garden του Electra Palace και αγνάντευα τη θάλασσα, της φωνάζω: «Ελπη, ένα καραβάκι». Μου ήρθε να κλάψω από χαρά. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που όταν ήμασταν παιδιά μάς έπαιρνε και τους τρεις μας –τη Βάσω, τον Θόδωρο και μένα –και μας πήγαινε στην Περαία. Μου ήρθε να φωνάξω: «Αμποτε, δήμαρχε, να φτάσει το καραβάκι και στην Αγία Τριάδα». Θαυμάζω για πολλά πράγματα τον Γιάννη Μπουτάρη, κυρίως για τη συμπεριφορά του σε σχέση με τους Εβραίους. Τους έχω ζήσει και η ίδια από παιδάκι στη Θεσσαλονίκη. Οταν ήμασταν οκτώ και δέκα χρόνων με την αδελφή μου –γνωστά ως τα Σαπουντζάκια –μας αγαπούσε και μας θαύμαζε όλη η πόλη, πιο πολύ όμως από όλους οι Εβραίοι. Οταν δώσαμε το πρώτο μας ρεσιτάλ, η μητέρα μου είχε πάει στον Πέπο Φρανσέ –καλή του ώρα –που είχε τα γραφεία του στην οδό Αριστοτέλους και του είχε δώσει ένα πακέτο με εισιτήρια. Της είπε τότε: «Κυρία Σαπουντζάκη, σε δύο ημέρες να μου φέρετε άλλα τόσα εισιτήρια». Βγαίναμε με την αδελφή μου σε ένα κατάμεστο θέατρο του Λευκού Πύργου, η μεγαλύτερη βοήθεια ήταν από τους Εβραίους».
Κύριε δήμαρχε, όταν λέμε για το εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, τι ακριβώς εννοούμε;
Γ.Μπ.: «Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του αιώνα, και για 500 χρόνια πριν, λεγόταν «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», όπως επίσης λεγόταν «Μητέρα του Ισραήλ». Το μεγάλο κύμα των Εβραίων που ήρθε από την Ισπανία –αν δεν κάνω λάθος, το 1492 –εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα, λίγο πριν από την απελευθέρωση, ή μάλλον κατά τη διάρκειά της, η μεγαλύτερη κοινότητα στη Θεσσαλονίκη ήταν η εβραϊκή. Η τεράστια, όμως, φωτιά του 1917 κατέστρεψε κυρίως το κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου κυριαρχούσαν οι εβραίοι έμποροι και μικρέμποροι. Τότε παρουσιάστηκε η πρώτη φυγή των Εβραίων από την πόλη, οι οποίοι στην πλειονότητά τους εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Εφυγαν γιατί είχαν χάσει τα πάντα. Στη συνέχεια ήρθε το Ολοκαύτωμα, όταν 55.000 Εβραίοι οδηγήθηκαν το 1943 από τη Θεσσαλονίκη κατευθείαν στο Αουσβιτς. Ηταν το 90% του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας που μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ηταν ένα τεράστιο έγκλημα που στέρησε από τη Θεσσαλονίκη ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι του μέλλοντός της, γιατί διέλυσε την πιο ισχυρή κοινότητα που υπήρξε ποτέ. Ξεκινήσαμε ήδη τη δημιουργία του Μουσείου Ολοκαυτώματος όπου ανάμεσα σε άλλα θα υπογραμμίζεται η σημασία της εβραϊκής κοινότητας σε σχέση με την αγάπη της για τη Θεσσαλονίκη».
