Κάθε χρόνο στην ελληνική οικονομία πραγματοποιούνται επενδύσεις ύψους περί τα 18 δισ. ευρώ αλλά χρειάζονται τα διπλάσια κεφάλαια για «να υπηρετήσουμε τον στόχο της ανάπτυξης», τονίζει μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας σε συνέντευξή του προς «Το Βήμα» και σημειώνει χαρακτηριστικά πως οι επενδύσεις αυτές γίνονται σε ένα «αντίξοο περιβάλλον πολυετούς ύφεσης και υπερφορολόγησης».
Εξηγεί ωστόσο ότι «δύο είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε περισσότερες επενδύσεις:
–ο πρώτος, το κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας, που επιτυγχάνεται πλέον με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ο δεύτερος, το ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον, που χρειάζεται δουλειά ακόμη».
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως «οι ξένοι επενδυτές δανείζονται με πραγματικά επιτόκια κάτω από 1% πατώντας μετά από χρόνια ανάπτυξης πάνω σε υγιείς ισολογισμούς ενώ οι έλληνες επιχειρηματίες στην καλύτερη περίπτωση δανείζονται με πραγματικά επιτόκια 7%, και έχουν τραυματισμένους από την ύφεση και την υπερφορολόγηση ισολογισμούς».
Αναφερόμενος ο κ. Φέσσας στην ανάγκη ψηφιακής στρατηγικής για την ελληνική οικονομία τονίζει πως ο ψηφιακός μετασχηματισμός της «από τη μία πλευρά συνιστά απειλή, υπό την έννοια ότι αν δεν δράσουμε άμεσα, συντονισμένα και στοχευμένα θα χάσουμε κι άλλο έδαφος και θα περιθωριοποιηθούμε περαιτέρω στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό» και «από την άλλη όμως η ψηφιακή οικονομία μάς δίνει μία ευκαιρία που αν την αδράξουμε μπορούμε να επιταχύνουμε την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα».


Κύριε πρόεδρε, εκτιμάτε ότι με το μείγμα των μέτρων πολιτικής που περιλαμβάνονται στην τεχνική συμφωνία για τη 2η αξιολόγηση είναι βιώσιμος ο στόχος για πλεονάσματα του 3,5%; Η αγορά και η πραγματική οικονομία θα αντέξουν το βάρος της υπερφορολόγησης; Τι προτείνετε στο πλαίσιο αυτό;
«Η συμφωνία έχει θετικές και αρνητικές όψεις. Είναι θετικό ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει τέλος στην αβεβαιότητα κλειδώνοντας το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο χρηματοδότησης της οικονομίας. Αυτό θα δημιουργήσει εμπιστοσύνη σε αγορές και επενδυτές. Το αρνητικό είναι ότι για άλλη μια φορά δεν συμφωνήθηκε ένας ευδιάκριτος οδικός χάρτης εξορθολογισμού των φόρων στην εργασία και στην παραγωγή που ωθούν κάθε μέρα που περνάει επιχειρήσεις και εργαζομένους στην γκρίζα ζώνη της παραοικονομίας. Εκτιμώ βέβαια ότι μια αμφισβήτηση των δημοσιονομικών στόχων δεν θα ωφελήσει τη χώρα αυτή τη στιγμή καθώς η όποια αναπτυξιακή επίπτωση χαλάρωσής τους θα υπερκερασθεί από την επίπτωση ενός ανεπιθύμητου νέου κύκλου αβεβαιότητας. Ετσι μένει ένας μόνο δρόμος «εξόδου από τα μνημόνια» και ανάκαμψης της χώρας: Η χώρα και η δημόσια διοίκηση να αποκτήσουν ταχύτατα την ικανότητα διοίκησης ενός εξαιρετικά σύνθετου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, ώστε επανακτώντας σταδιακά την εμπιστοσύνη των εταίρων να προχωρήσουμε σε ταχύτερη βελτίωση των φορολογικών συντελεστών».
Η χώρα πλέον εκπληρώνει κανονικά τις δημοσιονομικές της υποχρεώσεις, στο πλαίσιο του προγράμματος. Ο ιδιωτικός τομέας όμως συνεχίζει να υποφέρει από χρηματοδοτική ασφυξία. Υπάρχει αναπτυξιακό μέλλον τελικά;
«Δεν υπάρχει καμία χώρα που να έχει αναπτυχθεί χωρίς να έχει έναν χρηματοπιστωτικό τομέα που να λειτουργεί, πόσω μάλλον όταν επιπλέον υπερφορολογείται. Είναι κρίσιμο να κατανοήσουν τόσο οι εταίροι μας στην ΕΕ όσο και η ελληνική κυβέρνηση ότι η δυνατότητα πρόσβασης των Ελλήνων σε φθηνούς όρους χρηματοδότησης παρόμοιους με αυτούς που απολαμβάνουν οι επιχειρήσεις των υπόλοιπων χωρών της Ενιαίας Αγοράς είναι βασική προτεραιότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οχι μόνο διότι χωρίς χρηματοδότηση δεν υποστηρίζονται οι επενδύσεις που χρειάζεται να γίνουν αλλά και διότι η έλλειψη ρευστότητας οδηγεί σε μείωση της φορολογητέας ύλης και υποσκάπτει τις δημοσιονομικές επιδόσεις».
