Είναι από τις τυφλές κηλίδες στη συλλογική μας συνείδηση. Το Ολοκαύτωμα των ελλήνων Εβραίων είναι άγνωστο σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, είτε από αθέλητη, είτε από ηθελημένη άγνοια. Αυτό ισχύει και για τις ελίτ της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Παράτα με, με τους Κωλοεβραίους, τους ξέρω καλά, θέλουν μόνο χρήματα» ήταν παλιότερα η αντίδραση ενός, Σαλονικιού στην καταγωγή, πρώην διευθυντή μεγάλης εφημερίδας, όταν του προτάθηκε η δημοσίευση ενός άρθρου σχετικά με την άρνηση των ελληνικών Αρχών να καταβάλουν αποζημίωση στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης για την καταπάτηση του νεκροταφείου της – πάνω του, ως γνωστό, έχει κτισθεί το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της πόλης.
Η άγνοια αυτή εμπόδιζε για πολλές δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου την συζήτηση για τα θεμελιώδη ερωτήματα, που εγείρει το Ολοκαύτωμα: τη μνήμη, την ενοχή, την ευθύνη (ατομική και συλλογική), τη συγνώμη. Και μόνο τις δυο τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια στροφή στο θέμα, ιδίως στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι έρευνές τους δεν έχουν βρει ωστόσο επαρκή ανταπόκριση στην δημοσιότητα.
Πέρα από αυτό όμως, υπάρχουν και άνθρωποι που ασχολούνται για λόγους υπαρξιακούς με το θέμα. Σε αυτούς συγκαταλέγεται και η δημοσιογράφος και μεταφράστρια Άντζη Σαλταμπάση, όπως δείχνει το βιβλίο της «Μπερλίν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αθήνα.
Μπερλίν – ο τίτλος τα λέει όλα. Ότι από εκεί ξεκίνησαν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι. Ότι ως πρωτεύουσα μιας οικονομικής υπερδύναμης καθορίζει πάλι τη μοίρα της ηπείρου. Ότι τα ναζιστικά φαντάσματα δεν την έχουν εγκαταλείψει ποτέ. Και ότι οι κάτοικοί του, όσο και να θέλουν, δεν μπορούν να ξεχάσουν. Για αυτό φροντίζουν, μ.α., και οι χιλιάδες «λίθοι μνήμης», ή, κατά λέξη, «σκονταφτόπετρες» (Stolpersteine, πέτρες στις οποίες σκοντάφτεις), ήτοι μικρές μπρούντζινες πινακίδες διαστάσεων 10χ10 εκατοστών με τα ονόματα θυμάτων (κυρίως Εβραίων) τοποθετημένες στο δάπεδο των πεζοδρομίων μπροστά στα σπίτια που είχαν κάποτε κατοικήσει.
Στον τίτλο συμπυκνώνονται επίσης πέντε χρόνια περιπλανήσεων της συγγραφέα στη γερμανική πρωτεύουσα, στην οποία εγκαταστάθηκε το 2011 μαζί με την οικογένειά της – τον εβραϊκού θρησκεύματος έλληνα άντρα της και τα δυο παιδιά τους.
Για τον αριστουργηματικό τρόπο της αφήγησής της έχουν ήδη αποφανθεί οι βιβλιοκριτικοί. Εδώ θα γίνει λόγος μόνο στην πολιτική πλευρά του βιβλίου – στη μέθοδο με την οποία θέτει τα προαναφερθέντα ερωτήματα και στις απαντήσεις της σε αυτά.
Η μέθοδος είναι απλή: η διαλογική. Η Άντζη Σαλταμπάση ξέρει να μιλά με τους ανθρώπους γύρω της, γνωστούς και αγνώστους, γι αυτό που την απασχολεί και να διαλογίζεται στη συνέχεια με τον εαυτό της για τα όσα ειπώθηκαν. Αυτό δίνει ζωντάνια στην αφήγηση, αλλά και αλήθεια, επειδή αναφέρεται σε πραγματικά και καίρια γεγονότα.
