Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στην ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. Ο τρόπος λειτουργίας του, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η τελετουργία των επίσημων ευκαιριών ή επετείων, ακόμη και η καθημερινότητα της διοίκησής του αποπνέουν το κλίμα μιας «πραγματικής», παραδοσιακής πανεπιστημιούπολης με τρόπο ασυνήθιστο για άλλα περιβάλλοντα ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το ΑΠΘ εκφράζει πλαστικά την ιδέα του πανεπιστημίου ως θεσμού, μέσα από μια συνεχή και σταθερή διαδικασία ανάπτυξης που κρατάει έναν αιώνα και που υιοθέτησε από τη δεκαετία του 1920 το αίτημα του εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού στους αντίποδες του τότε συντηρητικού πνεύματος του αθηναϊκού πανεπιστημίου.
Η ιδέα της κοινότητας εντός του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης δεν ενισχύεται όμως μόνο από την ισχυρή ακαδημαϊκή παράδοσή του αλλά και από τα προφανή χωρικά δεδομένα του: η ίδια η φυσική οντότητα του campus –τα κτίρια και οι μεταξύ τους σχέσεις έτσι ώστε να συντίθεται ένα αναγνωρίσιμο ανάγλυφο ως «πόλη της γνώσης» –είναι η ίδια παραγωγός μιας ακαδημαϊκής ιδέας συνοχής και ταυτότητας, εμπνέει, προκαλεί, ενθαρρύνει την ιδέα της κοινότητας.
Αυτή η «ακαδημαϊκή τοπογραφία» στην καρδιά του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι αποτέλεσμα εκατό ετών σχεδιασμού που έδωσε σχήμα στη διάταξη του συγκροτήματος και μορφή στα κτίρια που το αποτελούν. Ο πρώτος σχεδιασμός της πανεπιστημιούπολης υπογράφεται από τον ίδιο αρχιτέκτονα που σχεδιάζει τη νέα Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917, τον περίφημο Γάλλο Ερνέστ Εμπράρ, ενώ τα κτίρια των σχολών σχεδιάζονται, από τον Μεσοπόλεμο και μετά, από μερικούς από τους καλύτερους έλληνες αρχιτέκτονες. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έτσι ώστε η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ να αποτελεί πλέον το αξιολογότερο δείγμα στην Ελλάδα συγκροτήματος δημόσιας «επώνυμης» ή έντεχνης αρχιτεκτονικής, μια επιτομή δηλαδή Ιστορίας της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα.
Τη σημασία ακριβώς αυτής της συμβολής επιδιώκει να αναδείξει η έκθεση «Πανεπιστημιούπολη ΑΠΘ. 90 χρόνια λειτουργίας και 100 χρόνια σχεδιασμού» που φιλοξενείται από τις αρχές Μαρτίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένας άλλος τοπικός θεσμός που τα τελευταία χρόνια αναλαμβάνει επιτυχημένες και αξιέπαινα «τολμηρές» πρωτοβουλίες με στόχο τη διεύρυνση της πολιτισμικής ακτινοβολίας του και την προσέλκυση διαφορετικών κατηγοριών κοινού, κάτι που –πρέπει να –αποτελεί προγραμματικό στόχο κάθε ενεργού μουσειακού οργανισμού. Ο καθηγητής της τοπικής αρχιτεκτονικής σχολής Νίκος Καλογήρου και η ομάδα του διατύπωσαν εδώ ένα φιλόδοξο και σύνθετο αφήγημα που βασίζεται καταρχήν στην έρευνα και τη βαθιά γνώση της αρχιτεκτονικής ιστορίας και πραγματικότητας του πανεπιστημιακού συγκροτήματος της πόλης. Το αποτέλεσμα είναι ένας καλοτυπωμένος, πρωτότυπος και πλούσιος σε τεκμηρίωση και εικονογράφηση κατάλογος 330 σελίδων, συνοδευτικός μιας έκθεσης σχεδιασμένης με λιτότητα και που ταυτόχρονα εξυπηρετεί ευρηματικά τη γλαφυρή παρουσίαση του σχεδιαστικού και φωτογραφικού υλικού στους χώρους του Μουσείου.
Το αρχιτεκτονικό ρεπερτόριο και ο συνολικός σχεδιασμός του χώρου της πανεπιστημιούπολης Θεσσαλονίκης, έτσι όπως αναδεικνύεται πειστικά από αυτή την έκθεση, αποτελεί μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικού και ευρύτερα αστικού εκσυγχρονισμού στον ελληνικό χώρο, μέσω μάλιστα ενός τομέα όπως η δημόσια αρχιτεκτονική στον οποίο ο τόπος μας μετά τη νεοκλασική εποποιία του 19ου αιώνα δεν μπορεί να υπερηφανεύεται. Στο σημείο αυτό είναι ίσως περιττό να τονίσουμε για άλλη μια φορά ότι η διαρκής φροντίδα, η συντήρηση και η προστασία αυτού του υπαίθριου μουσείου νεότερης αρχιτεκτονικής, και η ευαισθητοποίηση των χρηστών γύρω από την αξία του θα αναδείκνυαν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη σημασία του που ξεπερνά τα ίδια τα σύνορα της πόλης και της χώρας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι η ελληνική συμβολή στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα χώρων για την εκπαίδευση έχει στοιχεία μοναδικότητας, αν λάβουμε υπόψη το επίτευγμα του προγράμματος δημιουργίας σχολικών κτιρίων στη δεκαετία του 1930, των περίφημων «σχολείων Παπανδρέου», που αποτέλεσαν ένα άλλο όχημα εκσυγχρονισμού στο πνεύμα της προοδευτικής βενιζελικής διακυβέρνησης.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