Μιχάλης Γκανάς
Ομήρου Οδύσσεια Μεταίχμιο, 2016
σελ. 269, τιμή 13,30 ευρώ
Η πρώτη μου σοβαρή επαφή με την Οδύσσεια έγινε πριν από πολλά χρόνια μέσα από τη δίτομη έκδοση Loeb, με το αρχαίο κείμενο στην αριστερή σελίδα, την αγγλική μετάφραση των Murray και Dimock στη δεξιά και τα σχόλια που τη συνοδεύουν. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της ενασχόλησής μου με τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, ξαναδιαβάζω την Οδύσσεια διασκευασμένη και έχουν περάσει από τα χέρια μου αξιόλογες μεταπλάσεις με την υπογραφή ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Η συγκεκριμένη όμως Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά, αυτοαποκαλούμενη «διασκευή για νέους αναγνώστες», είναι διαφορετική και, όπως ο ίδιος εξηγεί στο επιλογικό του σημείωμα, «απευθύνεται σε παιδιά που ετοιμάζονται να μπουν στην εφηβεία και σε άλλους που έχουν βγει πρόσφατα ή προ πολλού από αυτήν, χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ ολόκληρη την Οδύσσεια». Σε αυτό το ήδη ευρύ αναγνωστικό κοινό εμείς θα προσθέταμε και εκείνους που έχουν τη διάθεση να ξαναδούν το γνωστό έπος μέσα από τη φρέσκια ματιά ενός καταξιωμένου σύγχρονου δημιουργού.
Προσθαφαιρέσεις και παρεκβάσεις
Τα μεγάλα έπη άλλωστε, έχοντας διανύσει ένα μακρύ ταξίδι στον χρόνο, δεν αποτελούνται από τα λόγια ενός μόνο ανθρώπου μήτε ενός καιρού. Ακόμη και στην αρχαιότητα, όταν η τέχνη της επικής ποίησης πέρασε από τους αοιδούς στους ραψωδούς, όπου η σύνθεση με τη βοήθεια της μούσας εξελίχθηκε σε απομνημόνευση, υπήρχαν σημαντικές παρεμβάσεις. Ειδικά τη Μυκηναϊκή περίοδο, αλλά και αργότερα, οι διάδοχοι του Ομήρου ήταν γνώστες της δημιουργικής μίμησης και, όπως μας λέει ο J. Svenbro στην περίφημη διατριβή του La Parole et le Marbre, ήταν συχνά αναγκασμένοι –λόγω «κοινωνικών πιέσεων» –να προσαρμόζουν τα λόγια τους στις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες και τα ενδιαφέροντα του ακροατηρίου τους. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι οι σύγχρονες διασκευές είναι κάτι αντίστοιχο με τις ανά τους αιώνες παρεμβάσεις στον ομηρικό λόγο και ότι η κάθε εποχή αφήνει τα δικά της χαρακτηριστικά στο οικουμενικού ενδιαφέροντος έπος. Ετσι κι εδώ. Ο Μιχάλης Γκανάς, βλέποντας μέσα από τα γυρίσματα των καιρών και της γλώσσας, προσθέτει, αφαιρεί, αφηγείται και σχολιάζει με έναν ολότελα δικό του τρόπο την Οδύσσεια, ενώ κρατά αναλλοίωτο τον πυρήνα και τη φαιά ουσία της.
Εκείνο όμως που εκπλήσσει είναι ο υβριδικός χαρακτήρας του αφηγηματικού λόγου. Διότι ενώ αναμένει κανείς μια ποιητική αναδημιουργία από έναν κατ’ εξοχήν ποιητή, ξαφνικά βρίσκεται ενώπιον ενός κειμένου όπου η ποίηση με την πεζογραφία συνδυάζονται και εναλλάσσονται. Από τις είκοσι τέσσερις ραψωδίες μόνο οι οκτώ αποδίδονται σε ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Οι υπόλοιπες εκφέρονται σε πεζό λόγο, όπου τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή αναλαμβάνει ο ίδιος ο Γκανάς, ενίοτε περνώντας τη σκυτάλη στους ήρωες της ιστορίας εν είδει στιχομυθίας. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η μεικτή αυτή αφηγηματική προσέγγιση προέκυψε ως αντίσταση στον πειρασμό να αφηγηθεί ο ποιητής ολόκληρη την ιστορία σε πομπώδη στίχο. Μια τέτοια απόπειρα εμπεριέχει τον κίνδυνο της μονοτονίας, κάτι που μάλλον δεν θα επιθυμούσε ο δημιουργός, μιας και το έργο του απευθύνεται και σε μικρότερες ηλικίες. Εκείνο που βεβαίως μετράει δεν είναι τι αναμένει κανείς από έναν καταξιωμένο ποιητή, αλλά το αισθητικό και ουσιαστικό αποτέλεσμα της δικής του αναδημιουργίας. Και εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε πως το υβριδικής αυτής μορφής ξετύλιγμα της ιστορίας λειτουργεί θαυμάσια στους νέους. Αυτό άλλωστε σημειώνει και ο καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης στην εξαιρετικά εμπεριστατωμένη κριτική του (Athens Review of Books, Μάρτιος 2017). Οτι, δηλαδή, για μη ειδικούς αναγνώστες «η εναλλαγή της μορφής κεντρίζει και ανανεώνει το ενδιαφέρον».
