Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την πρόσφατη Συμφωνία μεταξύ πιστωτών και ελληνικής κυβέρνησης: ο κομματικός, ο πελατειακός και ο εθνικός.

Ο κομματικός τρόπος είναι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης να τη δουν ως ευκαιρία καθολικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση που θα την ψηφίσει, αν και μέχρι τώρα την κατέκριναν ακριβώς επειδή τόσο καιρό δεν το έκανε και το κόστος αυξανόταν. Είναι αλήθεια ότι οι ευκαιρίες πολιτικής εκμετάλλευσης για την αντιπολίτευση είναι σαν να βρήκε ορυχείο: πρώτον, διότι καταγγέλλοντας τα κυβερνητικά κόμματα που ψηφίζουν όσα προηγουμένως καταριόταν, θα καταδείξει ότι το μένος τους δεν είχε πολιτική αξιοπιστία, αλλά ήταν απλώς γυμναστική αναρρίχησης στην εξουσία. Και, δεύτερον, διότι απορρίπτοντας τα ίδια τα μέτρα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ελπίζουν να ξεθυμάνει το δικό τους «μνημονιακό πρόσημο» που στις προηγούμενες εκλογές θεωρούν ότι τους στέρησε τη διακυβέρνηση.

Ο πελατειακός τρόπος είναι η επίμονη καταμέτρηση των απωλειών που θα έχουν διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες, σε συνδυασμό με την προσπάθεια εκλογικού προσεταιρισμού τους. Τα πρωινάδικα θα γεμίσουν από πρόθυμους φοροτέχνες και συνταξιολόγους που με μεγεθυντικό φακό θα αναλύουν τις κάθε λογής απώλειες, ενώ παραδίπλα μικρότερες ή νεότευκτες πολιτικές ομάδες θα ποντάρουν στην αγανάκτηση όσων θίγονται για να αποκτήσουν οπαδούς και κοινοβουλευτικό διαβατήριο. Η πατέντα είναι πασίγνωστη και αποδίδει.

Πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι – δυστυχώς – και οι δύο τρόποι προσέγγισης είναι όχι μόνο πολιτικά θεμιτοί, αφού τα ίδια και αγριότερα έκαναν τα δύο κυβερνητικά κόμματα, αλλά επίσης κοινωνικά βάσιμοι, γιατί απώλειες και πλήγματα σε ορισμένες ευάλωτες ομάδες όντως θα υπάρξουν. Πλην όμως οι τακτικές αυτές παράγουν αποτελέσματα που θα ναρκοθετήσουν τη συνολική αξιοπιστία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και θα καθυστερήσουν την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, αν και όλοι ανεξαιρέτως ομνύουν ότι θέλουν να την επισπεύσουν. Ο κύριος λόγος της αποτυχίας είναι ότι, αν επικρατήσει πόλωση, η κυβέρνηση υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους θα επιχειρήσει να περιορίσει την εφαρμογή των μέτρων στην πράξη και για να ανασχέσει τις διαρροές θα αναλωθεί σε ευκαιριακές ευνοϊκές ρυθμίσεις προς φίλιες κοινωνικές ομάδες, περίπου όπως σε κάποιον βαθμό έκαναν και οι προηγούμενες. Η δημοσιονομική αβεβαιότητα θα επιστρέψει, τα μέτρα δεν θα αποδώσουν και σε λίγο θα αρχίσουν νέες πιέσεις για τη λήψη και άλλων, υπό την απειλή αναστολής των ρυθμίσεων του χρέους.

Ακόμα και αν η αντιπολίτευση επιτύχει με τον τρόπο αυτόν την εξουθένωση της κυβέρνησης, θα βρεθεί σε παρόμοια αδιέξοδα όταν αναλάβει η ίδια, γιατί όσοι την έχουν ψηφίσει επί τούτου ευλόγως θα απαιτούν να μην τα εφαρμόσει. Επειδή όμως το τρέχον Πρόγραμμα οσονούπω λήγει, η λήψη νέων μέτρων θα πάρει τη μορφή νέου Μνημονίου και όλοι μαζί θα βρεθούν ξανά στο σημείο που τώρα εξορκίζουν.

