Η αντικατάσταση βασικών τροφίμων με τροφές χωρίς γλουτένη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας, υποστηρίζουν Ισπανοί ερευνητές σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής.
Επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Έρευνας της Υγειας στην Ισπανία, με επικεφαλής τον Δρ Χοάκιμ Κάλβο Λέρμα, συνέκρινε 655 συμβατικά διατροφικά προϊόντα με 654 που δεν περιείχαν γλουτένη, περιλαμβανομένων ψωμιών, ζυμαρικών, δημητριακών πρωινού, μπισκότων, ακόμη και έτοιμων μαγειρεμένων γευμάτων από διαφορετικές εταιρείες.
Η ανάλυση έδειξε ότι, τα προϊόντα χωρίς γλουτένη συνιστούν μια πιο συμπυκνωμένη πηγή ενέργειας σε σχέση με τα αντίστοιχα με γλουτένη. Κατά μέσο όρο, μια φέτα ψωμιού χωρίς γλουτένη περιέχει δύο φορές περισσότερα λιπαρά σε σχέση με την αντίστοιχη με γλουτένη, ενώ σε γενικές γραμμές τα ψωμιά χωρίς γλουτένη έχουν δύο με τρεις φορές μικρότερη περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα.
Τα μπισκότα χωρίς γλουτένη, επίσης, διαπιστώθηκε ότι περιείχαν μικρότερη ποσότητα πρωτεΐνης και μεγαλύτερη λιπαρών, ενώ τα ζυμαρικά χωρίς γλουτένη είχαν χαμηλότερα επίπεδα ζάχαρης και μόλις τις μισές πρωτεΐνες από τα ζυμαρικά με γλουτένη.
Ο Λέρμα προειδοποιεί ότι «Τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη μπορεί να συμβάλλουν σε αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, ειδικά μεταξύ των παιδιών που είναι πιθανότερο να καταναλώνουν προϊόντα, όπως μπισκότα και δημητριακά», επεσήμανε ο Δρ Λερμα και κάλεσε τους καταναλωτές να συγκρίνουν τα προϊόντα χωρίς γλουτένη και να αγοράζουν εκείνα που έχουν την μικρότερη περιεκτικότητα λιπαρών.
Τόνισε επίσης ότι οι εταιρείες τροφίμων θα πρέπει να προσθέσουν πιο λεπτομερείς και σαφείς πληροφορίες στις ετικέτες των προϊόντων σχετικά με την διατροφική τους αξία περιλαμβανομένων των επιπέδων βιταμινών και ιχνοστοιχείων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ τα προϊόντα χωρίς γλουτένη απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε πάσχοντες από κοιλιοκάκη, δηλαδή δυσανεξία στη γλουτένη (πρωτεΐνη των δημητριακών), τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει δημοφιλή και σε άτομα που δεν πάσχουν από την αυτοάνοση πάθηση.