Ξένοι και όχι μόνο παράγοντες ισχυρίζονται ότι πρώτα οφείλουν να επενδύσουν στη χώρα τους οι έλληνες επιχειρηματίες και μετά θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Πόσο εφικτό είναι αυτό με το σημερινό πλαίσιο αβεβαιότητας και χρηματοδοτικής ασφυξίας;
«Θυμίζω ότι ετησίως γίνονται στη χώρα μας περί τα 17-18 δισ. ευρώ επενδύσεις. Σίγουρα δεν καλύπτουν τις εθνικές ανάγκες, όμως γίνονται μέσα σε ένα αντίξοο περιβάλλον πολυετούς ύφεσης και υπερφορολόγησης. Και βεβαίως χρειαζόμαστε πράγματι διπλάσιες επενδύσεις για να υπηρετήσουμε τον στόχο της ανάπτυξης. Δύο είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε περισσότερες επενδύσεις: Ο πρώτος, το κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας, επιτυγχάνεται πλέον με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ο δεύτερος, το ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον, χρειάζεται δουλειά ακόμη. Θυμίζω ότι οι ξένοι επενδυτές δανείζονται με πραγματικά επιτόκια κάτω από 1% πατώντας μετά από χρόνια ανάπτυξης πάνω σε υγιείς ισολογισμούς ενώ οι έλληνες επιχειρηματίες στην καλύτερη περίπτωση δανείζονται με πραγματικά επιτόκια 7%, και έχουν τραυματισμένους από την ύφεση και την υπερφορολόγηση ισολογισμούς».


Πώς κρίνετε το σχέδιο νόμου για την εξωδικαστική ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των επιχειρήσεων; Ποιες βελτιώσεις έχετε προτείνει σχετικά;
«Εμείς έχουμε πει καταρχήν ότι η νέα διαδικασία πρέπει να θωρακιστεί ώστε συστημικοί κακοπληρωτές να μη λάβουν ένα μεγάλο δώρο που θα το πληρώσουν τελικά οι έντιμοι που δικαιούνται μια λύση. Με δεδομένο τον νόμο, αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το πώς θα λειτουργήσει η ηλεκτρονική πλατφόρμα. Δυστυχώς έχουμε επιφυλάξεις για το αν η κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει τον μεγάλο κίνδυνο που θα προκύψει αν ξεκινήσει η εφαρμογή του νόμου με μια πλατφόρμα που θα επιτρέπει την υποβολή στοιχείων που δεν μπορεί άμεσα να επαληθευθούν για την ακρίβεια και εντιμότητά τους. Υπάρχουν όμως και ορισμένα σημαντικά ζητήματα που αφορούν και τις άλλες προπτωχευτικές διαδικασίες, και που αν δεν λυθούν το εγχείρημα θα αποτύχει. Ενδεικτικά, θα πρέπει να επιστραφούν οι φόροι που έχουν καταβληθεί επί των ποσών που διαγράφονται, όπως ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος, και να επεκταθεί η δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών με κέρδη μελλοντικών χρήσεων και πέρα από τα πέντε έτη που ισχύουν σήμερα. Τα φορολογικά αυτά ζητήματα όμως πρέπει να λυθούν και για τις διαδικασίες της εξυγίανσης του Αρθρου 99 ή της ειδικής διαχείρισης του «νόμου Δένδια». Αντίστοιχα, για όλες αυτές τις διαδικασίες πρέπει να ισχύσει η προστασία από διώξεις στελεχών που κινούνται βάσει των εγκεκριμένων διαδικασιών καθώς και η γενναία συμμετοχή του Δημοσίου στις διαγραφές οφειλών που ισχύει πλέον στον «εξωδικαστικό»».
