Στην εφαρμογή 100 μέτρων, εκ των οποίων τα 80 θα νομοθετηθούν με το πολυνομοσχέδιο που θα φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή και υπουργικές αποφάσεις και τα υπόλοιπα 20 θα πρέπει να συμφωνηθούν, και στην επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων κρίνεται πλέον η ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου.
Οι δράσεις και οι στόχοι
Τα μέτρα είναι σκληρά και δύσκολα στην εφαρμογή τους, αφού εκτός από τα δημοσιονομικά (περικοπές 1,8 δισ. ευρώ στις συντάξεις το 2019 και αύξηση φόρων κατά 1,8 δισ. ευρώ με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020) περιλαμβάνουν δράσεις που στοχεύουν:
1
Στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, όπως η απελευθέρωση του ωραρίου 30 Κυριακές τον χρόνο, η απελευθέρωση των τελευταίων κλειστών επαγγελμάτων, όπως των μηχανικών, η ευκολότερη αδειοδότηση για επενδύσεις.
2
Στην αλλαγή της δημόσιας διοίκησης που θα επέλθει με τα νέα ειδικά μισθολόγια για τους ενστόλους, το ΕΣΥ και την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για τις προμήθειες, την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και την οριστικοποίηση των δασικών χαρτών της χώρας.
3
Στην ανεξαρτησία της αρχής φορολογικών εσόδων, δηλαδή του Γιώργου Πιτσιλή, και στην επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης.
Η πορεία προς τις αγορές
Ολες αυτές οι παρεμβάσεις συναντούν ήδη αντιδράσεις, με πρώτη το κλείσιμο των καταστημάτων αυτή την Κυριακή 7 Μαΐου που αποφάσισαν οι εμπορικοί σύλλογοι, αλλά και τις αντιδράσεις των Συνδικάτων στις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που θα εκδηλωθούν όταν τα συγκεκριμένα μέτρα έρθουν για ψήφιση στη Βουλή.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό κορυφαίες ευρωπαϊκές πηγές έδωσαν την Παρασκευή το στίγμα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και του προγράμματος λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μπαίνουμε στον τελευταίο χρόνο του προγράμματος. Πρέπει να εξασφαλίσουμε την επιτυχία του ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Πρέπει να προετοιμαστούμε για την έξοδο της χώρας στις αγορές».
Ωστόσο η πορεία δεν είναι εύκολη. Οι Ευρωπαίοι εργάζονται με βάση το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε στη Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον και το οποίο προβλέπει ολοκλήρωση της συμφωνίας για την Ελλάδα στο Eurogroup της 22ας Μαΐου.
Και όπως είπαν οι ίδιες πηγές, για τους Ευρωπαίους υπάρχει ήδη τεχνική συμφωνία αλλά το ΔΝΤ θέλει να συμφωνηθούν και τα μέτρα που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ώστε να θεωρήσει ότι η συμφωνία έχει ολοκληρωθεί.
Ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία στις 22 Μαΐου, θα χρειαστούν τέσσερις ως πέντε εβδομάδες για την εκταμίευση της δόσης των 7 δισ. ευρώ από τον ESM, τα οποία θα διατεθούν για αποπληρωμή ομολόγων που λήγουν και ένα μέρος για εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου που υπερβαίνουν τα 4 δισ. ευρώ.
Επίσης το ΔΝΤ θα χρειαστεί έναν με ενάμιση μήνα προκειμένου να αποφασίσει αν θα ενταχθεί στο πρόγραμμα και με ποιον ρόλο.
Το βασικό όμως θέμα είναι να γίνει το πολιτικό βήμα στο ερχόμενο Eurogroup και αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση ως τις 22 Μαΐου θα έχει νομοθετήσει όλα όσα συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης που προέβλεπε συνολικά 140 δράσεις που πρέπει να κλείσουν.
Από αυτές 40 έχουν ήδη ολοκληρωθεί –με πιο σημαντικές τις αποκρατικοποιήσεις των περιφερειακών αεροδρομίων και των λιμανιών ΟΛΠ και ΟΛΘ -, ενώ για περίπου 80 πρέπει να νομοθετηθούν ή να εκδοθούν αποφάσεις.
Στη συνέχεια η διαδρομή για την κυβέρνηση θα είναι πιο εύκολη. Η τρίτη αξιολόγηση που έχει προγραμματιστεί για το φθινόπωρο θα είναι πολύ πιο εύκολη, καθώς θα αφορά κυρίως θέματα εφαρμογής παρά νομοθέτησης.
