Εχουν ανεβάσει ένα βιντεάκι στο YouTube όπου προβάλλονται παράλληλα (συγκρίνονται) σκηνές από την εμφάνιση της Τζόαν Κρόφορντ στην 35η απονομή των Βραβείων Οσκαρ (1963) και από την «αναβίωση» του γεγονότος για τις ανάγκες του σίριαλ «Feud», με την Τζέσικα Λανγκ στον ρόλο της μυθικής σταρ. Η υποκριτική δεινότητα με την οποία η Λανγκ μεταμορφώνεται σε Κρόφορντ είναι εντυπωσιακή. Οχι μόνο επειδή έχει καταφέρει να μιμηθεί και τις πιο ανεπαίσθητης κινήσεις της, αλλά κυρίως επειδή η μεταμόρφωση ξεκινά από μέσα της, βασίζεται στην απόλυτη κατανόηση του χαρακτήρα που ερμηνεύει. Ετσι, δεν δημιουργεί μια καρικατούρα, αλλά ζωντανεύει έναν ρόλο.
Σε έτερο βιντεάκι η Σούζαν Σαράντον, που στην ίδια σειρά ερμηνεύει την Μπέτι Ντέιβις, τραγουδάει με τον τρόπο της Ντέιβις το τραγούδι «What ever happened to Babby Jane». Το αποτέλεσμα είναι και πάλι εντυπωσιακό. Η ηθοποιός, αλλάζοντας τον ήχο της φωνής της, τον τρόπο που κοιτάζει και κινείται, γίνεται η Ντέιβις! Ομως, και εκείνη, όπως και η Λανγκ, δεν μιμείται απλώς, ερμηνεύει.
Παρακολουθώντας το «Feud» δεν μπόρεσα να αποφύγω τις συγκρίσεις με τις σειρές που παρακολουθώ στην ελληνική τηλεόραση, όπου η υποκριτική των ηθοποιών έχει κολλήσει στις περασμένες δεκαετίες. Ανατρέχω σε μία προ μηνών συνέντευξη της Κατερίνας Παπουτσάκη, στην οποία μιλούσε για την αρνητική υποδοχή που είχε η προσπάθειά της να ερμηνεύσει την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Εχω ένα μυστικό». «Οι επιθέσεις εκμηδένιζαν και ισοπέδωναν τη δουλειά μου» λέει και συνεχίζει: «Ερχόταν ο κόσμος στο θέατρο και μου έλεγε: «Μα εσύ είσαι καλή ηθοποιός!». Είχε περάσει ότι είμαι κακή ηθοποιός και κακός άνθρωπος. Οσο το διαπίστωνα, τόσο περισσότερο πληγωνόμουν».
Και εγώ θεωρώ πως δεν είναι κακή ηθοποιός, όμως η Παπουτσάκη ως Αλίκη ήταν κάκιστη για έναν λόγο που δεν φαίνεται να έχει ούτε η ίδια αντιληφθεί: επειδή δεν υποδύθηκε μία ηθοποιό που την έλεγαν Αλίκη, αλλά την Αλίκη που βλέπουμε στις ταινίες της. Δεν ζωντάνεψε τη ζωή μιας γυναίκας που έκανε μια δουλειά, δηλαδή έπαιζε έναν (κυρίως) ρόλο, αλλά μιμήθηκε τον ρόλο που έπαιζε εκείνη για το κοινό της, μια… αειθαλή Λίζα Παπασταύρου («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο»).
Παρόμοια λάθη κάνουν και άλλοι συνάδελφοί της: μιμούνται το παίξιμο των (κωμικών κυρίως) ηθοποιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αναπαράγουν τους στερεοτυπικούς χαρακτήρες που είχαν εκείνοι δημιουργήσει, χωρίς να καταλαβαίνουν πως οι ερμηνείες τους λειτουργούσαν γιατί ήταν αυθόρμητες, έβγαιναν από την ψυχή τους, είχαν αλήθεια. Οταν τις αντιγράφεις (και στο «Σόι» και στους «Συμμαθητές» και στον «Αστέρα Ραχούλας»…) χωρίς να ψάχνεις εντός σου να βρεις τους δικούς σου κώδικες που θα σε βοηθήσουν να προσεγγίσεις έναν ρόλο, τότε εκείνο που απομένει είναι οι φωνές, οι υπερβολές στις κινήσεις και στις εκφράσεις, η υστερία, η ψευτιά.
Δεν συγκρίνω βεβαίως τεράστια ταλέντα όπως η Λανγκ και η Σαράντον με τους δικούς μας σταρ (χωρίς να αμφισβητώ πως και εμείς έχουμε εξαιρετικούς καλλιτέχνες), θεωρώ όμως πως η διαρκώς εξελισσόμενη σύγχρονη αμερικανική τηλεόραση (και η μυθοπλασία της Αγγλίας και των χωρών της Βόρειας Ευρώπης) έχει πολλά να διδάξει στους ηθοποιούς μας. Κυρίως το μέτρο που είναι απαραίτητο για μια καλή τηλεοπτική ερμηνεία και που οι εν Ελλάδι σπάνια το βρίσκουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