Τη δεκαετία του 1960, μία 32χρονη γαλλίδα δασκάλα, η Γκαμπριέλ Ρουσιέ, ερωτεύεται έναν 17χρονο μαθητή της. Τα 15 χρόνια που τους χωρίζουν ανάγονται σε μέγα σκάνδαλο που συγκλονίζει την κοινή γνώμη και, ύστερα από καταγγελίες, η Ρουσιέ οδηγείται στη φυλακή. Αυτός ο ανάρμοστος (για εκείνη την εποχή) έρωτας θα τελειώσει με την αυτοκτονία της δασκάλας. Και θα κρεμαστεί στην αιωνιότητα της κινηματογραφικής πινακοθήκης όταν το 1971 θα γίνει ταινία από τον Αντρέ Καγιάτ με πρωταγωνίστρια την Ανί Ζιραρντό και τίτλο «Πεθαίνω από αγάπη». Η ατμόσφαιρα της ταινίας, το ξεμπρόστιασμα της συντηρητικής κοινωνίας και του συστήματος, αλλά και η φιγούρα της Ζιραρντό με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και τα μαύρα ζιβάγκο, θα εντάξουν την ταινία στα ενθυμήματα του Μάη του ’68.
Επειτα από 50 χρόνια έχουν αλλάξει πολλά. Και ναι μεν η φαντασία μπορεί να μην τα βρήκε με την εξουσία όπως έλεγε το σύνθημα του γαλλικού Μάη (μάλλον οι σημερινοί συσχετισμοί εξουσίας είναι πέραν κάθε φαντασίας) αλλά μια γυναίκα 15 χρόνια μεγαλύτερη από έναν άνδρα θεωρείται σχεδόν συνομήλική του. Και ο έρωτας μεταξύ ενός μαθητή και της όχι κατά 15 αλλά κατά 25 χρόνια μεγαλύτερής του δασκάλας δεν οδηγεί στην αυτοκτονία αλλά στο Μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων. Τουλάχιστον στο κατώφλι του.
Εδώ είμαστε. Στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων δηλαδή. Ο επόμενος ένοικος του οποίου και οι σημερινές επαναληπτικές εκλογές που θα τον αναδείξουν δεν είχαν ποτέ απασχολήσει τόσο πολύ την ελληνική γειτονιά μας. Ούτε καν το μακρινό 1981, τότε που η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν προοιώνιζε και την καθ’ ημάς αλλαγή σελίδας στην Ιστορία και την έλευση του σοσιαλιστικού ΠαΣοΚ.
Από όσο, όμως, μπορεί να κρίνει κάποιος από τα social media και τα μανταλάκια της διαδικτυακής μπουγάδας, ποσώς μας απασχόλησε η ουσία. Το ότι, δηλαδή, τουλάχιστον δύο στους πέντε Γάλλους –όπως, μέχρι τώρα, δείχνουν οι δημοσκοπήσεις –ψηφίζουν Ακροδεξιά ή για το ότι ο φερόμενος ως πιθανότερος 25ος Πρόεδρος της Γαλλίας θα είναι, για πρώτη φορά, ένας μη παραδοσιακά κομματικός εκπρόσωπος. Περισσότερο ασχοληθήκαμε με το ότι η σύζυγος του Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι μια γυναίκα-τρόπαιο, όπως θα ήθελαν κάποια κλισέ, αλλά η κατά 25 χρόνια μεγαλύτερή του, δασκάλα του στο σχολείο, Μπριζίτ Τρονιέ. Διχάστηκε ο μέσος έλληνας χρήστης του Διαδικτύου (που θεωρεί ότι πρέπει να εκφράσει άποψη επί παντός επιστητού) ανάμεσα στο να αναθεωρήσει τα χολιγουντιανά στερεότυπα για την επέλαση των κούγκαρ ή να υπολογίσει με το «ερωτόμετρο» τις σεξουαλικές ανασφάλειες του υποψηφίου προέδρου. Στο να ερμηνεύσει οιδιπόδεια και εφηβικές φαντασιώσεις ή να αρχίσει να μετράει ρυτίδες. Να υποστηρίξει την αντισυμβατική επιλογή ή να πιάσει να ανοίγει ντουλάπες μήπως βρει κρυμμένα μυστικά και