Ο παρατηρητής-αφηγητής
Η αφήγηση κυλά σαν παραμύθι, με παιχνιδιάρικη διάθεση και με τον αφηγητή να λειτουργεί ως παρατηρητής, ενίοτε παρεμβάλλοντας το προσωπικό σχόλιό του: «Τι έφαγαν, τι ήπιανε, ο Ομηρος δεν λέει» (στο παλάτι του Αλκίνοου, σελ. 73) ή «Πρόσφυγας θα ‘τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες / που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες» (για τη δούλη από τη Σικελία που φρόντιζε τον Λαέρτη, σελ. 258). Οι χαριτωμένες αυτές παρενθέσεις τοποθετούνται εμβόλιμα στη ροή της αφήγησης είτε για να αποφορτίσουν την ατμόσφαιρα, είτε για να παραλληλίσουν το τότε με το σήμερα. Αξίζει όμως τον κόπο να δούμε και κάτι άλλο που μας λέει ο αφηγητής παρενθετικά –ίσως και χαριτολογώντας –στην πρώτη κιόλας παράγραφο της α’ ραψωδίας, η οποία λειτουργεί ως μικρή εισαγωγή: «Ο Ομηρος είναι πατέρας όλων των ποιητών, ο πρώτος ράπερ και προ – προ – προ – παππούς μας». Μα, μήπως υπερβάλλει; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Καθόλου, απαντάμε. Υπάρχουν άλλωστε μελέτες που υποστηρίζουν τον παραλληλισμό, όπως αυτή του κλασικιστή Thomas J. Sienkewicz και της κοινωνιο-γλωσσολόγου Viv Edwards, όπου στο περίφημο σύγγραμμά τους Oral Cultures Past and Present: Rappin’ and Homer ισχυρίζονται με επιχειρήματα πως οι σύγχρονοι ράπερ αντλούν τα μυστικά της τέχνης τους από τα αρχαία έπη και την ονομασία τους από το πρώτο συνθετικό της λέξης ραψωδία (ράπτειν ωδή). Ας μην τρομάξουν λοιπόν μερικοί και αφήσουν αδιάβαστο το βιβλίο. Θα το απολαύσουν και δεν θα βαρεθούν στιγμή.
Ποιητικές γέφυρες
Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι παράγοντες που καθιστούν τη νέα αυτή διασκευή απολαυστική. Διότι εδώ ο ποιητής, μιμούμενος την παράδοση των προπατόρων του ραψωδών, αναμετριέται με την τέχνη του κόπτειν και του ράπτειν προκειμένου να ενσωματώσει στη δική του αφήγηση σημαντικά δείγματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, οικεία και αναγνωρίσιμα σε τωρινούς αναγνώστες. Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Γκάτσος, Καββαδίας, δημώδης ποίηση, αλλά και πιο σύγχρονοι δημιουργοί, συμμετέχουν στην γκαναϊκή αφήγηση συνθέτοντας ένα παιγνίδι διακειμενικό. Οπως για παράδειγμα ο υπότιτλος με κεφαλαία γράμματα στη λ’ ραψωδία: Νέκυια. Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ. Ο νους πηγαίνει κατευθείαν στην Κάθοδο των Εννιά του Θανάση Βαλτινού, ένα έργο που διαδραματίζεται στην εποχή του ελληνικού εμφυλίου και το οποίο ο ίδιος ο Βαλτινός έχει χαρακτηρίσει ως νέκυια. Ο γκαναϊκός λόγος, απελευθερωμένος από περιττά στολίδια και δραματικές κορόνες, λειτουργεί αφαιρετικά και παρεμβάλλοντας ανάμεσά του φράσεις-δάνεια προσφέρει «το σώμα και το αίμα» του δράματος με τη λαβίδα του συνειρμού, ακόμη και της λεπτής ειρωνείας: «Γιατί έγιναν όλα αυτά, θα μου πείτε; Μη ρωτάτε καλύτερα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη» (σελ. 12) μας λέει ο αφηγητής ήδη από την αρχή, απηχώντας τον γνωστό σεφερικό στίχο, ενώ τερματίζει το αφηγηματικό του ταξίδι με ένα στοχαστικό επιλογικό ποίημα κλεισμένο ανάμεσα σε λόγια-δάνεια του Καβάφη και του Σεφέρη: «Οσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις / Τ’ είναι θεός, τι μη θεός, και τι τ’ ανάμεσά τους;» (σελ. 263). Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στη δυναμική των εικόνων του Βασίλη Γρίβα, τόσες όσες σχεδόν και οι ραψωδίες. Εμπνευσμένες από αρχαίους αμφορείς, αλλά και από φιγούρες του θεάτρου σκιών, προσδίδουν στη σύγχρονη έκφραση του κειμένου μια αρχαιοπρεπή ατμόσφαιρα μπολιασμένη με λεπτομέρειες μιας μεταγενέστερης και πλησιέστερης στο σημερινό γίγνεσθαι τέχνης.
Η κυρία Γεωργία Γαλανοπούλου είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