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι πάνω σε αυτό το θέμα, κυρία Σαπουντζάκη;
Ζ.Σ.: «Είναι γεγονός ότι οι Εβραίοι θεωρούν τη Θεσσαλονίκη δεύτερη πατρίδα τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι και οι Τούρκοι έρχονται στη Θεσσαλονίκη λόγω του Μπουτάρη, προκειμένου να προσκυνήσουν το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ. Χάρηκα πολύ με την ιδέα να ιδρυθεί το Μουσείο Ολοκαυτώματος και μάλιστα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, από όπου έφυγαν οι Εβραίοι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Τον δήμαρχο τον αγαπάει η πόλη, εσάς;
Ζ.Σ.: «Και εμένα με λατρεύει. Το απέδειξε όταν ήμουν πριν από λίγα χρόνια στο ΚΘΒΕ με την παράσταση «Με μουσικές εξαίσιες… με φωνές!». Hταν σαν να ξανάβρισκα τη Θεσσαλονίκη των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Τότε έβγαινες και χαιρετούσες όλη τη γειτονιά, γιατί υπήρχε γειτονιά. Σήμερα τρέχουν με ένα κινητό, με ένα iPad, και νομίζεις ότι μιλάνε μόνοι τους ενώ μιλάνε στο τηλέφωνο. Ας ήμουν μικρή, περπατούσα στον δρόμο και χαιρετούσα όλον τον κόσμο. Πήγαινα στον «Ελληνικό Βορρά» και έπιανα κουβέντα με τον Χιωτόπουλο, τον εκδότη, στη «Μακεδονία» θα ‘λεγα μια καλημέρα στον Βελλίδη. Εξαιρετικοί άνθρωποι όλοι τους, αυτοί με φτιάξανε, οι δημοσιογράφοι. Η Θεσσαλονίκη με έστειλε στρωμένη στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη έχει βγάλει μεγάλους ποιητές, μεγάλους καλλιτέχνες, ποιον να πρωτοθυμηθώ. Οσο για τον δήμαρχο, παρακαλώ τον Θεό να τον έχει καλά και να τον βλέπω όσο γίνεται πιο συχνά γιατί μου δίνει κέφι, αισιοδοξία. Και είναι αυτό το κέφι, γιατί το έχω κι εγώ, που μας φέρνει κοντά, αν και δεν ξέρω τι ζώδιο είναι…».
Γ.Μπ.: «Δίδυμος».
Ζ.Σ.: «Κι εγώ, κι εγώ, κι εγώ. Με τι ωροσκόπο;».
Γ.Μπ.: «Καρκίνο».
Ζ.Σ.: «Εγώ κριάρι. Γι’ αυτό ταιριάζουμε».
Οπως και να το κάνουμε, κύριε Μπουτάρη, ένας δήμαρχος είναι πρόσωπο εξουσίας. Πώς συμβαίνει και είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με όσα λέτε, συνεργάτης, φίλος, άγνωστός σας που έρχεται για λίγο σε επαφή μαζί σας, να ξεχνάει την επίσημη ιδιότητά σας και να αισθάνεται ότι κουβεντιάζει με έναν καθημερινό άνθρωπο;
Γ.Μπ.: «Μεγάλωσα μέσα στα αμπέλια και στα οινοποιεία, είχα να κάνω πιο πολύ με λαϊκούς ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συναναστρεφόμουν και ανθρώπους πνευματικούς. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στον κόσμο είναι να μην καβαλήσει κανείς το καλάμι, να είναι δηλαδή ταπεινός. Προσωπικά, όπως θα μιλήσω και θα συμπεριφερθώ σε έναν άνθρωπο που δουλεύει χαμάλης στο λιμάνι, τον ίδιο τρόπο θα διατηρήσω και όταν έρθω σε επαφή με τη βασίλισσα της Αγγλίας. Ανθρωποι είναι και οι δύο, με τις ίδιες εσωτερικές ανάγκες και τα ίδια εσωτερικά προβλήματα, και θα έλεγα και με τις ίδιες απαιτήσεις. Επομένως, τι εξουσία να πουλήσω; Πρώτα χρειάζεται να έχει ξεκαθαρίσει κανείς με τον εαυτό του ποιος πραγματικά είναι, και μετά να επιχειρήσει οτιδήποτε σε σχέση με τους άλλους. Η μόνη εξουσία που υπάρχει είναι να βλέπεις τους άλλους ως ίσους με εσένα. Οταν έρχεσαι σε επαφή με τον οποιονδήποτε πρέπει να μπαίνεις στη θέση του για να μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Δεν μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για μια συνταγή, αλλά για έναν προσωπικό τρόπο λειτουργίας. Σε σχέση τώρα με τον δήμαρχο, θα σας πω κάτι που θα σας εκπλήξει. Ο δήμαρχος ουσιαστικά δεν κάνει τίποτε, υπάρχει για να ανοίγει τις πόρτες και τα παράθυρα και να κάνουν οι άλλοι ό,τι χρειάζεται να γίνει. Ο δήμαρχος υπάρχει για να εμπνέει τους άλλους. Οπως επίσης για να ελέγχει αν λειτουργούν σωστά όλα αυτά που είναι ο δήμος, η καθημερινότητα δηλαδή, τα σχολεία, οι κοινωνικές υπηρεσίες, τα σκουπίδια. Οταν ανέλαβα τον δήμο, είχα πει στους εργαζομένους: «Ξέρω ότι λειτουργείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ξέρω και ξέρετε, επίσης, ότι ο κόσμος κατηγορεί τους δημοσίους υπαλλήλους»
–γιατί και οι δημοτικοί ουσιαστικά δημόσιοι υπάλληλοι είναι. Ενα κομμάτι της φιλοδοξίας μου, λοιπόν, είναι να περπατάτε στον δρόμο και να λένε: «Να, ένας δημοτικός υπάλληλος»».