Θα ήταν επωφελέστερο για τη χώρα αν η Συμφωνία αντιμετωπιστεί ως η τελευταία δοκιμασία και υποχρέωση στη διαδικασία εξόδου από τα Μνημόνια και γίνει αφορμή θεμελίωσης κανόνων και μεταρρυθμίσεων μακράς διαρκείας σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας. Η Συμφωνία περιέχει τουλάχιστον τρεις άξονες που μπορούν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση:
Πρώτον, η σοβαρή μείωση του αφορολογήτου θα διευρύνει αισθητά τη φορολογική βάση και θα αποκαλύψει σμήνη φοροφυγάδων που συνωθούνται μόλις κάτω από το σημερινό όριο. Η αύξηση των εσόδων που θα επέλθει μπορεί μετά να χρησιμοποιηθεί για να χρηματοδοτήσει μια γενναία απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, την ελάφρυνση των σημερινών συντελεστών, καθώς και τη χρηματοδότηση από τον Προϋπολογισμό όσων πραγματικά έχουν χαμηλά εισοδήματα και δεν καλύπτουν βιοποριστικές ανάγκες.
Δεύτερον, η κατάργηση των προσωπικών διαφορών σε πολλές ειδικές κατηγορίες συντάξεων θα μειώσει τον λαβύρινθο του ασφαλιστικού συστήματος και θα κάνει πιο εύκολη την ενοποίησή του. Με τις εξοικονομήσεις που θα προκύψουν, μπορούν να ενισχυθούν όλες οι συντάξεις με ενιαίους κανόνες, διασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη ωφέλεια σε όσους πλήρωναν κανονικά τα ένσημά τους και όχι σε όσους εκμεταλλεύτηκαν χαριστικά το σύστημα απονομής. Επιπλέον θα λειτουργήσει καλύτερα και ο ΕΦΚΑ που διαφορετικά κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλό θυρωρείο διεκπεραίωσης κάθε σύνταξης σαν ειδική περίπτωση μέχρι να πελαγώσει εντελώς και να καταρρεύσει.
Τρίτος άξονας είναι η πρόβλεψη της Συμφωνίας για νοικοκύρεμα των ΔΕΚΟ και περιορισμό των αυθαίρετων προσλήψεων στο Δημόσιο. Αν και τα κριτήρια είναι άτολμα και πλαδαρά, αποτελούν κάποια πρόοδο σε σχέση με την έλλειψη οιασδήποτε μέριμνας για την εξυγίανση των ΔΕΚΟ τα τελευταία χρόνια. Αντί οι πιστωτές να επαναφέρουν τα κριτήρια πρόσληψης διοικήσεων με ανοιχτούς διαγωνισμούς και συγκεκριμένο Επιχειρησιακό Σχέδιο, όπως ίσχυαν παλαιότερα και είχαν πετύχει την αναβάθμιση των ΔΕΚΟ, αδιαφόρησαν πλήρως λες και τους βόλευε η απαξίωση για να απαιτήσουν μετά την εύκολη εκποίησή τους. Ενώ συχνά ξιφουλκούσαν εναντίον των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα ότι είναι υπεύθυνοι για την πτώση ανταγωνιστικότητας, οι κατά καιρούς φωστήρες των Μνημονίων ανέχθηκαν κάθε είδους πελατειακή πρακτική στις ΔΕΚΟ: από τον διορισμό συγγενών και φίλων στις διοικήσεις έως τον επαίσχυντο κανόνα διορισμών 4:2:1 που ίσχυσε το 2012 και άλλαξε τώρα στο 3:1 για να εκφράζει τους νέους κομματικούς συσχετισμούς στην κυβέρνηση.
Με αφορμή τη Συμφωνία, είναι ευκαιρία τα κόμματα να αποκηρύξουν από κοινού τις πρακτικές του παρελθόντος και να επιβάλουν ένα νέο καθεστώς διαφάνειας, αξιοκρατίας και ανάπτυξης στις ΔΕΚΟ. Ετσι θα τις κάνουν να μπουν στη μάχη της ανάπτυξης, αντί να τις έχουν σαν (πολυτελείς) αποθήκες κουρασμένων στελεχών. Η αναβάθμιση των ΔΕΚΟ θα δώσει επίσης επιχειρήματα στην Ελλάδα για την κατάργηση του Υπερταμείου, το οποίο σήμερα δεσμεύει με ταπεινωτικούς όρους τις δημόσιες επιχειρήσεις ως εμπράγματη εγγύηση για την εξόφληση του χρέους.