Πιο διαφοροποιημένες είναι οι απαντήσεις της. Ορισμένες δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Παράδειγμα, στο θέμα της «συγνώμης» που επιδιώκουν ασταμάτητα ως λύτρωση οι απόγονοι των θυτών. Η συγγραφέας αναφέρεται σε έναν γερμανό φίλο της («πλιτικοποιημένου σοσιαλδημοκράτη» και «σκεπτόμενου ειρηνιστή»), ο οποίος της παραπονιόταν, ότι ως γόνος αντισημιτών, δεν αισθάνεται ελεύθερος να κάνει αστεία εις βάρος των Εβραίων, όπως το κάνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. «Μετάνιωσα που δεν απάντησα, που δεν του είπα ότι δεν έχει καμία σημασία τι μπορείς να κάνεις εσύ, δεν αποφασίζεις εσύ πότε θα τελειώσει αυτό το πράγμα, δεν αποφασίζεις εσύ πότε θα σβήσει αυτή η ντροπή, αυτό το αποφασίζουν πάντα τα θύματα» γράφει. Πιο ξεκάθαρη απάντηση δεν γίνεται.
Άλλες απαντήσεις της όμως είναι συζητήσιμες. Αυτό αφορά καταρχάς το θέμα της «ενοχής». Η συγγραφέας δεν δίνει συγκεκριμένο ορισμό της. Κι αυτό δυσκολεύει τον εντοπισμό των ενόχων στις μεταγενέστερες των θυτών γενιές.
Η ενοχή, κατά κοινή παραδοχή, είναι ατομική, όχι συλλογική. Ένοχος είναι ο δράστης ενός εγκλήματος, κανένας άλλος. Εξαίρεση αποτελούν συγκροτημένα όργανα, όπως κυβερνήσεις, ή στρατιωτικά επιτελεία και κομάντος θανάτου, όπως τα SS, που αποφασίζουν ή εκτελούν από κοινού μια εγκληματική πράξη. Αλλά και εδώ εξαιρούνται από την ενοχή όσοι αντιτίθενται στο έγκλημα. Επιπλέον, η ενοχή δεν είναι κληρονομική – οι απόγονοι των ναζί δεν είναι αυτόματα συνένοχοι των γονιών τους. Κάθε εξίσωση των δυο γενιών είναι άτοπη. Αυτό δεν ξεκαθαρίζεται όμως στο βιβλίο. Η σύγχυση που προκαλείται έτσι αποβαίνει εις βάρος των απογόνων.
Η σύγχυση ενισχύεται από το γεγονός, ότι δεν ορίζεται καθαρά και η έννοια της ευθύνης. Όχι αυτή, που προκύπτει από την ενοχή. Αλλά εκείνη, που παράγεται από την υποχρέωση όλων των ανθρώπων να συμπαρασταθούν στα θύματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους απογόνους των θυτών. Οι τελευταίοι έχουν πολύ πιο αυξημένη ευθύνη για την αποζημίωση των θυμάτων, καθώς και για την αποτροπή παρόμοιων βαρβαροτήτων στο μέλλον από εκείνους, που δεν εμπλέκονται στα εγκλήματα. Αυτό επιτάσσει η «οργανική» (συγγενική, εθνική, κοινωνική) σύνδεσή τους με τους προγόνους τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι όσοι παραμελούν, ή αποκρούουν αυτή την ευθύνη, γίνονται αυτόματα αντισημίτες. Απλώς, μην έχοντας συνείδηση των ευθυνών τους, φέρονται απάνθρωπα – σύμφωνα με την φόρμουλα: Κάθε αντισημίτης είναι απάνθρωπος, αλλά όχι κάθε απάνθρωπος αντισημίτης.
Ασάφεια, τέλος, διακρίνει και τον όρο «αντισημιτισμός». Ο τελευταίος, ως γνωστό, είναι μια παραλλαγή του ρατσισμού, ο πυρήνας του οποίου είναι η υποβάθμιση και εν τέλει ο μηδενισμός της ανθρώπινης υπόστασης του θύματος. Για τους αντισημίτες, οι Εβραίοι είναι απλά ανθρωποειδή, υπάνθρωποι, μη-άνθρωποι.
