Η αφορμή για κάθε παράσταση της Αννας Κοκκίνου κρύβει και μια μικρή ιστορία. Η εφετινή της επιλογή, «Ο Παπαγάλλος μου» της Σοφίας Τρικούπη, πέρα από την ιστορία του εμπεριέχει και κομμάτια ελληνικής ιστορίας, έτσι όπως τα μεταφέρει με την ποιότητα και την «αισθαντικότητά» της η κόρη και η αδελφή των Τρικούπηδων.
«Πριν από τουλάχιστον έναν χρόνο, ένα βράδυ σε μια παρέα, καθώς είχε πεθάνει η γάτα φίλων, κάποιος έφερε αυτό το βιβλιαράκι, δώρο, γιατί μέσα έγραφε για την απώλεια. Hταν ο «Παπαγάλλος», στην έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής, καθώς το έργο δεν πωλείται στα βιβλιοπωλεία. Οι κληρονόμοι των Τρικούπηδων δώρισαν στη Βουλή το αρχείο τους και ανάμεσα στα άλλα βρέθηκε κι αυτό το κείμενο της Σοφίας Τρικούπη». Κάπως έτσι, η Αννα Κοκκίνου γοητεύτηκε και έστρεψε το θεατρικό της ενδιαφέρον στον «Παπαγάλλο», αυτό το «σπάνιο κείμενο – αντίκα, ένα θησαύρισμα εκ βαθέων για τον χαμό ενός αγαπημένου πλάσματος, όπου αναμειγνύονται καλειδοσκοπικά εικόνες της πολιτικής ζωής του 19ου αιώνα».

«Το έγραψε στις 26 Αυγούστου του 1903, την επομένη του θανάτου του παπαγάλου της. Ηταν μια τρομερή προσωπικότητα η Σοφία Τρικούπη
(σ.σ. 1838 –1916), βαθιά καλλιεργημένη, αγγλοθρεμμένη, μεγαλωμένη σε μια οικογένεια που μοιραζόταν πολλή αγάπη. Ηταν μια ευτυχισμένη οικογένεια oι Τρικούπηδες» λέει και αναφέρεται στους τέσσερίς τους, τον πατέρα (Σπυρίδων Τρικούπης), τη μητέρα (Αικατερίνη) και τον γιο Χαρίλαο.

Λατρεία για τον αδελφό
«Αν και ξεκινάει να γράψει για τον παπαγάλο, στη συνέχεια το κείμενο παίρνει άλλη μορφή. Είχε μεγάλη λατρεία για τον αδελφό της και αυτό βγαίνει στο βιβλίο. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα από τα δύο αδέλφια δεν παντρεύτηκε, ούτε ο Χαρίλαος ούτε η ίδια, γιατί ήταν αναντικατάστατοι ο ένας για τον άλλον.
Το γράψιμό της είναι καταπληκτικό. Κι είναι το μόνο κείμενό της στο οποίο γράφει για τον θάνατό του. Δεν έχει γράψει τίποτε άλλο. Εδώ είναι μέσα και οι δύο οι απώλειες. Ωστόσο υπάρχουν κι άλλα δικά της κείμενα ενώ έχει εκδοθεί μόνο, πάλι από τη Βουλή, «Η μήτηρ μου».

