Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου Ιάκωβος Εκδόσεις Αντίποδες σελ. 201, τιμή 12 ευρώ
Πρώτο πεζό και πρώτο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου (γενν. 1974), ο οποίος προέρχεται από τον κινηματογράφο και το θέατρο. Ο Ιάκωβος είναι ένα σκοτεινό βιβλίο, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται σε έναν τόπο χωρίς κανένα γεωγραφικό και χρονικό πρόσημο: σε έναν απομονωμένο οικισμό όπου φτάνει ύστερα από μια άγρια νεροποντή ο κεντρικός ήρωας με χαμένη (άγνωστο πώς) τη μνήμη του. Παραμένοντας μέχρι το τέρμα της αφήγησης ανώνυμος (αφού είναι αδύνατον να ανακαλέσει το όνομά του ενώ και οι άνθρωποι τους οποίους συναντά δεν φροντίζουν να τον ονοματίσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο), ο πρωταγωνιστής θα υποταχθεί ευθύς εξαρχής στην εξουσία του Ιάκωβου, ενός παράξενου ντόπιου που θα αναλάβει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του.
Ο Ιάκωβος ασκεί έναν σιωπηρό αλλά ασφυκτικό έλεγχο στα μέλη της οικογένειάς του (τη γυναίκα και την κόρη του) και το ίδιο θα κάνει και με τον φιλοξενούμενό του, υποχρεώνοντάς τον να σκάβει με τις ώρες ένα χέρσο χωράφι ή παίρνοντάς τον κοντά του στις εξόδους του στο χωριό χωρίς να αποσπά ούτε στιγμή το βλέμμα του από πάνω του. Παράξενοι όσο ο Ιάκωβος είναι και οι κάτοικοι του χωριού: ένας μάλλον αλλοπρόσαλλος γιατρός, μια τυφλή πόρνη, μια παιδική συμμορία που έρχεται από το πουθενά καθώς και άλλες σκιώδεις φιγούρες που είναι σαν να έχουν βγει από τα διαδοχικά στάδια (τις απρόσμενες μεταπτώσεις) ενός παρατεταμένου εφιάλτη ο οποίος μπορεί να έχει μια αρχή αλλά σίγουρα δεν διαθέτει καμία διέξοδο.
Το τοπίο στο οποίο κινούνται οι χωρικοί είναι μονίμως μουντό και αβίωτο. Βαρύς ουρανός, διαπεραστικό κρύο, νύχτα που καλύπτει τις σκεπές των σπιτιών, αντικείμενα και χώροι που δεν προσφέρουν την παραμικρή χαρά και απόλαυση, αγέλες σκύλων με καταβροχθιστικές διαθέσεις, βρωμερά έντομα αλλά και παντοειδείς ανθρώπινες δυσμορφίες: νάνοι, ανάπηροι και πλήθος παράταιρα μέλη (κεφάλια και χέρια). Επειδή τις δυστοπίες τις έχουμε πολύ εύκολες τα τελευταία χρόνια, σπεύδω να διευκρινίσω πως ο Ιάκωβος, παρά την καφκική σκηνογραφία του, δεν αποτελεί τόσο μια δυσοίωνη προβολή του μέλλοντος όσο ένα τρομώδες απόσταγμα των διαταραχών που κατατρύχουν τη συνείδηση στον παροντικό της χρόνο: ένα ατέλειωτο, καταθλιπτικά επίμονο παρόν, το οποίο δεν μπορούν να αλλάξουν οι δέσμες φωτός και ανάτασης που αποδεσμεύει κατά καιρούς (αν και όσο τις αποδεσμεύει) η αφήγηση.
Το επίτευγμα του Χατζηνικολάου συνίσταται στο ότι ο μυθιστορηματικός του κόσμος προκύπτει από τη μια μεριά ονειρικός και από την άλλη απολύτως εμπράγματος. Ακριβής και με άκρως λιτές γραμμές στην έκφρασή του, ο συγγραφέας διαλέγει εκ παραλλήλου την υποβολή αντί για την περιγραφή, την ώρα που και τα πρόσωπά του δεν αποτελούν παρά συμβολικά περιγράμματα: περιγράμματα μιας ζωής η οποία αποστρέφεται τον έρωτα πιασμένη στα δίχτυα της διαρκούς εσωτερικής καταπόνησης και του θανάτου. Ενώ όμως μια τέτοια οικονομία διατηρείται σε ισορροπία κατά το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, πλησιάζοντας προς το τέλος τα σύμβολα και τα φασματικά επεισόδια αρχίζουν αίφνης να πολλαπλασιάζονται (απειλητικά κλειδιά, μυστηριώδη τούνελ, δαιμονικά αγόρια, άγνωστης προέλευσης καραβάνια) με σαφώς διασπαστικό αποτέλεσμα: ένας πληθωρισμός του αλλόκοτου που όχι μόνο χαλάει την προηγηθείσα υποβλητική ατμόσφαιρα αλλά και αφήνει το βιβλίο έκθετο σε μια καθ’ όλα αχρείαστη ερμηνευτική πανσημία.