Σημασία σε αυτό το πλαίσιο έχουν όμως και οι βασικές μορφές του αντισημιτισμού: κοινωνική-θρησκευτική, πολιτική, κρατική. Η πρώτη είναι και η πιο διαχρονική. Ειδικά στη Γερμανία, ο αντισημιτισμός πήρε πολιτική μορφή στα τέλη του 19ου αιώνα με την ένταξη αντισημιτικών αιτημάτων στο πρόγραμμα ορισμένων συντηρητικών κομμάτων. Η πολιτικοποίησή του πήρε, χάρη στους Εθνικοσοσιαλιστές, επιδημική μορφή κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Κρατικός, και γι αυτό θανατηφόρος, έγινε με την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933. Η ναζιστική δικτατορία έγινε η βάση για τη βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων, το Ολοκαύτωμα.
Στη σημερινή Γερμανία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Καταρχάς δεν υπάρχει ούτε ίχνος κρατικού αντισημιτισμού. Το αντίθετο μάλιστα: Η γερμανική κυβέρνηση έχει αναγάγει την υπεράσπιση του κράτους του Ισραήλ σε raison d’être του γερμανικού κράτους, σε θεμέλιο της ύπαρξής του. Πολιτικά, ο αντισημιτισμός περιορίζεται σε νεοναζιστικά κόμματα, όπως το NPD, και σε τμήματα της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία AfD, χωρίς να παίρνει ωστόσο και εκεί τη μορφή προγραμματικών αιτημάτων. Και μόνο κοινωνικά-θρησκευτικά επιβιώνει, όχι φυσικά με την προπολεμική του ένταση – ο ρατσισμός έχει προς το παρόν στο στόχαστρο κυρίως το Ισλάμ, τους Τούρκους και (σε κάποιο βαθμό) τους Έλληνες.
Όλα αυτά πρέπει να τα έχει κανείς υπόψη του, αν θέλει να καταλάβει το «πνεύμα του καιρού» στο σημερινό Βερολίνο. Αυτό το ξέρει η συγγραφέας, που αντιδρά στον περιρρέοντα κοινωνικό-θρησκευτικό αντισημιτισμό, πότε έντονο και πότε άτονο, όπως αυτός εκδηλώνεται από Βερολινέζους που συναντούσε καθημερινά, όχι σε απειλές από το κράτος και τα κόμματα. Δείγμα γραφής:
«Ναι, είναι μεγάλος λάθος που είμαστε εδώ, έτσι σκεφτόμουν κάθε μέρα κι αυτή η σχέση, η σχέση της εβραϊκής οικογένειας με τη γερμανική κοινωνία ήταν εξίσου ενοχλητική, γιατί βασιζόταν στη σχέση θύματος και θύτη και επομένως είχε κάτι αρρωστημένο. Το έβλεπα στα βλέμματα, στις αντιδράσεις, όταν τα παιδιά έλεγαν ότι πηγαίνουν στο εβραϊκό σχολείο, στο ανεπαίσθητο πάγωμα, στον τρόπο που έκαναν ένα βήμα πίσω, στην ελαφριά ενόχληση, γιατί η παρουσία μας ήταν μνήμη, κι ύστερα το χαμόγελο, γιατί η παρουσία μας ήταν κι άλλοθι ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι όλα μπορούν κάποια μέρα να ξεπεραστούν. Και θύμωνα τόσο πολύ, όταν ρωτούσαν με αφοπλιστική άγνοια, μα πως, αφού ο άνδρας σας είναι Έλληνας, υπάρχουν Έλληνες Εβραίοι; Είναι κανονικός ή αφομοιωμένος; Ε ναι, ναι, υπήρχαν κάποτε, μετά έμειναν ελάχιστοι, έτσι ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν το έκανα κα πώς μπορούσα άλλωστε, ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά και να πει ότι φυσικά και υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έγιναν στάχτη. Όσο δε για το αφομοιωμένος, φυσικά είχαν δίκιο, αφομοιωμένοι είναι οι Εβραίοι στην Ελλάδα, κρυμμένοι για να μην ερεθίζουν τα αντισημιτικά αισθήματα».