ψέματα. Πήραν φωτιά τα Facebook και τα Twitter. Φιλίες χάλασαν, αντεγκλήσεις καταγράφηκαν και επιστρατεύθηκαν από τις αρχές του Διαφωτισμού μέχρι τα όνειρα του Φρόιντ για να υποστηριχθεί, να αποδομηθεί ή απλώς να εξηγηθεί αυτή η σχέση που μοιάζει περισσότερο στέρεη, σχεδόν ιδανική, συγκριτικά με το πώς έχει «χειριστεί» ζευγάρια με τέτοια διαφορά ηλικίας η κοινή γνώμη (ακόμη και στις λιγότερο συντηρητικές εκφάνσεις της) ή τα κινηματογραφικά σενάρια. Ο έρωτας, όμως, όπως και η τέχνη, δεν εξηγούνται. Ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν το είχε πει, κατά κάποιον τρόπο, όταν παντρεύτηκαν: «Δεν είμαστε ένα νορμάλ ζευγάρι –αν και δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη –αλλά είμαστε ένα υπαρκτό ζευγάρι».
Οταν άρχισε η σχέση τους έμοιαζε ότι θα έχει ημερομηνία λήξης ανάλογη με προϊόν ψυγείου, άντε κονσέρβα. Μια αρχετυπική έλξη ενός 17χρονου μαθητή για τη 42χρονη καθηγήτρια. Και το ενδιαφέρον εκείνης για έναν νεαρούλη που οι καθηγητές του (η ίδια δεν τον είχε ποτέ μαθητή στην τάξη της) θεωρούσαν ιδιοφυΐα. Το έχουμε δει και στη «Δασκάλα του πιάνου» του Χάνεκε με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Στην υστερική εκδοχή του. Ή, με ελαφρά παραλλαγή, στον «Πρωτάρη» του Μάικ Νίκολς. Σε εκδοχή χολιγουντιανή. Στην περίπτωση, όμως, του Εμανουέλ και της Μπιμπί (όπως αποκαλούν χαϊδευτικά την Μπριζίτ παιδιόθεν) δεν υπήρχε ούτε υστερία, ούτε δράμα, ούτε απόγνωση, παρά μόνο η συνειδητή απόφαση δύο ανθρώπων να ζήσουν μαζί υπερβαίνοντας αυτό που μόνο οι γύρω τους έβλεπαν.
Αντίκρισαν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο στη σκηνή του σχολικού θεάτρου όπου οι μαθητές θα ανέβαζαν το έργο του Μίλαν Κούντερα «Ο Ιάκωβος και ο αφέντης του» που είναι βασισμένο σε κείμενο του Ντιντερό. Η θεατρόφιλη καθηγήτρια Γαλλικών και Λατινικών, παντρεμένη από τα 20 χρόνια της με τον τραπεζίτη Αντρέ Λουί Οζιέρ και μητέρα τριών παιδιών, ανέλαβε να επιλέξει και να καθοδηγήσει τους καλύτερους ώστε να επιτευχθεί το φιλόδοξο πρότζεκτ. Εκεί άναψε, για να μιλήσουμε με όρους ρομάντσου, η πρώτη σπίθα. Οταν στην πόλη Αμιέν, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αμφότεροι, φούντωσαν οι φήμες για τις πολλές ώρες που περνούσαν μαζί, είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση των γονέων Μακρόν που έστειλαν τον γιο τους να συνεχίσει το σχολείο στο Παρίσι πιστεύοντας ότι η μεταξύ τους απόσταση θα κατέστελλε τον έρωτά τους. Οταν όμως οι τρίτοι κάνουν σχέδια για λογαριασμό δύο ερωτευμένων, οι ίδιοι οι ερωτευμένοι γελάνε. Συνέχισαν, λοιπόν, να βλέπονται –άλλωστε εκείνος την είχε προειδοποιήσει: «Ο,τι και να κάνεις, εγώ μια μέρα θα σε παντρευτώ». «Δεν τον είδα ποτέ σαν μαθητή» θα πει η Μπιμπί πολλά χρόνια αργότερα στην Καρολίν Ντεριέν και την Καντίς Νεντελέκ, συγγραφείς του βιβλίου «Οι Μακρόν» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Fayard.