Οι Ευρωπαίοι όμως ξεκαθαρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπόσχεται «κοινωνικά μερίσματα» το 2017. Θα έχει τη δυνατότητα να διανείμει μέρισμα από τυχόν υπερπλεόνασμα του 2017, πλην όμως θα πρέπει αυτό το πλεόνασμα να επιβεβαιωθεί τον Απρίλιο του 2018, όταν θα βρισκόμαστε κοντά στο τέλος του προγράμματος και θα υπάρχουν ευρύτερα θέματα να συζητηθούν.
ΔΝΤ: Να δεσμευθεί και η ΝΔ
Για το ενδεχόμενο να ζητηθούν πολιτικές δεσμεύσεις για την υλοποίηση του προγράμματος και των μέτρων από τη ΝΔ, ο ευρωπαίος αξιωματούχος δήλωσε την Παρασκευή ότι το ΔΝΤ έχει αναφέρει πως θα ζητήσει διαβεβαιώσεις από την αξιωματική αντιπολίτευση ότι δεν θα ανατρέψει το πρόγραμμα. «Είναι σημαντικό για αυτούς» πρόσθεσε.
Αλλωστε, όπως επισημάνθηκε, για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος θα υπάρχουν προκλήσεις και ανάγκη επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων. Κάτι τέτοιο θεωρείται αναγκαίο, καθώς αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς εξόδου της Ελλάδας στις αγορές.
Τα δύσκολα του προγράμματος
Τα δύσκολα βήματα του τρίτου Μνημονίου που τελειώνει το καλοκαίρι του 2018 είναι η εξασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της φορολογικής αρχής, καθώς όλοι εκτιμούν ότι αυτό θα διασφαλίσει την είσπραξη φόρων έστω και με αναγκαστικά μέτρα (δεσμεύσεις, κατασχέσεις λογαριασμών, ακόμα και θυρίδων) και δεν θα σκοντάψει σε πολιτικά κίνητρα και λόγους εκλογικής σκοπιμότητας.
Επίσης το μέγα ζήτημα είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, καθώς παραμένει αναπάντητο τα ερώτημα ποιες ΔΕΚΟ θα μπουν στο πρόγραμμα.
Στην πρώτη γραμμή των πωλήσεων είναι το 17% της ΔΕΗ και οι λιγνιτικές μονάδες, η πώληση του μικρού ποσοστού (κάτω από 7%) που κατέχει το Δημόσιο στον ΟΤΕ, η παράταση και επέκταση της παραχώρησης του «Ελ. Βενιζέλος», τα ΕΛΠΕ, ο ΔΕΣΦΑ, η ΔΕΠΑ κ.λπ.
Τα δύσκολα πρότζεκτ είναι η ολοκλήρωση της παραχώρησης της Εγνατίας οδού σε ιδιώτες, αφού προηγουμένως μπουν διόδια, και η άρση των εμποδίων ώστε να αρχίσουν τα έργα στο Ελληνικό.
Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες και έχουν μετρήσει ότι θα χρειαστούν ακόμη 50-60 «βήματα» –δηλαδή αποφάσεις –για να μπουν… μπουλντόζες που θα αλλάξουν αυτή την περιοχή της Αθήνας.
Για τις τράπεζες οι εκτιμήσεις τους είναι ιδιαίτερα θετικές. Οπως λένε οι ίδιες πηγές, από τα 25 δισ. ευρώ που είχαν προβλεφθεί για την ανακεφαλαιοποίηση, πρακτικά αποδείχθηκε ότι χρειάστηκαν τα 4 δισ. ευρώ.
Τα υπόλοιπα κεφάλαια παραμένουν διαθέσιμα ως το τέλος του προγράμματος.
«Είμαστε σίγουροι ότι οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν και άλλα κεφάλαια, το Eurogroup θα αποφασίσει τι θα γίνει με αυτά» επισημαίνουν.
Η συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης
Μόλις έκλεισαν τα σκληρά μέτρα για την οικονομία, που είναι το ένα κεφάλαιο του τρίτου Μνημονίου, ανοίγει το άλλο κεφάλαιο, που είναι τα μέτρα ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί το ύψος των ετήσιων τόκων που θα πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος της, καθώς όσο βρίσκεται σε πρόγραμμα είναι προστατευμένη και –το κυριότερο –απαλλασσόταν από την καταβολή των τόκων από τα δάνεια του δεύτερου Μνημονίου.