Κυρία Σαπουντζάκη, δεκαετίες ολόκληρες στο θέατρο, εσείς ποιο αναγνωρίζετε ως το μυστικό της διάρκειάς σας;
Ζ.Σ.: «Προσωπικά, έχω δουλέψει πάρα πολύ στη ζωή μου. Οταν βγήκα στο θέατρο δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο ραδιόφωνο. Εκείνο το θεατράκι στον Λευκό Πύργο, η παράγκα, όπου έπαιζα από οπερέτα και επιθεώρηση έως ηθογραφία και μουσική κωμωδία, με βοήθησε πάρα πολύ, έτσι όπως κάθε δύο ημέρες αλλάζαμε έργο. Ακούς να λένε σήμερα ότι «έβγαλα τη σχολή του Κατσέλη», «τη σχολή του Κουν», διάφορες σχολές. Δεν έβγαλα καμιά σχολή, σχολή για μένα ήταν ότι κάθε δύο ημέρες που αλλάζαμε έργο μάθαινα έναν καινούργιο ρόλο. Ημουν 13 χρόνων όταν φόρεσα το ψηλό τακούνι και έκανα την κοκότα στο «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν γιατί είχε αρρωστήσει η πρωταγωνίστρια. Η εμπειρία μου υπήρξε η αλλαγή των έργων. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε έναν κινηματογράφο που ήταν απέναντί μας, «Τιτάνια» λεγόταν, και έβλεπα τη Ρίτα Χέιγουορθ, τη Σιλβάνα Μαγκάνο, διάφορες πρωταγωνίστριες της εποχής. Μου έδινε η μητέρα μου χρήματα αλλά για να πάω μία φορά μόνο. Ηθελα όμως να ξαναπάω την επομένη, να ξαναδώ το έργο, να ξεσηκώσω μια φιγούρα, και όταν γυρίσω στο σπίτι να παίξω με τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη. Θυμάμαι έναν υπάλληλο, κοκκινοτρίχη, με κόκκινο μουστακάκι, ωραίο παιδί, που με έβλεπε να κοιτάζω αχόρταγα τις φωτογραφίες και μου έκανε κάποια στιγμή: «Ελα, πέρασε». Καταλάβαινε ότι ήθελα να μπω μέσα και ότι δεν είχα χρήματα».

Εσάς, κύριε δήμαρχε, πώς σας μπήκε το μικρόβιο της πολιτικής –αν η δημαρχία είναι πολιτική;
Γ.Μπ.: «Δεν θα υιοθετούσα τον χαρακτηρισμό «μικρόβιο». Από τα νιάτα μου αισθανόμουν να με αφορά καθετί συλλογικό. Θυμάμαι που έλεγα πάντα στους συναδέλφους μου οινοποιούς: «Παιδιά, δεν θα αυξηθεί η δουλειά μας αν μαλώνουμε μεταξύ μας προκειμένου να φάει ο ένας το μερίδιο του άλλου. Το θέμα είναι να μεγαλώσουμε την πίτα και τότε θα είμαστε όλοι ευχαριστημένοι». Για μία εικοσαετία ήμουν πρόεδρος της Ενώσεως Οινοπαραγωγών· θέλω να πω ότι πάντα διέθετα συλλογική συνείδηση. Ενα άλλο χαρακτηριστικό μου είναι ότι κάνω διάφορα πράγματα ανόμοια μεταξύ τους. Βέβαια, η βασική μου αγάπη είναι το κρασί, θα έλεγα ότι στις φλέβες μου αντί για αίμα κυλάει κρασί, πάει και τελείωσε. Ομως με ενδιαφέρουν πολύ τα περιβαλλοντικά θέματα, ασχολούμαι εντατικά μαζί