Με τα ξερά καίγονται ωστόσο και τα χλωρά. Η συγγραφέας εντοπίζει αντισημίτες και εκεί που προφανώς δεν υπάρχουν. Παράδειγμα, τον ψυχίατρό της, έναν εξαίρετο επιστήμονα, ο οποίος, στην τελευταία τους συνεδρία, έβγαλε, όπως λένε οι Γερμανοί, την «γουρούνα» (Sau) από μέσα του και άρχισε να επαίρεται, ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι συμπατριώτες του, δεν αισθάνονται καμία ενοχή για τα παλιά, και ότι, αντίθετα, νοιώθουν «περήφανοι, μόνο περήφανοι», που είναι Γερμανοί. «Εγώ πάγωσα, κυρίως γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε, πάγωσα γιατί σκέφτηκα την Γκαμπριέλε … και πολλούς άλλους Γερμανούς φίλους, φίλους που κολυμπάνε κάθε μέρα στη σκοτεινή λίμνη της ενοχής και προσπαθούν να πιαστούν από κάτι ασθενικά κλαδάκια στις όχθες της, πάγωσα γιατί ξαφνικά ένιωσα στο πετσί μου την μοναξιά τους» γράφει.
Γιατί θεωρεί όμως καλό και φυσιολογικό να κολυμπάνε οι φίλοι της στη «λίμνη της ενοχής» – τη στιγμή που δεν φταίνε τίποτα για τα εγκλήματα των προγόνων τους και, αντίθετα μάλιστα, αναλαμβάνουν και με το παραπάνω, όπως η Γκαμπριέλε, την ευθύνη για την αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων; Για δεν προσπαθεί να τους βοηθήσει να απαλλαγούν από την αναίτια αυθυποβολή μιας ενοχικής συνείδησης; Και ο ψυχίατρος; Γιατί είναι οπωσδήποτε «αντισημίτης»; Από τα στοιχεία που παραθέτει η ίδια, προκύπτει πάντως ότι είναι το πολύ κόπανος εθνικιστής, ένας αψυχολόγητος ψυχολόγος, από τον οποίο λείπει κάθε ευαισθησία όταν μιλά για την τραγωδία των Εβραίων. Η αναισθησία δεν είναι όμως per se απόδειξη αντισημιτισμού.
Παρόλα αυτά, το «Μπερλίν» είναι σημαντικό βιβλίο – επειδή ξανανοίγει την όρεξη για διάβασμα, αλλά και για καυγά με την δημιουργό του στη βάση της προβληματικής του.
«Μπερλίν, είσαι τόσο θαυμάσιο Μπερλίν, είσαι τόσο ωραίο Μπερλίν, είσαι…» ακούγεται μονότονα σε ένα διαφημιστικό βίντεο-σποτ, που προβάλλεται τελευταία στα τοπικά σινεμά. Το βίντεο, που συντίθεται από σύντομες, «κοφτές» εικόνες, αναδεικνύει τη λαμπερή επιφάνεια της πόλης.
Το «Μπερλίν» της Άντζη Σαλταμπάση, αντίθετα, καταδύεται στα εσώψυχά της, στα σκοτεινά έγκατα της μνήμης, στις κοίτες των πραγματικών και εικονικών ενοχών. Δεν παραμένει όμως εκεί. Από τα βάθη τους ανασύρει πάθη, συγκρούσεις, ελπίδες. Αλλά και εκδικητικές φαντασίες – που γίνονται ενίοτε πραγματικότητα.
Όπως τότε, το 1957, όταν ο πατέρας του Ντάνιελ Λίμπεσκιντ (αρχιτέκτονα του περίφημου Memorial για τους Εβραίους στο Βερολίνο), που είχε γλιτώσει από τους ναζί δραπετεύοντας στην Αμερική, βρέθηκε στη γερμανική πρωτεύουσα «και έβαλε τα κλάματα στην Πότσντάμερ Πλατς λέγοντας: Είμαστε εδώ, ζούμε, τρώμε, κοιμόμαστε σ΄αυτή την πόλη και τα κόκαλα των ναζί σαπίζουν από κάτω μας».