Εφέτος το ποσό των καταβαλλομένων τόκων είναι μόλις 5,4 δισ. ευρώ και αναλογεί στο 3% του ΑΕΠ. Το ύψος αυτό, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι ένα όριο που αντέχει η ελληνική οικονομία και γι’ αυτό άλλωστε προσδιορίστηκε κοντά σε αυτό το ύψος (3,5% του ΑΕΠ) ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2020-2021.
Οπως λένε έγκυρες πηγές, το βασικό ζήτημα στη ρύθμιση του χρέους είναι πώς θα καταβληθούν οι τόκοι ύψους 17 δισ. ευρώ που έχουν συσσωρευθεί από τα ευρωπαϊκά δάνεια, αφού δεν καταβάλλονταν κατά την περίοδο χάριτος που εκπνέει το 2022.
Μια λύση είναι να κεφαλαιοποιηθούν και να κατανεμηθούν σε βάθος χρόνου, αλλά αυτό είναι μια πτυχή των μέτρων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που θα δώσει στον ESM το Eurogrοup της 22ας Μαΐου.
Η διευθέτηση του χρέους, το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι
Σύμφωνα με τους ειδικούς θετική εξέλιξη και παράγοντα σταθεροποίησης του χρέους αποτελεί το γεγονός ότι τα καινούργια δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα είναι σταθερού επιτοκίου και αυτό διασφαλίζεται με εργαλεία της αγοράς, από τον ESM, έτσι ώστε να μην επιβαρύνουν κανέναν. Με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν και ήδη εφαρμόζονται και αυτά που ακολουθούν μεγάλο μέρος του χρέους θα είναι σταθερού επιτοκίου. Στο τέλος όλων αυτών των προσπαθειών ή παράλληλα θα καθοριστεί και το «μονοπάτι» των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να εγγυηθεί η Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από όλα όσα αποφασιστούν για το ελληνικό χρέος, αυτό θα έχει μεσοσταθμικό επιτόκιο χαμηλό, μέση διάρκεια πολύ μεγάλη, με αποτέλεσμα η χώρα να μην έχει χρηματοδοτικό ρίσκο και να μπορεί να δοκιμάσει – επιτυχώς – την επιστροφή της στις αγορές.
Το βέβαιο είναι ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές συμφωνούν πως ήρθε η ώρα να ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους προκειμένου κάποια στιγμή να μπορέσει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία. Ωστόσο τα ανοιχτά ζητήματα είναι πολλά, με κυριότερο τη στάση του ΔΝΤ, το οποίο πιέζει για σημαντική ελάφρυνση.
Το Ταμείο έχει επανειλημμένα εκφράσει την άποψη ότι, με ή χωρίς τα μεταρρυθμιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Ως εκ τούτου δεν προτίθεται να συνεχίσει να «ρίχνει» χρήματα στο πρόβλημα, κάτι που απαγορεύεται ρητά και στο καταστατικό του. Στις αρχές της εβδομάδας ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Ταμείου Πόουλ Τόμσεν δήλωσε ότι δεν μπορεί να προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού τη συμμετοχή προτού να υπάρξουν «ισχυρά μέτρα ελάφρυνσης» που θα συνοδεύουν τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις. «Η συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να πάει χέρι-χέρι με μια αξιόπιστη στρατηγική για τη βιωσιμότητα του χρέους» είπε χαρακτηριστικά.
Οι ευρωπαίοι δανειστές (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας), από την άλλη, επιθυμούν τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως εγγυητή υλοποίησης του προγράμματος.
Παρ’ όλα αυτά, η ευρωπαϊκή πλευρά δεν έχει ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της ως προς τη διαχείριση του προβλήματος, προτιμώντας μια γενική δέσμευση για την ελάφρυνσή του μόλις επιτευχθούν ορισμένες κομβικές μεταρρυθμίσεις.
Οσο για τα μέτρα, όποια αποφασιστούν, θα εφαρμοστούν το καλοκαίρι του 2018, όταν θα πλησιάζει και το τέλος του τρίτου Μνημονίου.
Σε κάθε περίπτωση η περίπτωση της διαγραφής μέρους του χρέους της Ελλάδας, δηλαδή το «κούρεμα» του ονομαστικού χρέους, είναι εκτός συζήτησης.
Ωστόσο, όπως έχει μεταδοθεί, το πιο πιθανό και αποδεκτό σενάριο θα περιλαμβάνει λύσεις όπως η επέκταση των πληρωμών, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η ευελιξία των αποπληρωμών ώστε να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ ετησίως.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