Ερση Σωτηροπούλου
Μπορείς;

Εκδόσεις Πατάκη, 2017
σελ. 752, τιμή 22,20 ευρώ

To νέο μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου υπό τον τίτλο Μπορείς; είναι ένα σύγχρονο ερωτογράφημα της ψηφιακής εποχής. Πρωταγωνιστούν δύο παράνομοι εραστές, μια γυναίκα συγγραφέας (ifarsa@hotmail.com) και ένας άντρας οινοποιός (spourgitis@gmail.com), το υποκοριστικό του οποίου είναι «Βυζάκι». Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ηλεκτρονική τους αλληλογραφία και επικοινωνία, η οποία καλύπτει μία τριετία. Η συγγραφέας τον αφήνει να πιστεύει πως παρακολουθεί τα άδηλα και τα κρύφια μιας εξωσυζυγικής σχέσης, ότι έχει το προνόμιο να απολαμβάνει εκ του ασφαλούς την πολυκύμαντη ιδιωτικότητα των άλλων. Αποδεικνύεται όμως πως το βιβλίο αυτό κανείς δεν μπορεί να το διαβάσει με τα δύο μάτια: σταδιακά τα δύο μάτια συναιρούνται σε ένα και μόνο «μάτι» που δεν είναι άλλο από την κλειδαρότρυπα. Και στο τέλος συντελείται η ανατροπή: η κλειδαρότρυπα δεν παρακολουθεί, την κλειδαρότρυπα την παρακολουθούν.


Οι δύο πρωταγωνιστές ασφαλώς, κι έτσι όπως υπομειδιούν από το εσωτερικό της σχέσης τους, βλεφαρίζουν περιπαικτικά προς τον αναγνώστη που συναισθάνεται σιγά σιγά το αποτέλεσμα μιας ειρωνικής πανουργίας που λαμβάνει τον αναπόδραστο χαρακτήρα της συνενοχής. Το Μπορείς; είναι, υπό μία πολύ συγκεκριμένη έννοια, η αγωνιώδης «φόδρα» του προηγούμενου μυθιστορήματός της για τον Καβάφη Τι μένει από τη νύχτα που πρόσφατα τιμήθηκε με το Βραβείο «Μεσόγειος» στη γαλλική του έκδοση (Ce qui reste de la nuit, μετάφραση Gilles Decorvet, εκδ. Stock). «Το βιβλίο ήταν επίσης υποψήφιο για το Prix Femina στη Γαλλία κι έφτασε μέχρι τη μικρή λίστα. Το Prix Méditerranée étranger 2017 με εξέπληξε ευχάριστα γιατί δεν γνώριζα ότι ήμουν υποψήφια. Μετά το βραβείο Dante στη Ρώμη (για ποίηση), είναι το πρώτο βραβείο πεζογραφίας που παίρνω από ξένη χώρα. Χαίρομαι και οπωσδήποτε με τιμά, αφού με το ίδιο βραβείο έχουν διακριθεί ένας Κλάουντιο Μάγκρις, ο Αντόνιο Ταμπούκι, o Ουμπέρτο Εκο. Τα βραβεία δεν μας κάνουν καλύτερους συγγραφείς αλλά λειτουργούν σαν ενέσεις. Ενέσεις εμπιστοσύνης. Γράφεις ένα βιβλίο για χρόνια και το αντίκρισμα, αν υπάρχει, είναι τελείως εικονικό, απομακρυσμένο από σένα στον χρόνο. Η βράβευση βοηθάει να συνεχίσω αυτό που ήδη κάνω» είπε στο «Βήμα» η Ερση Σωτηροπούλου, στο πλαίσιο της συνομιλίας που ακολουθεί.


Το «Μπορείς;» είναι και το χρονικό της συγγραφής του μυθιστορήματός σας για τον Καβάφη;
«Οσο έγραφα το «Τι μένει από τη νύχτα» κρατούσα σημειώσεις. Το βιβλίο μού πήρε έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί, υπήρχαν μέρες τυραννικές (δεν θέλω να υπερβάλλω) που έτριζα τα δόντια μου, που ήθελα ν’ ανοίξω το κεφάλι μου στα δύο. Οταν αργότερα είδα αυτό το υλικό, αντιλήφθηκα ότι μπορούσε να σταθεί μόνο του. Είχε μια ωραία αυτονομία που με ιντρίγκαρε κι εμένα ως αναγνώστη πλέον. Αυτός που θα διαβάσει το «Μπορείς;» δεν είναι απαραίτητο να έχει διαβάσει το «Τι μένει από τη νύχτα». Από την άλλη όμως, αυτός που έχει διαβάσει το «Τι μένει από τη νύχτα» χάρη στο «Μπορείς;» θα οδηγηθεί σε πολύ ενδιαφέροντες συνειρμούς, παράδοξους, δραματικούς, ακόμα και αστείους».

