Οι Γάλλοι μεταφράζουν τη γνωστή ρήση του Έρασμου περί φαρμακευτικής ως «mieux vaut prévenir que guérir» (με ελεύθερη απόδοση στην Ελληνική γλώσσα, κάλλιον το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν). Μετά την εντυπωσιακή νίκη του φιλοευρωπαίου υποψήφιου Εμμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο Μακρόν εμπόδισε το λαϊκιστικό εθνικισμό της Μαρί Λε Πεν να αναλάβει τα σκήπτρα στο Παρίσι.
Θεράπευσε, όμως, τη Γαλλία από το πρόβλημα; Δεν έχουμε πειστεί.
Τελευταία τηρούσαμε ιδιαίτερα θετική στάση τόσο απέναντι στο ευρώ όσο και απέναντι στις ευρωπαϊκές (και κυρίως τις γαλλικές) μετοχές. Τώρα, ωστόσο, είναι καιρός να το γυρίσουμε στην ουδετερότητα και στα δύο, καθώς η πραγματική δουλειά που έχει μπροστά του ο Μακρόν είναι πολύ πιο δύσκολη από μια απλή νίκη στις προεδρικές εκλογές.
Οι πρόσφατες υπεραποδόσεις σε θέματα ευρωπαϊκής ανάπτυξης λογικά θα παρουσιάσουν αναστροφή τους επόμενους μήνες μέχρι να συγχρονιστούν με την επιβράδυνση στις ΗΠΑ –και να επιστρέψουν με έμφαση στη βασική μακροοικονομική θέση μας: τη συρρίκνωση του παγκόσμιου πιστωτικού παλμού λόγω Κίνας και ΗΠΑ.
Παρά την εντυπωσιακή διαφορά του 66% προς 34% που κέρδισε ο νέος πρόεδρος, το γεγονός ότι το 9% των ψηφοφόρων επέλεξαν να ρίξουν λευκό δείχνει ότι το πολιτικό τοπίο της χώρας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ομαλό.
Παρά την ήττα της Λε Πεν, το Εθνικό Μέτωπο πέτυχε σημαντικές νίκες και πρόκειται να γίνει το ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης μετά τις βουλευτικές εκλογές (στις 11 και 18 Ιουνίου).
Έναν χρόνο πριν, όλοι ανέμεναν μια νέα αναμέτρηση Ολάντ-Σαρκοζί. Όταν αυτή η προσδοκία διαψεύσθηκε, ο κεντροδεξιός υποψήφιος Φρανουά Φιγιόν θεωρήθηκε η επικρατέστερη επιλογή. Στο τέλος, ωστόσο, η ψήφος ανέδειξε έναν 39χρονο πολιτικό χωρίς κόμμα!
Αν και η άκρα δεξιά παραγκωνίστηκε αυτή τη φορά, δημιουργούνται ερωτηματικά για το τι θα είχε συμβεί αν η ροή των μεταναστών ήταν εξίσου έντονη όσο την περίοδο 2014-2015, αφού το βασικό μάθημα των εκλογών είναι για άλλη μια φορά ότι όλοι είναι δυσαρεστημένοι με τα κατεστημένα κόμματα.
Τώρα, η προσοχή στη Γαλλία στρέφεται στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Φαίνεται πιθανόν ότι ο πρόεδρος Μακρόν δεν θα καταφέρει να εξασφαλίσει την πολιτική πλειοψηφία –και εδώ αρχίζει η πραγματική δουλειά.
Αυτό που χρειάζεται πρωτίστως η Γαλλία, φυσικά, είναι η αναμόρφωση της αγοράς εργασίας. Ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 10% είναι υπερβολικά υψηλό για να δημιουργήσει βιώσιμη νέα ανάπτυξη, και για να πετύχει ο Μακρόν, πρέπει να «βοηθήσει» τους ψηφοφόρους της Λε Πεν –το στερημένο πλήθος που στρέφεται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και φοβάται ότι επίκεινται χειρότερα.
Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα, όμως η χρονική συγκυρία ευνοεί τον Μακρόν. Η Ευρώπη διήλθε από μια διαδικασία «εσωτερικής υποτίμησης», επομένως κάποιες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και η έμφαση στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, αντί της διατήρησής τους, έχει τη δυναμική να πετύχει θαύματα στη Γαλλία.
Αν, όμως, αυτή η προσπάθεια αποτύχει, τότε θα γείρει εύκολα τη ζυγαριά υπέρ της Λε Πεν σε πέντε χρόνια από σήμερα.
Το βασικότερο συμπέρασμα της Κυριακής ήταν ότι τα παλαιά κόμματα χρειάζονται ανανέωση. Στο κάτω-κάτω, το 43% των Γάλλων ψηφοφόρων δεν επέλεξαν τον Μακρόν, ενώ το 60% αυτών που τελικά τον ψήφισαν είχαν ως πρώτη επιλογή κάποιον άλλον. Αν και οι φωνές εναντίον των μεταναστών εξαναγκάστηκαν σε σιωπή, παραμένουν παραπάνω από υπαρκτές. Η μεταρρύθμιση συνεχίζει να αποτελεί τον μοναδικό πραγματικό καταλύτη για ουσιαστική αλλαγή την επόμενη πενταετία.
Από πλευράς αγοράς, πρόκειται για το τέλος του ευρωπαϊκού ράλι. Ξεκινήσαμε αυτές τις εκλογές πεπεισμένοι ότι ο Μακρόν θα τις κέρδιζε και εκτιμώντας ότι τα ευρωπαϊκά στοιχεία ήταν υποτιμημένα. Αυτό το αφήγημα ολοκλήρωσε τον κύκλο του.
Οι μη Ευρωπαίοι εκτίμησαν λάθος το γεγονός, ωστόσο πλέον πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην Ιταλία, η οποία κατά τη γνώμη μου παραμένει ο μεγαλύτερος πιθανός κίνδυνος για την Ευρώπη, αφού τυχόν πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να ανατρέψουν όλα όσα πέτυχαν μόλις οι αυστριακές, οι ολλανδικές και οι γαλλικές εκλογές.
Η Ευρώπη παραμένει ευάλωτη, αλλά τα πράγματα βελτιώνονται όντως. Το τελικό τεστ θα δοθεί στην Ιταλία, όχι στη Γερμανία.
*Ο κ. Steen Jakobsen είναι επικεφαλής οικονομολόγος & επικεφαλής επενδύσεων της Saxo Bank