Θα είχε όμως η σχέση τους την ίδια εξέλιξη, διάρκεια, σταθερότητα και ισορροπία μέσα στην αντισυμβατικότητά της, αν ήταν συνομήλικοι; Η ερώτηση, βεβαίως, και είναι θεωρητική και, πρακτικά, δεν θα απαντηθεί ποτέ. Η πραγματικότητα, πάντως, έχει δείξει πως τα ζευγάρια που είναι μαζί από τα χρόνια του σχολείου σπάνια μακροημερεύουν. Κυρίως λόγω της έλλειψης εμπειρίας, όχι όμως ερωτικής όπως, ίσως, σπεύσει να συμπεράνει κάποιος. Πολύ απλά, δεν ξέρουν πώς να χειριστούν τις δυσκολίες, τα προβλήματα στη σχέση, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, ακόμη και το ξενοκοίταγμα κάποιου από τους δύο. Το εφηβικό πάθος του Μακρόν μπορεί να ήταν το βασικό υλικό σε αυτή τη σχέση. Η συνταγή, όμως, δεν θα έδενε αν δεν υπήρχαν η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα της Τρονιέ. Και η υπόσχεση γάμου θα ήταν μια νεανική τρέλα που αργότερα ο ίδιος θα διηγούνταν στη συνομήλικη ή νεότερη γυναίκα του.
Μια πιθανή απάντηση θα μπορούσε να ήταν η σκηνή που περιγράφουν αυτόπτες μάρτυρες από την πρώτη παρουσίαση του κόμματος «En Marche!» (σ.σ.: «Εμπρός!»). Στην πρόβα τζενεράλε η Μπριζίτ ήταν δίπλα στον Εμανουέλ και, όπως στην πρώτη γνωριμία τους, του έδινε κατευθύνσεις και οδηγίες για την ένταση της φωνής του ή για την οικονομία του λόγου του. Ο ίδιος, μάλιστα, το παραδέχθηκε και ενώπιον του ακροατηρίου του πως «η Μπριζίτ είναι πάντα εκείνη που με επαναφέρει στην τάξη όταν αρχίσω να πολυλογώ». Εχουμε, λοιπόν, μια γυναίκα η οποία αφού εκπλήρωσε τις εφηβικές ερωτικές φαντασιώσεις ενός νεαρού άνδρα (οι οποίες πρέπει να ήταν πλούσιες και ενδιαφέρουσες ώστε να επιλέξει τη σιγουριά, την ασφάλεια και την εμπειρία μίας κατά πολύ μεγαλύτερής του για να τις ζήσει) στέκεται δίπλα του σαν ερωμένη, μάνα, σύμβουλος και προπονήτρια. Ενας συνδυασμός από τον οποίο κάποιος ούτε μπορεί αλλά ούτε και θέλει να δραπετεύσει. Μοιάζει με το αντεστραμμένο σύνδρομο του Πυγμαλίωνα, μόνο που κάτι μου λέει ότι ο Τζορτζ Μπέρνανρντ Σο πολύ θα τη χαιρόταν αυτή την αντιστροφή.