Κύριε Πρόεδρε, μπορεί πραγματικά η Ελλάδα να βρεθεί εκτός των ανεπτυγμένων χωρών αν δε κάνει τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία; Μήπως υπερβάλλετε λιγάκι;
«Σας διαβεβαιώ καθόλου. Η ψηφιακή οικονομία προκαλεί έναν συνολικό μετασχηματισμό στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα: της επιχείρησης, της εργασίας, του κράτους, της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών. Από τη μία πλευρά συνιστά απειλή, υπό την έννοια ότι αν δεν δράσουμε άμεσα, συντονισμένα και στοχευμένα, θα χάσουμε κι άλλο έδαφος και θα περιθωριοποιηθούμε περαιτέρω στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Συνεπώς, η απειλή είναι υπαρκτή και επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας μας. Από την άλλη όμως η ψηφιακή οικονομία μάς δίνει μία ευκαιρία που αν την αδράξουμε –και δεν λέω ότι είναι εύκολο, είναι όμως εφικτό –μπορούμε να επιταχύνουμε την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα».
Παρουσιάσατε στο συνέδριο του ΣΕΒ για την ψηφιακή στρατηγική μια μελέτη για την ψηφιακή Ελλάδα. Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης; Πιστεύετε ότι μπορεί η Ελλάδα να φθάσει τις ψηφιακά ώριμες χώρες της Ευρώπης;
«Η μελέτη, αφού κάνει μία διάγνωση σε βάθος για την ψηφιακή ωριμότητα της χώρας και τη βρίσκει πολύ χαμηλή, προτείνει έναν συγκροτημένο οδικό χάρτη με 60 δράσεις, προκειμένου να βγούμε από το ψηφιακό τέλμα. Η Ελλάδα, σήμερα, δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει ένα άλμα: δεν μπορεί δηλαδή σε τέσσερα χρόνια να φθάσει και να προσπεράσει άλλες χώρες της Ευρώπης που βρίσκονται σε παρόμοια θέση με τη δική μας. Ομως στα επόμενα τέσσερα χρόνια μπορούμε να κινητοποιήσουμε την οικονομία μας προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό και να βάλουμε τις βάσεις για ένα άλμα. Αν λοιπόν τα καταφέρουμε, μέχρι το 2021 θα αυξήσουμε επιπλέον τον εθνικό μας πλούτο κατά 4% (περίπου 7,6 δισ.), δημιουργώντας άμεσα τουλάχιστον 50.000 νέες, μόνιμες και καλές θέσεις απασχόλησης. Αυτό από μόνο του θα είναι σημαντικό επίτευγμα για τη χώρα. Ομως το πραγματικό άλμα θα μπορεί να γίνει μετά. Ετσι, σε 10 με 15 χρόνια θα μπορούμε να ανήκουμε στις ψηφιακά ώριμες χώρες της Ευρώπης. Επειδή όμως ξεκινάμε από πολύ χαμηλά, θα πρέπει να κινηθούμε σε μια τροχιά επιτάχυνσης, όπου πολλά αλληλένδετα πράγματα θα πρέπει να γίνουν παράλληλα, τόσο για το κράτος όσο και για την ιδιωτική οικονομία».


Ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι επιπτώσεις της ψηφιοποίησης της οικονομίας στην εργασία και στις θέσεις απασχόλησης;
«Η ψηφιακή οικονομία δεν καταργεί αυτόματα θέσεις απασχόλησης, και αυτό δείχνει η διεθνής εμπειρία. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι γίνεται μια ανακατανομή στην απασχόληση και κερδισμένοι είναι όσοι έχουν τον κατάλληλο συνδυασμό ψηφιακών δεξιοτήτων που ζητεί η αγορά. Ούτως ή άλλως, στην Ελλάδα ξεκινάμε από αρκετά πίσω και εκτιμούμε ότι η ψηφιοποίηση της οικονομίας θα αλλάξει μεν τη φύση της εργασίας αλλά δεν θα επηρεάσει σημαντικά την απασχόληση. Αντιθέτως, μπορεί να ανασχέσει και το κύμα του brain drain συμβάλλοντας στην επιστροφή των νέων επαγγελματιών που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό λόγω της κρίσης. Για αυτό, όπως σας ανάφερα και προηγουμένως, εκτιμάμε πολύ συντηρητικά ότι το σχέδιό μας θα προκαλέσει μια καθαρή αύξηση της απασχόλησης κατά 50.000 θέσεις εργασίας τουλάχιστον. Είναι βεβαίως ένα ζήτημα που θα πρέπει να ξαναδούμε πολύ αργότερα αλλά για την ώρα αυτό που είναι κρίσιμο είναι να αναμορφώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε όλες του τις βαθμίδες, προκειμένου να παρέχει στους νέους μας τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό ψηφιακών δεξιοτήτων. Και επίσης να καταρτίσουμε το εργατικό μας δυναμικό ώστε αυτή η ανακατανομή στην εργασία να είναι εφικτή, όπως για παράδειγμα στον δημόσιο τομέα, όπου η ηλεκτρονική διακυβέρνηση θα επηρεάσει σημαντικά τη ροή εργασίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