τους. Να θυμίσω το πρόγραμμα «Αρκτούρος» που δημιούργησα στο χωριό Νυμφαίο. Πρόκειται για μια ιστορία που συμπληρώνει 25 χρόνια τώρα και συνέβαλε στη διάσωση της καφέ αρκούδας, έχουμε τον μεγαλύτερο σήμερα πληθυσμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Υπήρξα επίσης από τα ιδρυτικά μέλη του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, με τις διαρκείς δωρεές που έκανα, το συντήρησα για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Αν απομονώνατε, σε σχέση με τη δουλειά σας στο θέατρο, κάποια περιστατικά, ποια θα ήταν αυτά, κυρία Σαπουντζάκη;
Ζ.Σ.: «Είναι τόσο πολλά πράγματα η καριέρα μου στο θέατρο που δεν θα ήξερα τι να πρωτοθυμηθώ. Υπήρξα, βέβαια, πολύ τυχερή σε σχέση με τους ηθοποιούς με τους οποίους συμπρωταγωνίστησα στις παραστάσεις. Σε περίπτωση που με ρωτούσε κανείς σήμερα αν θα ήθελα να παίξω σε επιθεώρηση, θα του έλεγα «ναι», αλλά με ποιον; Eχουν φύγει όλοι. Ο Χατζηχρήστος, ο Λειβαδίτης, ο Σταυρίδης, η Καλουτά, η Βλαχοπούλου, ο Γκιωνάκης, ο Αυλωνίτης, η Ντορ. Αν με ρωτούσες ποιος ήταν ο πιο καλός άνθρωπος από όλους, θα απαντούσα η Ρένα Ντορ. Πολλές πρωταγωνίστριες δεν ήθελαν τη νεότερη να κατεβαίνει τελευταία τη σκάλα. Ερχόταν όμως η Ντορ, με έπιανε από το χέρι και με κατέβαζε. Δεν την ένοιαζε γιατί ήταν η Ντορ. Θυμάμαι σε μια παράσταση που έκανα πριν από λίγα χρόνια στο ΚΘΒΕ και έλεγα σε κάποια στιγμή, σε ένα νούμερο, ότι έχω δουλέψει με όλα αυτά τα ιερά τέρατα. Aκουσα ένα βράδυ στα πίσω καθίσματα δύο ανθρώπους κάτι να σιγοψιθυρίζουν και κατάλαβα πως έλεγαν ότι όλοι αυτοί οι ηθοποιοί που ανέφερα είχαν πεθάνει. Γύρισα τότε και τους είπα: «Τι λέτε εσείς εκεί; Α, κατάλαβα. Η Ζωζώ, όμως, είναι εδώ». Και χάλασε ο κόσμος στο χειροκρότημα».

Δεν έχετε πάψει να είστε λαοφιλής…
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ενθουσιασμό του κόσμου όταν βγήκα στο Ηρώδειο. Ο Κραουνάκης είχε ξεκινήσει την εισαγωγή του τραγουδιού που θα έλεγα και γυρίζοντας απότομα προς το κοινό ακούω τις φωνές του κόσμου που είχε σηκωθεί όρθιος στις κερκίδες και δεν έλεγε να σταματήσει: «Είσαι θεά, Ζωζώ, είσαι θεά». Συγκινήθηκα πάρα πολύ, μου ήρθε να κλάψω, αλλά με συνέφερε η φωνή του Κραουνάκη: «Eμπα, Ζωζώ». Κάτι αντίστοιχο θυμάμαι πως γινόταν λίγα χρόνια αργότερα στο Badminton όταν έλεγα το «Ακόμη ένα ποτηράκι». Καθώς με σήκωνε το μπαλέτο στα χέρια και ύψωνα το πόδι μου ως επάνω, στην πλατεία γινόταν χαμός».