Η ψυχραιμία αλλά και η εμπειρία της Μπριζίτ φαίνεται ότι καθόρισαν και τον τρόπο με τον οποίο οι Μακρόν χειρίστηκαν τη δημόσια εικόνα τους από το 2014, τότε που ο Εμανουέλ έσπασε το φράγμα της δημοσιότητας και από, έστω και διακεκριμένο, τραπεζικό στέλεχος έγινε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ολάντ. Τότε πρωτοεμφανίστηκε στη δημόσια σκηνή και η Μπριζίτ, που ακόμη δίδασκε σε σχολείο του Παρισιού. «Θα ακούσετε πολλά για εμένα. Αλλα θα είναι αλήθεια και άλλα θα είναι ψέματα. Εγώ, όμως, δεν πρόκειται να μιλήσω ποτέ γι’ αυτά» ήταν μία από τις πρώτες της δηλώσεις από την οποία, μέχρι τώρα, δεν έχει παρεκκλίνει. Σε λιγότερο από έναν χρόνο παραιτήθηκε από την εργασία της, λέγοντας ότι θέλει να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ανέλιξη του συζύγου της στον πολιτικό στίβο. Αλλωστε και ο ίδιος έκανε αμέσως σαφές στους συνεργάτες του ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί την παρουσία της στο πλευρό του. «Δεν μπορεί κανείς να δουλέψει αν δεν είναι ευτυχισμένος και χαρούμενος. Και εμένα ευτυχισμένο και χαρούμενο με κάνει η γυναίκα μου».
Το «δόγμα Μακρόν», ως προς τη δημόσια εικόνα τους, είναι να μην προσπαθήσουν να κρύψουν κάτι που δεν μπορεί να κρυφτεί. Ετσι, η Μπριζίτ ανέλαβε όχι μόνο τη διαχείριση της διαδικτυακής επικοινωνίας του υποψήφιου για την προεδρία της Γαλλίας αλλά και τις στημένες φωτογραφίες τύπου παπαράτσι. Μέχρι και με μαγιό φωτογραφήθηκε χωρίς να καταφύγει στο Photoshop για να μαζέψει τη χαλάρωση στους μηρούς της. Οπως ποτέ δεν έχει ζητήσει από φωτογράφους να σβήσουν τις ρυτίδες από το πρόσωπό της και επιμένει στα κοντομάνικα, αν και δεν μπορεί παρά να γνωρίζει πολύ καλά ότι το πιο αποκαλυπτικό για την ηλικία μιας γυναίκας σημείο του σώματός της είναι τα μπράτσα της.
Κλασική Γαλλίδα, γερνάει παραμένοντας νέα. Οχι προσποιούμενη τη νεαρή. Διότι, σε αντίθεση με το αμερικανικό πρότυπο που προσπαθεί να συντηρήσει, με τη συνδρομή της αισθητικής ιατρικής, μία έστω και παραμορφωμένη νεότητα, εκείνη διατηρεί ακμαία τη νεανικότητά της και αποθεώνει την πραγματική ηλικία της. Αυτό και μόνο την κάνει να ανατρέπει, αναβαθμίζοντάς τον συγχρόνως, τον όρο «κούγκαρ». Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη Μαντόνα ή την Ντέμι Μουρ, δεν προσπαθεί να κρύψει τη διαφορά ηλικίας με τον σύντροφό της. Το αντίθετο, μάλιστα, την προβάλλει. Κάνοντας πολλές –και Ελληνίδες –κούγκαρ να σκυλιάζουν, διότι, παρά τις ρυτίδες και την κατακόρυφη πτώση του κολλαγόνου στο δέρμα, ο νεαρός και ομορφούλης υποψήφιος πρόεδρος τη λατρεύει. Οπως τη λατρεύουν και μεγάλοι γαλλικοί οίκοι μόδας που ήδη την έχουν αναγορεύσει μούσα τους. Εγώ μόνο σκέφτομαι εκείνη τη δύσμοιρη καθηγήτρια της δεκαετίας του 1960 και αυθόρμητα ψιθυρίζω «Γκαμπριέλ Ρουσιέ, εσύ έφυγες νωρίς».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Μαϊου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