Ενας μεγάλος συμβιβασμός γύρω από τους τρεις αυτούς άξονες θα έχει κέρδη και ζημιές για τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις: Η αντιπολίτευση θα κατηγορηθεί για ηττοπάθεια, θα έχει όμως σύρει την κυβέρνηση σε βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα διαμορφώσουν ένα καλύτερο πλαίσιο για την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση θα χάσει την ευκαιρία να μοιράσει τα «αντίμετρα» όπου κρίνει η ίδια για προεκλογικούς λόγους, θα της πιστωθεί όμως ότι συμβάλλει στην οικοδόμηση κοινών κανόνων που δεν θα αλλάζουν με την πρώτη ευκαιρία.
Για τη χώρα όμως, μόνο οφέλη θα υπάρξουν από τον μεγάλο συμβιβασμό. Για παράδειγμα, η θέση της Ελλάδας στη διαπραγμάτευση του χρέους θα ισχυροποιηθεί αμέσως και αισθητά. Τόσο επειδή η ανάπτυξη που θα φέρουν οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις διευκολύνει τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και επειδή ακυρώνεται η παρελκυστική πολιτική όσων πιστωτών ποντάρουν στην εσωτερική μας διαμάχη για να αναβάλουν τις λύσεις. Πρώτος στόχος φυσικά πρέπει να είναι η ανάληψη όλου του επίσημου χρέους από τον ESM και η οριστική πλέον απομάκρυνση του ΔΝΤ από τα ελληνικά πράγματα, ώστε να σηματοδοτήσει την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη κινδύνου.
Το μόνο πρόβλημα που θα προκύψει με τον μεγάλο συμβιβασμό είναι ότι για κάποιο διάστημα θα εκλείψουν οι συνήθεις αφορμές πόλωσης και εσωτερικής διαίρεσης, με τις οποίες τόσος κόσμος εξασφαλίζει αξιώματα και δημοσιότητα. Ισως όμως υπάρχει ελπίδα, αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε μέρα που περνάει τα παράδοξα πληθαίνουν και η Ελλάδα βυθίζεται σε μια αλλόκοτη ιδιομορφία που κανείς πλέον δεν κατανοεί.
Για παράδειγμα, βλέπει κανείς ότι τα Μνημόνια επιβλήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους, αλλά σήμερα το χρέος είναι πολύ υψηλότερο και χρειάζεται πάλι δραστικές παρεμβάσεις. Οτι έγιναν δραματικές περικοπές στους μισθούς, αλλά η χώρα υποβιβάζεται σε ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις μειώνονται διαρκώς. Οτι η φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό ξεπέρασε όσες έχουν παραμείνει ακόμα. Οτι υπάρχει μεγάλη μετανάστευση νέων εργαζομένων στο εξωτερικό, φυγή επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες και μαζική απόκρυψη όλων από τα μπλοκάκια της Εφορίας. Οτι οι διαρκείς αντιξοότητες τροφοδοτούν μια αδιάκοπη αντιπαράθεση παντού, η οποία όμως πολλαπλασιάζει το πρόβλημα και όχι τις λύσεις. Βλέποντας όλα αυτά, όσοι παίρνουν τις αποφάσεις ίσως αυτή τη φορά σκεφτούν διαφορετικά από πριν.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