Αν τον τελευταίο καιρό έχετε την εντύπωση ότι η μπουγάδα σας δεν βγαίνει από το πλυντήριο τόσο καθαρή όσο παλαιότερα, δεν είναι απλώς η εντύπωσή σας! Οι βιομηχανίες απορρυπαντικών έχουν αφαιρέσει από τις «συνταγές» τους τα φωσφορικά άλατα που κάνουν πολύ αποτελεσματικά τη «βρώμικη» δουλειά αλλά ευνοούν, ταυτόχρονα, τον ευτροφισμό, δηλαδή την ακατάσχετη ανάπτυξη φυκών στα υδάτινα συστήματα. Τα φύκη καταναλώνουν το οξυγόνο που είναι διαλυμένο στο νερό, με αποτέλεσμα να «πεθαίνουν από ασφυξία» οι άλλοι υδρόβιοι οργανισμοί, με πρώτα και καλύτερα τα ψάρια. Οι νέες συνταγές των απορρυπαντικών περιέχουν άλλα προϊόντα που υποκαθιστούν τα φωσφορικά άλατα, αλλά φαίνεται ότι στην πράξη τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο καλά. Υπάρχει άραγε τρόπος να έχουμε και πάλι καθαρή μπουγάδα, όπως παλαιότερα; Το ερώτημα αυτό μοιάζει να αποτελεί σλόγκαν διαφήμισης, αλλά πίσω του κρύβεται η ιστορία και η αποτελεσματικότητα μιας από τις βασικές καθημερινές δραστηριότητες ενός νοικοκυριού.
Η ανάγκη του καθαρισμού των ρούχων είναι τόσο παλιά όσο και ο ανθρώπινος πολιτισμός, και τα προϊόντα που μας βοηθούν σε αυτή τη δραστηριότητα ονομάζονται, γενικά, απορρυπαντικά. Το πρώτο είδος απορρυπαντικού ήταν το σαπούνι, που παλιά παρασκευαζόταν από λάδι και σταχτόνερο. Το σαπούνι έκανε πολύ καλή δουλειά όσο το πλύσιμο γινόταν στο χέρι, επειδή απαιτεί μεγάλη μηχανική προσπάθεια (τρίψιμο) τόσο για την αφαίρεση των ρύπων όσο και για το ξέπλυμα. Πολλοί από εμάς θα έχουν δει το αποτέλεσμα του ατελούς ξεπλύματος του σαπουνιού, ως ένα λευκό πετρώδες στρώμα στον νιπτήρα του μπάνιου, το οποίο απομακρύνεται μόνο με γερό τρίψιμο. Με την εμφάνιση των πλυντηρίων ρούχων, που έχουν περιορισμένη μηχανική δράση, δημιουργήθηκε η ανάγκη νέου είδους απορρυπαντικών, τα οποία κυριολεκτικά κατέκλυσαν την αγορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλματώδης αυτή ανάπτυξη οδήγησε και στην επικράτηση του όρου απορρυπαντικό για όλα τα προϊόντα καθαρισμού, εκτός από το σαπούνι.
Η χημεία του λεκέ
Οι λεκέδες που δημιουργούνται στα υφάσματα και δεν είναι υδατοδιαλυτοί, οπότε αφαιρούνται με ένα απλό ξέπλυμα (όπως π.χ. το χώμα), είναι βασικά δύο ειδών: λίπη (λάδι, βούτυρο κ.λπ.) και βιολογικά υγρά (αίμα, ιδρώτας κ.λπ.). Βασικά συστατικά των σύγχρονων απορρυπαντικών είναι τριών ειδών χημικές ουσίες: τα τασιενεργά, οι αποσκληρυντές και τα ένζυμα.
Τα τασιενεργά είναι αυτά που βασικά αφαιρούν τους λιπαρούς λεκέδες (λαδιές) από τα υφάσματα. Ο μηχανισμός λειτουργίας τους οφείλεται στη δομή του μορίου τους, το ένα άκρο του οποίου προσκολλάται στο λίπος και το άλλο στο νερό. Καθώς αναταράζεται το νερό της πλύσης, τα μόρια του τασιενεργού αποσπούν το λίπος από τα ρούχα και το μεταφέρουν στο νερό, δημιουργώντας λιπαρές σταγόνες που περιβάλλονται από ένα «κουκούλι» τασιενεργού και τελικά το λίπος απομακρύνεται με το ξέβγαλμα.
Τα τασιενεργά έχουν όμως, γενικά, ένα μειονέκτημα: δεν είναι αρκετά αποτελεσματικά όταν το νερό είναι «σκληρό», περιέχει δηλαδή μεγάλη ποσότητα ιόντων (δηλαδή ηλεκτρικά φορτισμένων ατόμων) ασβεστίου και μαγνησίου.