Σε μια κρίσιμη καμπή της συγγραφής εκείνου του βιβλίου, τη λύση την έδωσε ένας πραγματικός εραστής. Ηταν, ας πούμε, μια εξωλογοτεχνική λύση;

«Δεν είμαι σίγουρη αν η λύση του εραστή είναι εξωλογοτεχνική. Τι σημαίνει εξωλογοτεχνική; Ο εραστής έχει διαποτίσει το βιβλίο, τα λόγια του, το ερωτικό του κάλεσμα, ακόμα και τα χάδια του που αποκτούν μεγαλύτερη υπόσταση επειδή λείπουν… Η φυσική παρουσία του απόντος. Αυτό δεν είναι η λογοτεχνία;».

Τότε το «Μπορείς»; τι είναι; Μια autofiction καταπώς λέμε;
«Δεν είναι μαρτυρία, ούτε χρονικό. Δεν είναι ούτε αυτό που λέγεται creative non fiction. Μάλλον autofiction από την ανάποδη. Διότι ξεκινάω από τη μυθοπλασία, από έναν μύθο, για να καταλήξω στη ζωή, ελπίζοντας στο βάθος να τη δαμάσω. Οσο για την πρόκληση ή μια διάθεση να προκαλέσω, το έχω ξαναπεί: Γράφω γυμνή και ορφανή. Δεν είμαι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα. Ξέρω ότι ορισμένοι αναγνώστες μπορεί να αισθανθούν αμηχανία γιατί υπάρχουν κομμάτια του βιβλίου πολύ προσωπικά. Ισως νιώσουν άβολα σαν να μπαίνουν ακάλεστοι σ’ έναν χώρο αυστηρά ιδιωτικό. Τους καταλαβαίνω. Θα πρέπει να ξεπεράσουν το σύνδρομο του ηδονοβλεψία. Τελικά είναι μια ιστορία ρομαντική για μια εποχή που δεν χωράει ρομαντισμό».

Διαβάζω κάπου την εξής διερώτηση: «Να γράφεις ή να ερωτεύεσαι; Υπάρχει ασυμβίβαστο!» και σκέφτομαι αν το αποτέλεσμα, το ίδιο το βιβλίο δηλαδή, δίνει και την απάντηση…
«Κάθε φορά που γράφω είναι μια πάλη για να καταργήσω αυτό το ασυμβίβαστο. Το κατάφερα στο «Μπορείς»; Ποιος ξέρει. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, η ηρωίδα το λέει απροκάλυπτα, ότι τα θέλει όλα, και τέχνη και γαμήσι. Και φυσικά το «γαμήσι» εδώ δεν είναι η περιστασιακή σεξουαλική συνεύρεση, αλλά όλος ο πλούτος, η συγκίνηση, η συνενοχή μιας εκλεκτικής, ασυμβίβαστης ερωτικής σχέσης. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία για έναν καλλιτέχνη είναι να καταργήσει την απόσταση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Φιλοδοξία που είναι αδύνατον να εκπληρωθεί. Μου θυμίζει εκείνο που έγραψε ο Φρόιντ, ότι «όλα συμβαίνουν σαν το πρωταρχικό για την επιτυχία να είναι να πας πιο μακριά από τον πατέρα, και να είναι πάντα απαγορευμένο ο πατέρας να ξεπεραστεί!»».

Ας σταθούμε λίγο στην επιστολική (άσχετα αν είναι ψηφιακή) φόρμα που έχετε επιλέξει. Πιστεύετε πως η φόρμα, εν προκειμένω, λέει κάτι παραπάνω για την εποχή πέρα από το γεγονός ότι την αποτυπώνει;

«Σ’ έναν κόσμο υψηλής ταχύτητας που όλα μπορείς να τα έχεις στο χέρι, και γρήγορα, αυτό που λέμε «ερωτική απουσία» θεριεύει, γίνεται αβυσσαλέο. Με ένα κλικ online θα σου έρθει το delivery με το φαγητό που διάλεξες ή μια δίμετρη για σεξ, αλλά στον έρωτα δεν υπάρχει delivery. Ασχετα αν οι κώδικες έχουν αλλάξει, αν το «σ’ αγαπώ» το λέμε αλλιώς ή δεν το λέμε καθόλου, το ερωτικό ον μοιάζει σφηνωμένο στο άχρονο. Ιδιαίτερα το πάσχον ερωτικό ον. Η ερωτική απόρριψη είναι πάντα το ίδιο πικρό πιάτο. Στο βιβλίο δεν υπάρχει αφήγηση, παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από τα e-mails και τα μηνύματα viber των δύο εραστών. Η επιστολογραφία είχε άλλους χρόνους, επέτρεπε στα αισθήματα να ωριμάσουν, στους δισταγμούς ή και στην απόρριψη να βρουν μια φόρμα ευγενέστερη, λιγότερο μπρουτάλ για να εκφραστούν. Εδώ το μέσο επιβάλλει την αμεσότητα και μια αίσθηση κατεπείγοντος».