Στον «Παπαγάλλο», δεν αναφέρει τίποτα για τους γονείς της. Μόνο ένα παράπονο την πιάνει και το εκφράζει όταν λέει ότι «ουδείς άλλος οίκος υπέστη τοιαύτην καταφορά και καταδίωξη». Γράφει για εκείνον, περιγράφει το πρόσωπό του, γράφει για τα αισθήματα τα δικά της, αλλά γράφει και για το πώς τον αντιμετώπισαν. Εχει και πολιτική χροιά. Ο τρόπος που είναι γραμμένο αντικατοπτρίζει την άλλη Ελλάδα. Αυτή που σήμερα είναι εξαιρέσεις. Μιλάει για την αισθαντικότητα».
Πώς γίνεται θέατρο ένα μικρό κείμενο για έναν παπαγάλο; Για την Αννα Κοκκίνου, όπως το έχει άλλωστε αποδείξει «όλα γίνονται θέατρο. Ναι, κατά βάση είναι ένας μονόλογος, αλλά του δίνουμε έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα παράστασης».
Και εξηγεί: «Κοιτάξτε, η Σοφία ήταν το δεξί χέρι του Τρικούπη. Κρατούσε το κόμμα, ήταν μέσα σε όλα, αντιμετώπιζε όλα τα δύσκολα για να τον αφήνει να δουλεύει, να σκέφτεται.
Αν και ποτισμένη με την πολιτική, είναι απίστευτος ο τρόπος που μιλάει για τον παπαγάλο. Από εκεί αναρωτήθηκα τι είναι ο παπαγάλος, και από την ερώτηση αυτή ανοίχτηκε ένα ολόκληρο πεδίο, ένας άλλος χώρος. Ολο αυτό που μας προσφέρουν τα ζώα έχει να κάνει με αυτή την πλευρά του εαυτού μας η οποία με τον τρόπο που ζούμε είναι καταχωνιασμένη, παραμελημένη και είναι όμως αυτή η πλευρά που μας φέρνει σε επαφή με τη φύση. Εκεί ανήκουν και τα παιδιά. Τα παιδιά και τα ζώα.

Ο παπαγάλος είναι αυτός που καταλύει την ηθική του σπιτιού. Για αυτό κι εκείνη χαίρεται τόσο πολύ μαζί του, γιατί καταλύει την αυστηρότητα του περιβάλλοντος. Ο παπαγάλος τα κατέλυε όλα. Αυτό κάνουν και τα παιδιά. Και έτσι οι δύο ηθοποιοί είναι σαν δύο παιδιά – παπαγάλοι. Εκφράζουν αυτή την πλευρά του εαυτού της. Στο δεύτερο μέρος μιλάει μόνο για τον παπαγάλο. Ξεκινάω την παράσταση με το πώς πέθανε ο παπαγάλος».
Το εύρημα του παπαγάλου


Η Αννα Κοκκίνου ξεκαθαρίζει ότι ακόμα και τον Τρικούπη, ο παπαγάλος είναι εκείνος που τον εισάγει στο βιβλίο, μιας που μίλαγε ανθρώπινα. «Ο κύριος Χαρίλαος Τρικούπης έρχεται» έλεγε, όταν άκουγε ένα κουδουνάκι «σήμα τού προ της θύρας φρουρού προς την εν τω οίκω υπηρεσία ότι η άμαξα του αδελφού μου εφαίνετο ερχομένη, ώστε το πρόγευμα ή το γεύμα ευρεθεί επί της τραπέζης ευθύς ως εισέλθει ο Χαρίλαος εις το γραφείον του. Και ερχόμενος μετ’ ολίγον εις το εστιατόριον, μη αναγκαστεί να περάσει ουδέ στιγμή ένεκα βραδύτητας της υπηρεσίας».
«Η γλώσσα είναι ένα αριστούργημα. Μια ξεκάθαρη καθαρεύουσα, όχι βαριά όμως. Ομολογώ ότι με δυσκόλεψε πολύ το κείμενό της. Δυσκολεύτηκα να μπω στον τρόπο που σκεφτόταν και έβλεπε –γιατί το έχει σκηνοθετήσει το κείμενο, για να μπορώ ακριβώς να ακολουθήσω την πορεία του συλλογισμού της και της πρόθεσής της. Είναι κάπως περίτεχνος ο τρόπος της».
Και προσθέτει: «Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή που είναι έτσι τα πράγματα έχω μια τρομακτική ανάγκη να εκφραστεί όλο αυτό που περιλαμβάνεται στο κείμενο, η απώλεια και η αισθαντικότητα».
Από τον Βιζυηνό ως τον πρόσφατο Θουκυδίδη, η Αννα Κοκκίνου στρέφεται όλο και περισσότερο στην Ιστορία: Γιατί; «Κι εγώ έχω αναρωτηθεί. Νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται στο ότι θέλω να ξέρω πού βρίσκομαι. Ο Θουκυδίδης με άλλαξε ως άνθρωπο, αισθάνομαι ότι με ωρίμασε. Δεν είναι ότι διάβασα ιστορία. Είναι ότι τα έλεγα κάθε βράδυ στο κοινό». Τώρα τη σκυτάλη παίρνουν οι Τρικούπηδες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