Για να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα προσθέτουμε στο απορρυπαντικό τούς αποσκληρυντές, οι οποίοι δεσμεύουν το ασβέστιο και το μαγνήσιο, επιτρέποντας στα τασιενεργά να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Για δεκαετίες το κύριο αποσκληρυντικό των απορρυπαντικών ήταν τα φωσφορικά άλατα (TSP, PSTP, STPP), τα οποία έχουν παράλληλα και απορρυπαντική δράση. Δυστυχώς, με την επέκταση της χρήσης των απορρυπαντικών διαπιστώθηκε ένα σημαντικότατο μειονέκτημα αυτών των χημικών ουσιών. Το νερό από το πλύσιμο των ρούχων καταλήγει σε ποτάμια και τελικά σε λίμνες ή αβαθείς κόλπους, όπου τα φωσφορικά άλατα ενεργούν ως «λίπασμα» για την υπέρμετρη ανάπτυξη φυκών, φαινόμενο που είναι γνωστό ως ευτροφισμός. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η κατανάλωση του διαλυμένου στο νερό οξυγόνου από τα φύκη και ο θάνατος των ψαριών από ασφυξία.
Η απαγόρευση και τα ένζυμα
Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του ευτροφισμού έχει απαγορευθεί, από το καλοκαίρι του 2013, η χρήση στην Ευρωπαϊκή Ενωση των φωσφορικών αλάτων στα απορρυπαντικά ρούχων οικιακής χρήσης. Ετσι οι βιομηχανίες απορρυπαντικών αναγκάστηκαν να αλλάξουν τις «συνταγές» των προϊόντων τους, προσθέτοντας άλλου είδους αποσκληρυντές, όπως π.χ. ζεόλιθους ή οργανοφωσφονικές ενώσεις.
Παράλληλα με την αντικατάσταση των αποσκληρυντών, οι βιομηχανίες προσπάθησαν να καλύψουν το κενό των φωσφορικών αλάτων χρησιμοποιώντας εξελιγμένα τασιενεργά και μεγαλύτερη δόση ενζύμων.
Τα ένζυμα έχουν εντελώς διαφορετικό μηχανισμό λειτουργίας: διασπούν τις διάφορες χημικές ενώσεις που υπάρχουν στους ρύπους (όπως λίπη, πρωτεΐνες, άμυλο, κυτταρίνη) σε απλούστερα μόρια, τα οποία είναι εξαρχής διαλυτά στο νερό και απομακρύνονται με το ξέβγαλμα. Δυστυχώς στην πράξη αποδείχθηκε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο, αφού ξαφνικά οι καταναλωτές διαπίστωσαν ότι οι λαδιές δεν καθάριζαν με την πρώτη και το χρώμα από το κόκκινο κρασί άφηνε σκιές. Τι πήγε στραβά άραγε; Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στις διαφορετικές συνθήκες που λειτουργούν τα ένζυμα και τα τασιενεργά: τα τασιενεργά προτιμούν τις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ τα ένζυμα καταστρέφονται σε αυτές! Ετσι πλένοντας στους 60-80 βαθμούς, όπου αποδίδουν τα τασιενεργά, καταστρέφουμε τα ένζυμα (αλλά και τα ρούχα!) ενώ πλένοντας στους 30-40 βαθμούς, όπου αποδίδουν τα ένζυμα, χάνουμε από την απόδοση των τασιενεργών (ενώ αφήνουμε ζωντανά τα ακάρεα και τους άλλους μικροοργανισμούς που υπάρχουν στα ρούχα και στα σεντόνια).
Λύσεις που μπορούμε να επιλέξουμε
Υπάρχουν διάφορες λύσεις στο πρόβλημα της μειωμένης απόδοσης των σημερινών απορρυπαντικών, μερικές από τις οποίες διαφέρουν στο πού δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση: στην καθαρή μπουγάδα ή στην προστασία του περιβάλλοντος. Καταρχήν θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα απορρυπαντικά σε σκόνη περιέχουν συνήθως πρόσθετα βελτιωτικά συστατικά που δεν υπάρχουν στα υγρά. Πέραν τούτου, σε πρώτη φάση ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία της πλύσης γύρω στους 45-50 βαθμούς, σημείο που φαίνεται να είναι η χρυσή τομή μεταξύ της αποτελεσματικότητας των ενζύμων και της αποτελεσματικότητας των τασιενεργών.
Σε δεύτερη φάση προσθέτουμε στο απορρυπαντικό ένα πρόσθετο αποσκληρυντικό, είτε από το εμπόριο είτε δικής μας παρασκευής. Στα ράφια των σουπερμάρκετ υπάρχει αρκετή ποικιλία σχετικών προϊόντων, ενώ πολλοί δοκιμάζουν ως πρόσθετο τη σόδα του φαγητού, αν και στη δεύτερη περίπτωση δεν θα πρέπει να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα. Αν θέλουμε κάτι καλύτερο, ψάχνουμε στην αγορά για απορρυπαντικά βιομηχανικής χρήσης στα οποία δεν έχει εφαρμογή η απαγόρευση των φωσφορικών αλάτων. Και υπάρχει πάντα η λύση της προσθήκης φωσφορικών αλάτων «με το χέρι». Για παράδειγμα το φωσφορικό νάτριο έχει μια μεγάλη γκάμα εφαρμογών, από την κατεργασία του νερού της πισίνας και την αφαίρεση παλιάς μπογιάς μέχρι τη χρήση στη βιομηχανία τροφίμων (χημικό πρόσθετο Ε339), οπότε μπορεί να βρει κανείς αυτή τη χημική ουσία σχετικά εύκολα στο εμπόριο.
Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι πρώην καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ. Η δρ Νατάσα Βάρβογλη είναι χημικός σε ελληνική φαρμακοβιομηχανία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