Η ιδέα ότι «το ερωτικό τροφοδοτεί το πνευματικό» επανέρχεται. Το βιβλίο αναδεικνύει, νομίζω, ως κομβικό τον μηχανισμό της ηδονής.
«Αν έχεις ανεβάσει τον πήχη, αν αποστρέφεσαι «την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας» που λέει ο Καβάφης, αποζητάς μια ερωτική σχέση όπου η επιθυμία και ο πόθος, όσο έντονα, όσο βασανιστικά κι αν είναι, πυροδοτούνται κι από κάτι άλλο που εντείνει τον μηχανισμό της ηδονής και τον απογειώνει. Πιστεύω ότι η πνευματική συνενοχή είναι αυτό το άλλο».

Κάποια στιγμή η ηρωίδα σας στέλνει στον εραστή της το συνημμένο αρχείο Η ΤΕΧΝΗ ΑΧΡΗΣΤΗ (1).docx και θα ήθελα, αν μπορείτε, να το ανοίξετε τώρα που μιλάμε.

«Λείπει (ηθελημένα;) η συνέχεια. Ο τίτλος του συνημμένου ήταν Η ΤΕΧΝΗ ΑΧΡΗΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ (1).docx. Ή, με άλλον τρόπο, η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ τέχνης και παιχνιδιού. Η τέχνη δεν μπορεί να καλύψει τις ζωτικές ανάγκες του ανθρώπου. Δεν μας μαθαίνει κάτι σαν την επιστήμη, ούτε μπορεί να προσφέρει τη λύτρωση που αναζητά κάποιος στη θρησκεία. Μερικές φορές η τέχνη θέτει μόνο ερωτήματα, άλλοτε μοιάζει να δίνει κάποιες απαντήσεις. Ενα έργο τέχνης γεννιέται από το πάθος, από μια εμμονή, σχετίζεται με την επιθυμία. Από μια άποψη μοιάζει αναγκαίο μόνο για τον καλλιτέχνη που το δημιουργεί. Από ουτιλιταριστική σκοπιά, η τέχνη μοιάζει άχρηστη. Αχρηστη αλλά απαραίτητη. Είναι σαν το παιχνίδι, κατά κάποιον τρόπο άχρηστο κι αυτό, δεν αντικαθιστά το γάλα του μωρού αλλά είναι αναγκαίο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη – τα παιδιά που στερήθηκαν το παιχνίδι μεγαλώνοντας μέσα σε ιδρύματα συχνά παρουσίασαν διανοητική καθυστέρηση».

Σας απασχολεί όμως έντονα και «ο κίνδυνος ενός έργου τέλειου αλλά κενού». Δηλαδή;
«Σκέφτομαι το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ, ένα αριστούργημα. Υπάρχει ένας ρυθμός, κάθε σελίδα, κάθε παράγραφος είναι μια απόλαυση για τον αναγνώστη. Ακολουθείς τον ρυθμό, είσαι μέσα του, σχεδόν τον αναπνέεις, και σε κάποιο σημείο προς το τέλος αλλάζει, υπάρχει μια επιτάχυνση που δεν μοιάζει συγγραφικό εύρημα, μάλλον σαν να διαβάζεις μια παράθεση των τελευταίων εξελίξεων πριν κλείσει το βιβλίο, μια σύνοψη. Δεν ξέρω τι συνέβη στον Σταντάλ, αν υπήρχε πίεση να παραδώσει το βιβλίο. Το γεγονός είναι ότι το «Μοναστήρι της Πάρμας» παραμένει για μένα ένα αριστούργημα με ελάττωμα. Τα μεγάλα έργα έχουν αδυναμίες, έχουν κουσούρια. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά έργα, και νέων συγγραφέων, που είναι άψογα. Υπάρχουν μέσα όλα, έρωτας, ιστορία, κοινωνικές εξελίξεις, διασπορά. Ολα εξηγούνται, η γλώσσα είναι δυνατή. Κανένα κουσούρι. Δεν λείπει τίποτα. Είναι κενό».

Στο «Μπορείς»; περνάει – σε αράδες πυκνής έντασης – και το πένθος για τον θάνατο της μητέρας. Εχετε σκεφτεί, συγγραφικά εννοώ, να το αντιμετωπίσετε αυτόνομα;

«Γράφω τώρα πάλι για τη μητέρα μου. Η κάθοδος στον Αδη. Μόνο που αντί για τον Ορφέα που αναζητά την Ευρυδίκη του, κατεβαίνει μια κόρη στον Κάτω Κόσμο να φέρει πίσω τη μητέρα της. Επιστρέφοντας στο «Μπορείς;» ο θάνατος της μητέρας, όσο σκληρό κι αν είναι – σκληρό και για μένα που το έγραφα ενώ η μητέρα μου που της είχα τρομακτική αδυναμία είχε μόλις πεθάνει -, ρίχνει φως στη σχέση των δύο εραστών. Υπάρχει κάτι βαθύτερο που τους ενώνει, πέρα από την ερωτική επιθυμία, κάτι συγκεχυμένο, αδιαλεύκαντο, που έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