Κύριε Μπουτάρη, εκτός του ενδιαφέροντός σας για τα κοινά, τι άλλο σας ώθησε ώστε να επιδιώξετε να εκλεγείτε δήμαρχος;
Γ.Μπ.: «Οταν μεγάλωσαν οι γιοι μου και μπήκαν στη δουλειά, μου είπε η γυναίκα μου, η μακαρίτισσα Αθηνά: «Πρόσεξε, τρία κοκόρια δεν χωράνε κάτω από το ίδιο καπέλο. Ασε τα παιδιά να αναλάβουν την επιχείρηση, εσύ μπορείς να βρεις να κάνεις κάτι άλλο». Ανακατεύτηκα με τον δήμο, χωρίς να έχω κατά νου να γίνω δήμαρχος, και μετά βουλευτής, και μετά υπουργός, και μετά πρωθυπουργός, και μετά Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και μετά Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Είπα μέσα μου: «Αγαπάω την πόλη μου, όλα τα άλλα τα αφήνω πίσω μου, όση ζωντάνια διαθέτω θα την ξοδέψω για τον δήμο μου». Η γυναίκα μου ήταν τότε στα τελευταία της, θυμάμαι ότι μου έδωσε 50.000 ως χαρτζιλίκι για την προεκλογική εκστρατεία και μου είπε: «Αν εκλεγείς δήμαρχος, θα σε κοιτάω από πάνω». Αν θέλετε, μια βασική μου διαφορά με τους πολιτικούς είναι ότι οι τελευταίοι δεν έχουν μάθει να λειτουργούν με την απλή λογική, έχουν μάθει να λένε πράγματα που ευχαριστούν τον κόσμο. Η ζωή, όμως, δεν είναι ευχάριστη. Κανείς δεν μας υποσχέθηκε όταν γεννηθήκαμε ότι θα περνάμε τη ζωή μας καλά. Προσωπικά, έχω μάθει να λέω την αλήθεια. Λέω λοιπόν: «Παιδιά, πτωχεύσαμε. Ξέρετε τι θα πει αυτό; Αντί για ένα μπουκάλι κρασί, κρέας ή ψάρι κάθε μέρα, τώρα μια φορά τον μήνα». Δεν αποκλείεται να κάνω και λάθη. Οσο πιο πολλά πράγματα κάνεις, τόσο πιο πολλά θα είναι τα λάθη σου. Πολλοί στη Θεσσαλονίκη με βρίζουν. Αλλά στα 75 μου δεν θα αλλάξω ούτε λογική ούτε νοοτροπία».
Ζ.Σ.: «Γιατί λες τα χρόνια σου; Σημασία έχει πώς αισθάνεται κανείς».
Γ.Μπ.: «Η Θεσσαλονίκη έχει κάτι που δεν το έχει καμιά άλλη πόλη. Εχει 120.000 φοιτητές. Παρόλο που είναι πολύ συντηρητική πόλη, έχει μια ζωντάνια, μια χαρά, χάρη στους φοιτητές της, που ζουν γύρω από το Πανεπιστήμιο, γύρω από την Καμάρα, στο κέντρο της. Το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της Θεσσαλονίκης είναι το πανεπιστήμιό της».
Ζ.Σ.: «Αυτή η ζωντάνια με έκανε τελευταία, όποτε ήρθα στη Θεσσαλονίκη, να μη θέλω να φύγω. Κάποτε ζήλευε την Αθήνα, τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οπως είπε ο δήμαρχος, τόσο ο ίδιος όσο και εγώ, δεν είμαστε στην πρώτη νεότητα. Εχει δίκιο με την προϋπόθεση ότι προσωπικά, όταν ήμουν στα εφηβικά και τα νεανικά μου χρόνια, θα ήταν αδύνατον να κάνω τα πράγματα που κάνω σήμερα. Θα ήταν αδύνατον χωρίς την εμπειρία των χρόνων που έχουν προηγηθεί να κάνω μόνη μου ένα πρόγραμμα τρεισήμισι ωρών, με ένα κοινό που μου ομολογεί στο τέλος ότι αισθάνεται σαν να μην πέρασε μία ώρα. Οσο και αν συγκινούμαι με τα πρώτα μου χρόνια στο θέατρο, στον ίδιο βαθμό ενθουσιάζομαι με τον εαυτό μου σήμερα όταν ολοκληρώνω χορογραφίες επικίνδυνες ακόμη και για νέα παιδιά. Η εμπειρία τελικά δεν ανανεώνει μόνον πνευματικά τον άνθρωπο, αλλά πολλαπλασιάζει και το σωματικό σφρίγος. Κάτι που με κάνει να αισθάνομαι σίγουρη ότι μπορώ να πραγματοποιώ την κάθε σκηνική επιθυμία και έμπνευσή μου. Να σας εξομολογηθώ κάτι: Αισθάνομαι σαν το παλιό καλό κρασί. Βέβαια… με ετικέτα καινούργια».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.