Παράδειγμα προς μίμηση και για την συγγραφέα. «Μια ωραία σκέψη» γράφει αναφερόμενη στα παραπάνω λόγια. «Μια σκέψη που με έκανε να νιώθω δυνατή, μια σκέψη πέρα και πάνω από τον εβραϊσμό, πέρα και πάνω από τη Γερμανία, μια αχτίδα ελπίδας στο σκοτάδι, μια μικρή νίκη του καλού πάνω στο κακό. Μου άρεσε να τη σκέφτομαι όταν περπατούσα κι εγώ στην πόλη, να την σωματοποιώ και σχεδόν να νιώθω αυτά τα καταραμένα κόκαλα να τρίζουν κάτω από τα μποτάκια μου».
—
P.S.:
Υπάρχουν ζωγραφικοί πίνακες που λένε χίλιες λέξεις. Παράδειγμα, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Ζαν Αντουάν Βατό: εικόνες αναλυμένες σε λόγια. Και υπάρχουν χίλιες λέξεις που συντίθενται σε ένα ζωγραφικό ταμπλό. Σαν εκείνο που φιλοτεχνεί η συγγραφέας στον επίλογο του «Μπερλίν», φέρει τον τίτλο «Το νησί των Παγωνιών» και αναφέρεται σε μια από τις τελευταίες εκδρομές της οικογένειας της με φίλους στα περίχωρα του Βερολίνου, σε ένα νησάκι του ποταμού Χάβελ.
Το κείμενο αρχίζει με λόγια-ζωγραφιές: «Ήταν οι ωραιότερες μέρες, ήταν οι δυσκολότερες μέρες, ήταν οι μέρες των μεγάλων αλλαγών, ήταν οι μέρες της μεγάλης απελπισίας, ήταν η χρονιά της ανεμελιάς, ήταν η χρονιά της βαρυθυμίας, άρχιζε μια εποχή και τελείωνε μια άλλη, για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά».
Ακολουθεί η περιγραφή του «ολάνθιστου» νησιού και της ξενάγησης από τον Ν., που διακόπτεται από διάφορα, λίγο ή πολύ, ευχάριστα επεισόδια: Τον ανέμελο περίπατο, το ωραίο πικνίκ, το παγώνι που δάγκωσε, ευτυχώς όχι επικίνδυνα, τον μικρό Μ., τον πρώτο έρωτα του ίδιου με την Α., την άρνησή του να της χαρίσει ένα «κατακόκκινο μεγάλο λουλούδι».
Στον πίνακα γίνεται όμως ορατό και το αόρατο. «Είχα την αίσθηση …ότι ξαφνικά είχαμε αποκοπεί από τον χώρο και τον χρόνο, ή μάλλον, ήταν σαν να μην υπήρχε πραγματικός χώρος και χρόνος κι εμείς ήμασταν πρόσωπα λογοτεχνικού ειδυλλίου» γράφει. Λίγοι συγγραφείς έχουν μεταγράψει τόσο καλά, δίπλα στο χώρο, και τον χρόνο σε ζωγραφικό στοιχείο.
Η μεταγραφή ανοίγει το δρόμο και για κάτι σημαντικότερο: τη διατήρηση της μνήμης.
«Το ίδιο κιόλας βράδυ ανταλλάξαμε μηνύματα για να ευχαριστήσουμε τον Ν. που είχε την ιδέα της εκδρομής» γράφει. «Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, λίγο πριν χωθούμε στα κρεβάτια μας και εξαερωθεί η μαγεία, ο Ν. απάντησε. “Πολύ χαίρομαι. Στην Έβδομη Σφραγίδα, ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ λέει στους φίλους του: Θα την θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Τη σιωπή, το δειλινό, τις φράουλες και το γάλα, τα πρόσωπά σας στο βραδινό φως. Θα προσπαθήσω να θυμάμαι αυτά που είπαμε. Θα κρατώ την ανάμνηση αυτή στα χέρια μου προσεκτικά σαν να ήταν ένα κύπελλο ξέχειλο από φρέσκο γάλα. Και θα μου φτάνει αυτό το σημάδι – θα μου είναι αρκετό”».
Υπέροχα.